Εκλογές στην Ταϊλάνδη έχουν διεξαχθεί για βουλή, γερουσία και επίσης έχουν διενεργηθεί δημοψηφίσματα. Οι πρώτες βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν στο Σιάμ στις 15 Νοεμβρίου 1933 και την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν πολιτικά κόμματα, συνεπώς όλοι οι υποψήφιοι ήταν ανεξάρτητοι.[1]
Το ταϊλανδικό Κοινοβούλιο αποτελείται από 2 σώματα: είναι η Εθνική Συνέλευση ή Ραθασάφα - รัฐสภา, το οποίο αποτελείται από έναν Οίκο των Αντιπροσώπων (το Σάφα Φουθαέν Ράτσαντον - สภาผู้แทนราษฎร) 500 εδρών και μιας Συγκλήτου (τη Γουθισάφα - วุฒิสภา) 200 εδρών. Τα μέλη και των δύο σωμάτων εκλέγονται με ψηφοφορία. Τα μέλη του Οίκου των Αντιπροσώπων υπηρετούν τετραετείς θητείες, ενώ οι γερουσιαστές υπηρετούν εξαετείς θητείες. Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω. Η ψηφοφορία είναι υποχρεωτική. Οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν το 2019.
Έπειτα από την οριακή νίκη της στις εκλογές εξασφαλίζοντας 265 έδρες στο Κοινοβούλιο τον Ιούλιο του 2011,[2] η Γινγκλούκ Σιναουάτρα (αδερφή του πρώην πρωθυπουργού, Τακσίν Σιναουάτρα) έγινε η πρώτη γυναίκα Πρωθυπουργός στην ιστορία της χώρας.[3] Τον Αύγουστο εξελέγη πρωθυπουργός με 251 ψήφους και ανέλαβε καθήκοντα στις 5 Αυγούστου 2011.[4]
Γενικές εκλογές διεξήχθησαν πρόωρα στις 2 Φεβρουαρίου 2014.[5] Οι εκλογές προκηρύχθηκαν εξαιτίας της πολιτικής κρίσης που ξέσπασε στη χώρα την περίοδο 2013-14. Οι ψηφοφόροι εξέλεξαν τα μέλη της Εθνικής Συνέλευσης, όμως η ψηφοφορία παρουσίασε προβλήματα λόγω του μποϊκοτάζ της αντιπολίτευσης, σε 69 από τις συνολικά 375 εκλογικές περιφέρειες. Συνέπεια αυτού ήταν η διεξαγωγή επαναληπτικών εκλογών σε πολλές περιφέρειες, αρχής γενομένης από τις 2 Μαρτίου.[6] Τελικά οι εκλογές ακυρώθηκαν με απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, με το αιτιολογικό ότι δεν διεξήχθησαν εντός μιας ημέρας.[7]
Εκλογές για Γερουσία διενεργήθηκαν στις 29 Μαρτίου 2014, για 2η φορά με το σύνταγμα του 2007. Οι μισές έδρες πληρώθηκαν από μη προσκείμενους σε κόμματα με το πλειοψηφικό σύστημα. Η συμμετοχή μειώθηκε στο 43% σε σχέση με το 56% των τελευταίων εκλογών του 2008.[8][9] Τις 77 έδρες διεκδίκησαν συνολικά 443 υποψήφιοι.
2000
Στις 4 Μαρτίου 2000 διεξήχθησαν για πρώτη φορά εκλογές για Γερουσία. Εξελέγησαν μόνο ανεξάρτητοι.[10]
2006
Με τη συμμετοχή 1.463 υποψηφίων που ήταν όλοι ανεξάρτητοι, έγιναν εκλογές για Γερουσία στις 19 Απριλίου 2006. Εξελέγησαν 200 γερουσιαστές.[11]
2008
Οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών της Γερουσίας διεξήχθησαν στις 2 Μαρτίου 2008 υπό το νέο Σύνταγμα του 2007. Η συμμετοχή στις εκλογές έφτασε το 56%.[12]
Εξελέγησαν 76 υποψήφιοι ένας για κάθε επαρχία, ενώ 74 γερουσιαστές διορίστηκαν από ειδική επιτροπή επιλογής με επικεφαλής τον Πρόεδρο του Συνταγματικού Δικαστηρίου Βιράτ Λιμβιτσάι. Η θητεία των γερουσιαστών είναι εξαετής. Οι διορισμένοι γερουσιαστές ήταν προσκείμενοι στην απερχόμενη στρατιωτική κυβέρνηση κατά μεγάλη πλειοψηφία. Στις 13 Μαρτίου 2008 εξελέγη Πρόεδρος της Γερουσίας ο Prasopsuk Boondej, με 78 ψήφους έναντι 45 για τον κύριο αντίπαλό του, Thaweesak Khidbanchong.[13]
Σε δημοψήφισμα για αλλαγές στο σύνταγμα, που έγινε στις 7 Αυγούστου 2016, οι ψηφοφόροι ενέκριναν την πρόταση για ημιδημοκρατία.[14] Οι αλλαγές στο σύνταγμα εγκρίθηκαν από το 61% των ψηφοφόρων, με τη συμμετοχή να διαμορφώνεται στο 59%. Επίσης, εγκρίθηκε και μια δεύτερη πρόταση να εκλέγεται στο εξής ο πρωθυπουργός από τους γερουσιαστές και τους βουλευτές.
2007
Το πρώτο δημοψήφισμα στην ιστορία της χώρας διεξήχθη από τη στρατιωτική κυβέρνηση στις 19 Αυγούστου 2007.[15] Η συμμετοχή ήταν γύρω στο 60%.[16] Το 57,81% των ψηφισάντων υπερψήφισε το νέο σχέδιο συντάγματος, με το οποίο εισήχθησαν αλλαγές στον τρόπο εκλογής των γερουσιαστών.[17] Ειδικότερα, σχεδόν οι μισοί από τους γερουσιαστές αποφασίστηκε να διορίζονται και όχι να εκλέγονται, περιορίστηκε η πρωθυπουργική θητεία σε δύο τετραετίες και απαγορεύτηκε στον πρωθυπουργό να κατέχει μεγάλο μερίδιο σε ιδιωτικές εταιρείες. Παράλληλα, έγινε πιο εύκολη η διαδικασία καθαίρεσης του πρωθυπουργού και των υπουργών του. Οι αλλαγές καταψηφίστηκαν από το 42,19% των πολιτών.