Η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση (ΔΕΕ; Γαλλικά: Union de l'Europe occidentale, UEO) ήταν ένας διεθνής οργανισμός και μια στρατιωτική συμμαχία, επιφορτισμένη με την εφαρμογή της Τροποποιημένης Συνθήκης των Βρυξελλών (1954), μια τροποποιημένη έκδοση της αρχικής συνθήκης των Βρυξελλών (1948). Η ΔΕΕ ιδρύθηκε από επτά ευρωπαϊκά έθνη που συμμάχησαν με τις ΗΠΑ (σύμφωνο της Βαρσοβίας και μέλη του ΝΑΤΟ) κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, τα καθήκοντα και τα θεσμικά όργανα της ΔΕΕ σταδιακά μεταφέρθηκαν στην Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της γεωγραφικά μεγαλύτερης, και από την άποψη της πιο ολοκληρωμένης, της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε το 2009, όταν μια ρήτρα αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ήταν παρόμοια (αλλά όχι πανομοιότυπη) με τη ρήτρα αμοιβαίας άμυνας της ΔΕΕ, τέθηκε σε ισχύ με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Τα κράτη-μέλη της Τροποποιημένης Συνθήκης των Βρυξελλών, κατά συνέπεια, αποφάσισαν να τερματίσουν την εν λόγω συνθήκη στις 31 Μαρτίου 2010, με όλες τις δραστηριότητες του απέμεναν στη ΔΕΕ. Στις 30 Ιουνίου 2011, η ΔΕΕ διαλύθηκε και επίσημα[1].
Η συνθήκη των Βρυξελλών υπογράφηκε από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και την Ολλανδία στις 17 Μαρτίου1948. Ήταν μια αμοιβαία διακυβερνητική Συνθήκη αυτοάμυνας, η οποία προώθησε επίσης την οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική συνεργασία.
Ως αποτέλεσμα της αποτυχίας του εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άμυνας, στις 23 Οκτωβρίου1954 ιδρύθηκε η ΔΕΕ από τις Συμφωνίες των Παρισίων με την προσθήκη της Ιταλίας και της Δυτικής Γερμανίας. Με την ευκαιρία αυτή, η ΕΚΑ μετονομάστηκε σε Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση. Οι υπογράφοντες τις συμφωνίες του Παρισιού αναφέρουν σαφώς τρεις κύριους στόχους τους στο προοίμιο της τροποποιημένης συνθήκης των Βρυξελλών:
Τη δημιουργία στη Δυτική Ευρώπη, μιας σταθερής βάσης για την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης,
Τη παροχή αλληλοβοήθειας ο ένας στον άλλο εναντίον οποιασδήποτε εχθρικής πράξης
Τη προώθηση της ενότητας και την ενθάρρυνση της προοδευτικής ενοποίησης της Ευρώπης.
Οι προσπάθειες αυτές που είχαν προέλθει από τη συνθήκη των Βρυξελλών πήραν μορφή και με τον Οργανισμό Άμυνας Δυτικής Ένωσης (βλέπε παρακάτω).
Το Σύμφωνο των Βρυξελλών είχε πολιτιστικές και κοινωνικές ρήτρες, με ιδέες για τη δημιουργία ενός «Γνωμοδοτικού Συμβουλίου». Η βάση γι' αυτό ήταν ότι η συνεργασία μεταξύ των δυτικών εθνών θα βοηθούσε στο να σταματήσει η εξάπλωση του κομμουνισμού.
Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κυρίαρχαευρωπαϊκά κράτη έχουν συνάψει συνθήκες και ως εκ τούτου συνεργάστηκαν και εναρμόνισαν πολιτικές (ή συνέδεσαν την κυριαρχία) σε έναν αυξανόμενο αριθμό τομέων, στο έργο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης ή στην οικοδόμηση της Ευρώπης (γαλλικά: la construction européenne). Το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα περιγράφει τη νομική έναρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) - το κύριο πλαίσιο για αυτήν την ενοποίηση. Η ΕΕ κληρονόμησε πολλές από τις σημερινές της ευθύνες από τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (ΕΚ), οι οποίες ιδρύθηκαν τη δεκαετία του 1950 στο πνεύμα της Διακήρυξης Σουμάν.
Υπόμνημα: Υ: υπογραφή Ι: θέση σε ισχύ Τ: τερματισμός Λ: λήξη de facto αντικατάσταση Σχετ. με πλαίσιο ΕΚ/ΕΕ: de facto εντός εκτός
↑ 1,01,11,21,31,4Αν και δεν είναι per se οι συνθήκες της ΕΕ, αυτές οι συνθήκες επηρέασαν την ανάπτυξη του αμυντικού σκέλους της ΕΕ, κύριο μέρος της ΚΕΠΠΑ. Η γαλλοβρετανική συμμαχία που ιδρύθηκε με τη Συνθήκη της Δουνκέρκης αντικαταστάθηκε de facto από την ΔΕ. Ο πυλώνας ΚΕΠΠΑ ενισχύθηκε από ορισμένες από τις δομές ασφαλείας που είχαν δημιουργηθεί στο πλαίσιο της αρμοδιότητας της Τροποποιημένης Συνθήκης των Βρυξελλών (ΤΣΒ) του 1955. Η Συνθήκη των Βρυξελλών τερματίστηκε το 2011, διαλύοντας κατά συνέπεια τη ΔΕΕ, καθώς η ρήτρα αμοιβαίας άμυνας που προέβλεπε η Συνθήκη της Λισαβόνας για την ΕΕ θεωρήθηκε ότι καθιστά τη ΔΕΕ περιττή. Έτσι, η ΕΕ αντικατέστησε de facto τη ΔΕΕ.
↑Από την ίδρυση της ΕΕ το 1993 και την εδραίωση το 2009, η ένωση αποτελούνταν από τρεις πυλώνες, ο πρώτος από τους οποίους ήταν οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Οι άλλοι δύο πυλώνες αποτελούνταν από πρόσθετους τομείς συνεργασίας που είχαν προστεθεί στην αποστολή της ΕΕ.
↑Η ενοποίηση σήμαινε ότι η ΕΕ κληρονόμησε τη νομική προσωπικότητα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ότι το σύστημα πυλώνων καταργήθηκε, με αποτέλεσμα το πλαίσιο της ΕΕ να καλύπτει όλους τους τομείς πολιτικής. Αντίθετα, η εκτελεστική/νομοθετική εξουσία σε κάθε τομέα καθορίστηκε από την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και των κρατών μελών. Αυτή η κατανομή, καθώς και οι διατάξεις της Συνθήκης για τομείς πολιτικής στους οποίους απαιτείται ομοφωνία και είναι δυνατή η ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία, αντικατοπτρίζει το βάθος της ολοκλήρωσης της ΕΕ καθώς και τον εν μέρει υπερεθνικό και εν μέρει διακυβερνητικό χαρακτήρα της ΕΕ.
Μεταβιβάσεις προς την ΕΕ
Αρχικά, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, ο σκοπός της ΔΕΕ ήταν η απόκτηση αμυντικής ικανότητας της ΕΕ και διαδραμάρτισε σημαντικό ρόλο στις εργασίες του Πέτερσμπεργκ, αργότερα ωστόσο, η κατάσταση άλλαξε. Στις 13 Νοεμβρίου του 2000, οι Υπουργοί των κρατών μελών της ΔΕΕ συναντήθηκαν στη Μασσαλία και συμφώνησαν να ξεκινήσει η μεταφορά των δυνατοτήτων και των λειτουργιών του οργανισμού προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο της ανάπτυξης της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) και της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας (ΚΠΑΑ)[2].
Για παράδειγμα, στις 1 Ιανουαρίου2002, το Ινστιτούτο Μελετών Ασφάλειας της ΔΕΕ και το Δορυφορικό Κέντρο μεταφέρθηκαν στην ΕΕ και έγιναν το Ινστιτούτο Μελετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για Θέματα Ασφάλειας και το Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, ο ρόλος που δόθηκε στη ΔΕΕ στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, αφαιρέθηκε από την Συνθήκη της Νίκαιας. Η Συνθήκη της Λισαβόνας είχε διατάξεις για τη συνεργασία της ΕΕ, τόσο με το ΝΑΤΟ (συμπεριλαμβανομένης της Πρόσθετης συμφωνίας του Βερολίνου) όσο και με τη ΔΕΕ.[3][4] Ωστόσο, η δέσμευση της άμυνας, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συνθήκης των Βρυξελλών, δεν συμπεριλήφθηκε.[5] Το άρθρο 42 (7) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως τροποποιήθηκε από τη Συνθήκη της Λισαβόνας, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ενσωμάτωση την δέσμευση της συμφωνίας άμυνας στο πλαίσιο της ΕΕ.[6]
Συνοπτικά οι κινήσεις της συγχώνευσης της ΔΕΕ με την ΕΕ είναι οι εξής:
Στις 20 Νοεμβρίου1999, ο Χαβιέ Σολάνα, ο τότε Ύπατος Εκπρόσωπος για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ) της ΕΕ, διορίστηκε επίσης ως Γενικός Γραμματέας της ΔΕΕ. Ήταν ο επικεφαλής και των δύο οργανώσεων και έτσι του επιτρεπ όταν να επιβλέπει την μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων της ΔΕΕ προς την ΕΕ.
Τα καθήκοντα που ανατέθηκαν στην ΔΕΕ από τις εργασίες του Πέτεσμπουργκ το 1992, ενσωματώθηκαν το 1997 στη Συνθήκη του Άμστερνταμ της ΕΕ, που αποτελούν τη βάση της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας που πλαισιώνει μια κοινή πολιτική ανθρωπιστικής βοήθειας και διάσωσης, διατήρησης της ειρήνης και καθηκόντων των μάχιμων δυνάμεων στη διαχείριση των κρίσεων, συμπεριλαμβανομένης της ειρήνευσης.
Το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Ένωσης για Θέματα Ασφάλειας (EUISS) και το Δορυφορικό Κέντρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΚΕΕ), που δημιουργήθηκαν στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ του πυλώνα της ΕΕ, αντικατέστησαν το Ινστιτούτο Μελετών για θέματα Ασφάλειας και το Δορυφορικό Κέντρο της ΔΕΕ που είχαν δημιουργηθεί στο πλαίσιο της ΔΕΕ.
Με τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση της ΔΕΕ κλήθηκε να αυτοδιαλυθεί, αφού είχε εντολή να επιβλέπει την πολιτική της ΔΕΕ, όχι την πολιτική ΚΠΑΑ της ΕΕ. Αλλά η ίδια η Συνέλευση είδε ότι μπορούσε να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, ιδίως με μεγαλύτερο δικαίωμα ελέγχου, στην ένταξη, στην εμπειρία και στην τεχνογνωσία στον τομέα της πολιτικής άμυνας. Ως εκ τούτου, μετονομάστηκε η ίδια σε «Συνέλευση Ενδιάμεσης Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας» και κάλεσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση να την συμπεριλάβει ως ένα δεύτερο θεσμό εντός του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ. Ως εκ τούτου, υποστήριξε ότι θα μπορούσε: να ελέγξει αποτελεσματικά την ΚΠΑΑ, να συμβάλει στη βελτίωση των σχέσεων ΕΕ-ΝΑΤΟ και να τις κάνει καλύτερες, να αποτελείται από μέλη των εθνικών κοινοβουλίων και να διαθέτει διακυβερνητικό ύφος απέναντι στη ΚΠΑΑ.
Ωστόσο, με το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα να έχει στόχο τον εξορθολογισμό και την απλούστευση της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, όπως π.χ. συνδυάζοντας τα δύο κύρια πόστα της εξωτερικής πολιτικής, δεν θεωρούσε σοφό να δημιουργηθεί ενα ξεχωριστό διπλό όργανα επίβλεψης της ΚΕΠΠΑ. Αντ' αυτού, δόθηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μεγαλύτερο έλεγχο επί της εξωτερικής πολιτικής.[7]
Κατάργηση
Το 2009, η Συνθήκη της Λισαβόνας ανέλαβε το ρόλο της ΔΕΕ.[1] Υπήρξε πολλή συζήτηση για το μέλλον της ΔΕΕ μετά την Συνθήκη της Λισαβόνας, όπου υπήρξε πρόταση για την διάλυση της.[8] Στις 30 Μαρτίου2010, μια Γραπτή Υπουργική Δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Κρίς Μπράιαντ γνωστοποίησε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο πρόκειται να αποχωρήσει από τη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση μέσα σε ένα χρόνο.[9] Στις 31 Μαρτίου2010, το γερμανικό Υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε την πρόθεση της Γερμανίας να αποχωρήσει από την τροποποιημένη Συνθήκη των Βρυξελλών.[10] Την ίδια χρονιά, η ισπανική προεδρία της ΔΕΕ, εξ ονόματος των 10 κρατών μελών της τροποποιημένης Συνθήκης των Βρυξελλών, ανακοίνωσε τη συλλογική απόφαση να αποχωρήσει από τη Συνθήκη η ΔΕΕ και να διαλύσει την οργάνωση μέχρι τον Ιούνιο του 2011.[11] Στις 30 Ιουνίου2011, η ΔΕΕ έπαψε επίσημα να υπάρχει.
Οργάνωση
Η ΔΕΕ έδρευε στις Βρυξέλλες, με προσωπικό 65 ατόμων και ετήσιο προϋπολογισμό 13.400.000€.[8] Αποτελούταν από το Συμβούλιο της ΔΕΕ και τη Συνέλευση της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ΔΕΕ καθοδηγούταν από ένα Συμβούλιο Υπουργών, βοηθούμενη από ένα Συμβούλιο Μονίμων Αντιπροσώπων σε επίπεδο πρεσβευτών. Οι κοινωνικές και πολιτιστικές πτυχές της Συνθήκης των Βρυξελλών δόθηκαν στο Συμβούλιο της Ευρώπης για να αποφευχθεί επικάλυψη των αρμοδιοτήτων στο εσωτερικό της Ευρώπης.[12]
Είχε συσταθεί επίσης, μια Κοινοβουλευτική Συνέλευση (που αποτελούταν από τις αντιπροσωπείες των κρατών μελών στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης), υπό την εποπτεία των εργασιών του Συμβουλίου, αλλά δεν είχε καμία υποχρέωση από το Συμβούλιο. Η Συνέλευση της ΔΕΕ ήταν ένα συμβουλευτικό όργανο.
Η Δυτικοευρωπαϊκή Οργάνωση Εξοπλισμών (ΟΕΔΕ) προοριζόταν ως Οργανισμός Εξοπλισμών, αλλά οι έρευνες τελικά περιορίστηκαν σε έρευνες κυττάρων. Παρείχε υπηρεσίες υποστήριξης στην αμυντική έρευνα και την τεχνολογία. Δημιουργήθηκε το 1996, και έκλεισε τον Αύγουστο του 2006.[14] Οι οργανισμοί αυτοί αναλήφθηκαν από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας . Ορισμένοι φορείς μεταφέρθηκαν στο Ινστιτούτο Μελετών για θέματα Ασφάλειας ή στο Δορυφορικό Κέντρο .
Eurofor
Στις 15 Μαΐου1995, το Συμβούλιο των Υπουργών της ΔΕΕ συναντήθηκαν στη Λισαβόνα. Κατά τη συνάντηση αυτή μια δήλωση για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ταχείας Επιχειρησιακής Δύναμης (Eurofor) έγινε από τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία. Η Eurofor ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1998 ως ομάδα εργασίας της Δυτικοευρωπαϊκής Ένωσης[15]. Διαλύθηκε στις 2 Ιουλίου2012, ένα χρόνο μετά τη διάλυση της ΔΕΕ.
Κράτη-μέλη
Η Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση είχε 10 χώρες, 6 χώρες μέλη του συνεργάτης, 5 χωρών παρατηρητών και 7 χώρες συνεργαζόμενος εταίρος. Στις 14 Ιουνίου 2001, ο τότε Πρόεδρος της ΔΕΕ Σολάνα δήλωσε ότι δεν υπήρχε ορατό λόγος να αλλάξει το καθεστώς των χωρών μη μελών της οργάνωσης.
Κράτη-μέλη: (τροποποιημένη Συνθήκη των Βρυξελλών - 1954)
Όλα τα κράτη μέλη της ΔΕΕ ήταν επίσης μέλη του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτές είναι οι μόνες χώρες που είχαν πλήρη δικαιώματα ψήφου.
1 Η Δανία αποτελούσε εξαίρεση, που είναι μέλος και των δύο. Έχει ένα opt-out από την Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), έτσι ώστε να μην συμμετάσχει στην ΚΠΑΑ της Ευρωπαϊκής Ένωσης . Έτσι, σε σχέση με τη ΔΕΕ ήταν πιο κατάλληλη να μπορεί να θεωρηθεί ως μη-ΕΕ μέλος του ΝΑΤΟ (μέλος της ΔΕΕ με την ιδιότητα του συνεργαζόμενου).
Αναπληρωτικά μέλη: (Ρώμη - 1992)
Τα συνδεδεμένα μέλη ήταν ευρωπαϊκές χώρες που ήταν μέλη του ΝΑΤΟ αλλά όχι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Πολωνία, η Τσεχική Δημοκρατία και η Ουγγαρία εντάχθηκαν στην ΕΕ το 2004.
Αναπληρωματικά συνεργαζόμενα μέλη (Κίρχμπεργκ, Λουξεμβούργο, 2004)
Οι χώρες που εκείνη την περίοδο δεν ήταν μέρος ούτε του ΝΑΤΟ ούτε της ΕΕ. Όλα τα ακόλουθα έθνη προσχώρησαν τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην ΕΕ μέχρι το 2007.