Γκότσε Ντέλτσεφ (πόλη)

Για την κωμόπολη της Δράμας, δείτε: Κάτω Νευροκόπι.
Γκότσε Ντέλτσεφ

Σημαία

Σφραγίδα

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Γκότσε Ντέλτσεφ
41°34′25″N 23°43′45″E
ΧώραΒουλγαρία
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Άνω Νευροκοπίου[1]
Έκταση13,625 km²
Υψόμετρο540 μέτρα
Πληθυσμός20.049 (15  Μαρτίου 2024)[2]
Ταχ. κωδ.2900
Τηλ. κωδ.0751
Ζώνη ώραςUTC+02:00 (επίσημη ώρα)
UTC+03:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Γκότσε Ντέλτσεφ (βουλγαρικά: Гоце Делчев), αναφερόμενο και ως Άνω Νευροκόπι, είναι πόλη της Νότιας Βουλγαρίας κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα, και βρίσκεται στην επαρχία Μπλαγκόεβγκραντ. Η πόλη ονομαζόταν Νεβροκόπ και το 1951 μετονομάστηκε σε Γκότσε Ντέλτσεφ, προς τιμή του Βούλγαρου επαναστάτη Γκότσε Ντέλτσεφ. Κοντά στην πόλη είναι τα ερείπια μιας τοιχισμένης πόλης, που ιδρύθηκε από τους Ρωμαίους το 2ο αιώνα μ.Χ. Η πόλη ήταν καζάς του σαντζακίου των Σερρών του βιλαετίου της Θεσσαλονίκης πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους.

Γεωγραφία

Το Γκότσε Ντέλτσεφ βρίσκεται σε ορεινή περιοχή. Βρίσκεται περίπου 200 χλμ. από την πρωτεύουσα Σόφια και 97 χλμ. από την πόλη του Μπλαγκόεβγκραντ, στο νότιο τμήμα της ομώνυμης επαρχίας. Το κέντρο της πόλης έχει υψόμετρο 545 μέτρα. Η Κοιλότητα του Γκότσε Ντέλτσεφ χαρακτηρίζεται από κλίμα ηπειρωτικό. Βρέχει κυρίως την άνοιξη και το φθινόπωρο και τα καλοκαίρια είναι ζεστά και ξηρά. Το χειμώνα είναι συχνές θερμοκρασιακές αναστροφές.

Πληθυσμός

Ετος Πληθυσμός
1985 19,699
1992 20,454
2000 20,110
2005 20,198
2010 19,918
2012 19,219

Ιστορία

Αρχαία και μεσαωνική περίοδος

Η Νικόπολις επί του Νέστου, σε μικρή απόσταση από το Γκότσε Ντέλτσεφ, ήταν μια από τις δύο οχυρωμένες πόλεις που ιδρύθηκαν σε ανάμνηση της νίκης του αυτοκράτορα Τραϊανού επί των Δακών το 105-106 μ.Χ. Η περιοχή είχε κατοικηθεί επί περίπου 14 αιώνες και η ακμή της κορυφώθηκε την Ύστερη Αρχαιότητα (4ος-6ος αιώνας μ.Χ.). Οι Σλάβοι κατέστρεψαν τη Νικόπολη τον 6ο και τον 7ο αιώνα, αλλά επανεμφανίσθηκε ως μεσαιωνικός οικισμός στα τέλη του 10ου αιώνα.

Οθωμανική περίοδος

Το Νευροκόπι έγινε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κάπου μεταξύ 1374 και 1383, όταν οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέλαβαν τις Σέρρες και τη Δράμα. Η πόλη αναφέρεται σε Οθωμανικά έγγραφα λίγο μετά την οριστική κατάληψη της Θεσσαλονίκης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1430. Με το όνομα Νευροκόπι η πόλη περιγράφεται στο Οθωμανικό βιβλίο Ταχρίρ του 1444 ως μεγάλο Χριστιανικό χωριό - κέντρο τιμαρίου, που αριθμούσε 131 νοικοκυριά, 11 ανύπαντρους και 24 χήρες. Ετσι το Νευροκόπι ήταν ο μεγαλύτερος οικισμός στην περιοχή. Στη συνέχεια αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα και έγινε Μουσουλμανική πόλη. Οθωμανικά φορολογικά μητρώα του έτους 1464 - 1465 καταγράφουν 208 Χριστιανικά νοικοκυριά, 50 ανύπαντρους και 19 χήρες και 12 Μουσουλμανικά νοικοκυριά. Στα μητρώα του έτους 1478-1479 στο Νευροκόπι καταγράφονται 393 208 Χριστιανικά νοικοκυριά, 31 χήρες και 42 Μουσουλμανικά νοικοκυριά. Τη δεκαετία του 1480 ιδρύθηκαν στο Νευροκόπι ένα μεγάλο θολωτό τζαμί και Ισλαμική σχολή από το Μεχμέτ Μπέη, γιο του Καρατζά Πασά. Το τζαμί αυτό είναι το μοναδικό Οθωμανικό αρχιτεκτονικό μνημείο στην πόλη που σώζεται μέχρι σήμερα. Το 1512 ο Κοτζά Μουσταφά Πασάς ίδρυσε ένα δεύτερο τζαμί, λουτρά και δεύτερη σχολή. Οθωμανικό βιβλίο αναφέρει την απογραφή των νοικοκυριών του 1519 με 167 Μουσουλμανικά νοικοκυριά, 67 ανύπαντρους Μουσουλμάνους και 315 Χριστιανικά νοικοκυριά, 26 ανύπαντρους και 69 χήρες. Το χωριό, που το 1464 ήταν μόνο κατά 4% Μουσουλμανικό, είχε σημαντικό αριθμό Μουσουλμάνων. Η αύξηση του αριθμού των Μουσουλμάνων είναι σαφής από το βιβλίο Ταχρίρ του 1530. Οι Μουσουλμάνοι αυξήθηκαν σε 295 νοικοκυριά και 52 ανύπαντρους και τα Χριστιανικά νοικοκυριά ήταν 381, 43 ανύπαντροι και 71 χήρες. Την τάση αυτή φανερώνει επίσης ο αριθμός των συνοικιών : το 1530 υπήρχαν 5 Μουσουλμανικές και 13 Χριστιανικές και το 1569 13 Μουσουλμανικές και 6 Χριστιανικές. Η πόλη είχε δύο τζαμιά, τρεις σχολές και ένα λουτρό και τρία "μακτάμπ" (πρωτοβάθμια σχολεία). Το 1565 ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄ εξέδωσε ένα διάταγμα για την κατασκευή τζαμιού σε ανάμνηση του γιου του Σαχζαντέ Μεχμέντ.

Το 17ο αιώνα σημειώθηκε κάμψη της ανάπτυξης της πόλης. Ο Χατζή Καλφά (Οθωμανός λόγιος) αναφέρει το Νευροκόπι ως δικαστικό κέντρο και επισημαίνει την παρουσία γύρω από την πόλη ορυχείων με πλούσια κοιτάσματα σιδηρομεταλλεύματος. Στον επίσημο κατάλογο των δικαστικών κέντρων 1667 - 1668 το Νευροκόπι κατατάσσεται τέταρτο μεταξύ των δώδεκα δικαστικών κέντρων της Ρούμελης, που δείχνει σαφώς τη σημασία του ως πόλης. Η λεπτομερέστερη περιγραφή του Νευροκοπίου στα Οθωμανικά χρόνια δίνεται στον 7ο Τόμο του Οθωμανού περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή. Περιγράφει την πόλη ως μεγάλη, όμορφη, με πολλά τζαμιά, δώδεκα μιναρέδες, τεκέδες δερβίσηδων, πανδοχεία, χαμάμ, σχολεία και πολλά όμορφα σπίτια και κατοικίες πολλών μελών της επαρχιακής διοίκησης. Μετά τις εκστρατείες το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και την πανώλη του 1699 και του 1717, το 1723 στο Νευροκόπι καταγράφονται μόνο 86 Μουσουλμανικά και 42 Χριστιανικά νοικοκυριά. Την εποχή εκείνη η πόλη είχε συνολικά 10 τζαμιά και 5 Μουσουλμανικούς οίκους προσευχής. Το 1820 ανεγέρθηκε το τελευταίο τζαμί, από το οποίο σήμερα απομένουν μόνο λίγες εικονογραφήσεις.

Το Νευροκόπι στα Οθωμανικά χρόνια έγινε κέντρο πολτιστικής ζωής. Μεταξύ των διάσημων καλλιτεχνών που γεννήθηκαν στην πόλη είναι ο Ρανά Μουσταφά Εφέντη Νακσμπεντί - στην υπηρεσία του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου. Ο Νακσμπεντί πέθανε το 1832 στην πατρίδα του το Νευροκόπι. Πιθανόν έχει σχεδιάσει το τελευταίο τζαμί του Νευροκοπίου, που έμοιαζε πολύ με τα κτίρια που ανεγέρθηκαν από το Μεχμέτ Αλή στην Καβάλα το 1818 - 1821. Ο Ζιούχρι Αχμέντ Εφέντη, ιδρυτής του ομώνυμου ("ζιούχριε") θρησκευτικού ρεύματος, γεννήθηκε επίσης στο Νευροκόπι. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη το 1751 και τάφηκε στον τεκέ που είχε φτιάξει ενόσο ζούσε.

Περίοδος Βουλγαρικής Αναγέννησης

Το 19ο αιώνα μαζί με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία η πόλη του Νευροκοπίου ανέπτυξε τη χαλκουργία και χρυσοχοία, τη σαμαροποιία και το εμπόριο οικιακών ειδών, δέρματος και ξύλου. Ντόπιοι έμποροι μετέφεραν αγαθά για να τα πουλήσουν στις εμποροπανηγύρεις στις Σέρρες, τη Δράμα, το Μελένικο και το Ουζούντζοβο. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα κάθε χρόνο τον Αύγουστο διεξαγόταν η Εμποροπανήγυρη του Νευροκοπίου, που προσείλκυε εμπόρους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Αυστροουγγαρία, τη Γαλλία και άλλες χώρες.

Το 1808-1811 η Χριστιανική κοινότητα της πόλης έχτισε μια μικρή εκκλησία, αφιερωμένη στους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ. Στο διάστημα 1833-1841 ανέγειρε μια μεγάλη και μνημειακή εκκλησία "Αγία Παρθένος Μαρία", αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων στην Αυτοκρατορία.

Ο Βουλγαρικός πληθυσμός του Νευροκοπίου εναντιωνόταν στον Ελληνικό κλήρο απαιτώντας εκκλησιαστική ανεξαρτησία και στοιχειώδη Βουλγαρική εκπαίδευση. Το 1862 η πόλη είχε το πρώτο της Βουλγαρικό σχολείο με πρώτο δάσκαλο τον Τοντόρ Νένοφ και το 1867 λειτούργησε ένα σχολείο θηλέων. Ο Ελληνορθόδοξος Επίσκοπος Αγαθάγγελος επέτρεψε τη λειτουργία του σχολείου κατά το ήμισυ ως Βουλγαρικού, αλλά μετά από διαμαρτυρίες Ελλήνων και Βλάχων έκλεισε το Βουλγαρικό σχολείο και απέλασε το Νένοφ. Οι Βούλγαροι της πόλης απείλησαν κοινωνία με τον Πάπα και ο επίσκοπος ξανάνοιξε το Βουλγαρικό σχολείο. Το 1865 λειτούργησε ένα κοινοτικό κέντρο και το 1870 μια κοινότητα θηλέων. Το 1873 δημιουργήθηκε η κοινότητα δασκάλων "Διαφωτισμός", που έπαιξε σημαντικό ρόλο στους αγώνες των Βουλγάρων. Οι Βουλγαρικές κοινότητες της Φιλιππούπολης και του Πάζαρτζικ είχαν θετική επίδραση στην στην πολιτιστική αναγέννηση του Νευροκοπίου, βοηθώντας με δασκάλους, διδακτικό υλικό, βιβλία και χρήματα.

Μετά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1877-1878) και το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 το Νευροκόπι παρέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (όπως και όλη η Μακεδονία). Τα διαιρεμένα Βουλγαρικά εδάφη έγιναν η αρένα της διαδικασίας της εθνικής ενοποίησης. Το Μάιο του 1878 εκπρόσωποι της Βουλγαρική κοινότητας του Νευροκοπίου υπέγραψαν το "Μηνημόνιο των εκκλησιαστικών και σχολικών κοινοτήτων της Μακεδονίας", δηλώνοντας ότι ήθελαν να συμμετέχουν με τη Μακεδονία στο νεοϊδρυθέν Βουλγαρικό κράτος.

Μνημόνιο των Βουλγάρων της Μακεδονίας προς τις Μεγάλες δυνάμεις 1878

Η "Εθνογραφία των βιλαετίων Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης", που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1878 εμφανίζει τη στατιστική του άρρενα πληθυσμού του 1873 και αναφέρει ότι το Νευροκόπι είχε 1.912 νοικοκυριά με 3.800 Μουσουλμάνους κατοίκους, 1.000 Βούλγαρους και 150 Βλάχους.

Μετά τον πόλεμο η πόλη είχε 600 ως 700 Βουλγαρικές οικογένειες και 40-50 Βλάχικες. Ο Α. Σενβ στο έργο του Οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στατιστική και Εθνογραφική Μελέτη, που βασίζεται σε Ελληνικά στοιχεία, έγραψε το 1878 ότι στο Νευροκόπι ζούσαν 1.200 Ελληνες. Το 1889 ο (Κροατοβόσνιος) Στέφαν Βέρκοβιτς αναφέρει το Νευροκόπι ως πόλη με 209 Βουλγαρικά, 1675 Τουρκικά και 38 Αρμάνικα σπίτια.

Η Βουλγαρική κοινότητα, υπό τον υπουργό Ντιμιτάρ Οικονόμοφ, διατηρούσε ένα σχολείο αρρένων και ένα θηλέων. Το 1891 ο Γκεόργκς Στρεζόφ ανέφερε ότι ο αριθμός των κατοικιών στο Νευροκόπι ήταν 1229 και ο πληθυσμός ανερχόταν σε 11.000 - κυρίως Μουσουλμάνους. Οι Χριστιανοί ζούσαν σε δύο συνοικίες - "Βαρός" και "Κούμσαλα". Οι πρόσφατα εγκατασταθέντες Εβραίοι συγκέντρωσαν στα χέρια τους το αστικό εμπόριο. Υπήρχαν δύο εκκλησίες, η μία υπό τον έλεγχο των Ελλήνων. Στην πόλη υπήρχαν Βουλγαρικά σχολεία αρρένων και θηλέων με 80 μαθητές και επίσης Ελληνικά σχολεία αρρένων και θηλέων. Μετά από μακρό και επίμονο αγώνα των ντόπιων Βουλγάρων του Νευροκοπίου το 1894, ο Σουλτάνος εξέδωσε ένα "μπεράτ" (διάταγμα) για την ίδρυση της "Βουλγαρικής Επισκοπής του Νευροκοπίου", υπό τη δικαιοδοσία της Βουλγαρικής Εξαρχίας, με πρώτο Προκαθήμενο το Μητροπολίτη Ιλαρίωνα.

Το 1900 σε όλη την περιοχή του Νευροκοπίου των 123 χωριών υπήρχαν 12.500 Τουρκόφωνοι Μουσουλμάνοι, 26.960 Βούλγαροι Μουσουλμάνοι και 35.310 Χριστιανοί (Βούλγαροι και εξελληνισμένοι Βλάχοι), ενώ σύμφωνα με τη στατιστική "Μακεδονία, εθνογραφία και στατιστικές" του Βασίλ Κάντσοφ ο πληθυσμός του Νευροκοπίου ήταν 6.215, περιλαμβάνοντας 850 Βούλγαρους, 5.000 Τούρκους, 190 Βλάχους, 110 Εβραίους και 65 Ρομά.

Κατά την Εξέγερση του Ίλιντεν το φθινόπωρο του 1903 υπήρξαν επαναστατικές ενέργειες στην περιοχή του Νευροκοπίου.

Ο διορισμός του Ιλαρίωνα
Η Εθνογραφία του Βασίλ Κάντσοφ

Σύμφωναμε στατιστικές του γραμματέα της Βουλγαρικής Εξαρχίας Ντιμιτάρ Μίσεφ ("Η Μακεδονία και ο Χριστιανικός Πληθυσμός της") το 1905 ο Χριστιανικός πληθυσμός του Νευροκοπίου αποτελείτο από 1.016 Βούλγαρους εξαρχικούς, 288 Βούλγαρους πατριαρχικούς, 60 Ελληνες., 168 Βλάχους και 116 Ρομά. Στην πόλη λειτουργούσαν δύο Βουλγαρικά σχολεία με 6 δασκάλους και 151 μαθητές και δύο Ελληνικά σχολεία με 6 δασκάλους και 77 μαθητές.

Στις επίσημες στατιστικές του βιλαετίου της Θεσσαλονίκης του 1906-7 στο Νευροκόπι καταμετρήθηκαν 20 συνοικίες με 1.432 κατοικίες, 598 καταστήματα, 12 τζαμιά, 4 οίκοι προσευχής, 2 εκκλησίες και τουλάχιστον 8 τεκέδες, περιγράφοντας μια αρκετά αναπτυγμένη και οργανωμένη Μουσουλμανική κοινότητα. Ακόμη είχε 7 Μουσουλμανικά και 2 Χριστιανικά σχολεία.

Ελληνικές πηγές το 1908 ανέφεραν ότι το 1908 η πόλη είχε 5.900 κατοίκους, από τους οποίους 3.865 ήταν Τούρκοι, 490 Μουσουλμάνοι Ρομά, 595 Χριστιανοί που ανήκαν στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και 900 Χριστιανοί που ανήκαν στη Βουλγαρική Εξαρχία. Η ίδια πηγή ανέφερε ότι η περιοχή του Νευροκοπίου ήταν κυρίως Μουσουλμανική - περίπου 51.000 από τους 83.000 κατοίκους. Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων το 1912 75 άνδρες από την πόλη ήταν εθελοντές στο Βουλγαρικό Στρατό.

Το Νευροκόπι στο Βασίλειο της Βουλγαρίας

Η πόλη έγινε τμήμα της Βουλγαρίας κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στις 19 Οκτωβρίου 1912. Πρώτος δήμαρχος της πόλης μετά την απελευθέρωση ήταν ο ποιητής Πέγιο Γιαβόροφ. Η ενσωμάτωση της περιοχής στο Βασίλειο της Βουλγαρίας οδήγησε σε μαζική έξοδο των Μουσουλμάνων από την πόλη και, σε μικρότερο βαθμό, από τα χωριά. Τους αντικατέστησαν Βούλγαροι πρόσφυγες από την περιοχή των Σερρών και της Δράμας, των οποίων οι εστίες περιήλθαν στην Ελλάδα. Η απογραφή του 1926 αποτύπωσε σαφώς τις αλλαγές. Τότε στο Νευροκόπι υπήρχαν μόνο 1.057 Τούρκοι, ενώ οι Βούλγαροι αριθμούσαν 5.882. Η απογραφή του 1934 έδειξε ότι αυτή η τάση συνεχιζόταν - καταμετρήθηκαν 824 Τούρκοι και 7.726 Βούλγαροι. Σύμφωνα με την ίδια απογραφή στην περιοχή του Νευροκοπίου ζούσαν περίπου 15.000 Μουσουλμάνοι.

Μετά την απελευθέρωση της πόλης από την Οθωμανική κυριαρχία άρχισε στο Νευροκόπι μια αργή διαδικασίας μετεγκατάστασης προσφύγων από την Ελληνική Μακεδονία στα χρόνια μεταξύ των Βαλκανικών Πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που άλλαξε την όλη όψη της πόλης. Στο κεντρικό τμήμα της πόλης ανεγέρθηκαν Βουλγαρικές κατοικίες Υστερου Μπαρόκ, που διατηρούνται μέχρι σήμερα.

Το 1922 δυνάμεις της Ομοσπονδιακής Μακεδονικής Οργάνωσης με την υποστήριξη της Βουλγαρικής κυβέρνησης επιτέθηκαν σε τοπικά αποσπάσματα της ΕΜΕΟ. Αποτέλεσμα αυτής της αναταραχής ήταν, στις 17 Οκτωβρίου, το Νευροκόπι να καταληφθεί από δυνάμεις της ΕΜΕΟ, που έδιωξαν τους Ομοσπονδιακούς, χωρίς όμως άλλες σοβαρές συνέπειες. Στα χρόνια της Βουλγαρικής αντίστασης κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δρούσε στην περιοχή ένας σχημαστισμός υπό τον Ανέστη Ουζούνοφ. Μετά το θάνατό του το 1943 πήρε το όνομά του. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1944 οι Παρτιζάνοι από το σχημαστισμό αυτό ήρθαν από το Γκάρμεν και κατέλαβαν την περιοχή.

1944-1989

Μετά το πραξικόπημα του 1944 η νεοσυσταθείσα κυβέρνηση άρχισε μαζικούς διωγμούς όσων είχαν με οποιοδήποτε τρόπο συνεργασθεί με την πρώην φασιστική κυβέρνηση και τις τοπικές αρχές της. Πολλοί συνελήφθησαν και μερικοί από αυτούς εκτελέσθηκαν χωρίς νομική διαδικασία, και άλλοι καταδικάστηκαν σε θάνατο από ειδικό Λαϊκό Δικαστήριο. Πολλοί από τους κρατούμενους φυλακίστηκαν ισόβια ή με μικρότερες ποινές. Μερικοί από τους κατηγορούμενους δηλώθηκαν "αγνοούμενοι" και δεν επανεμφανίστηκαν ποτέ. Διώχτηκαν επίσης πολλοί υποστηρικτές ή μέλη της ΕΜΕΟ και πολλοί από αυτούς διέφυγαν στο εξωτερικό.

Το 1951 το Νευροκόπι πήρε το όνομα του επαναστάτη Γκότσε Ντέλτσεφ.

Τα επόμενα χρόνια η γεωργία παρέμεινε η κύρια πηγή εισοδήματος λόγω της γονιμότητας των εδαφών και του ευνοϊκού κλίματος στην κοιλότητα του Νευροκοπίου. Επιβλήθηκε η συνεταιριστική γεωργία και η γη εθνικοποιήθηκε πλήρως το 1971. Αναπτύχθηκε η βιομηχανία επεξεργασίας τροφίμων, ξύλου και καπνού, έτσι το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της περιοχής επεξεργαζόταν εκεί. Κατασκευάσθηκαν εργοστάσια ραδιοπομπών, εξαρτημάτων για γερανούς, πλαστικών ειδών, φερμουάρ και ειδών ένδυσης.

Το οδικό δίκτυο της περιοχής χρειαζόταν επισκευές και βελτίωση και οι μεταφορές απαιτούσαν πολύ χρόνο και κόστος. Σιδηρόδρομος δεν κατασκευάσθηκε ποτέ, ούτε καν προγραμματίστηκε. Η απόσταση από το Μπλαγκόεβγκραντ και τη Σόφια και οι δύσβατοι το χειμώνα δρόμοι οδήγησαν σε περαιτέρω απομόνωση της πόλης. Τα κλειστά σύνορα με την Ελλάδα και οι ειδικοί, λόγω αυτού, έλεγχοι συνέβαλαν στη διαδικασία αυτή. Η πόλη έχασε την προηγούμενη σημασία της και ακόμη και η έδρα του επισκόπου της Ορθόδοξης Μητρόπολης του Νευροκοπίου μεταφέρθηκε στο Μπλαγκόεβγκραντ.

Μετά το 1989

Μετά τις αλλαγές στην πολιτική ζωή το 1989 η επιστροφή των περιουσιών και η ιδιωτικοποίηση των κρατικών βιομηχανιών μετασχημάτισε την οικονομία της πόλης και ιδιαίτερα τη γεωργία. Το μεγαλύτερο μέρος του ενεργητικού της εκμηχανισμένης γεωργίας χάθηκε. Η καλλιεργήσιμη γη κατατμήθηκε σε μικρά κομμάτια, μερικοί ιδιοκτήτες δεν την καλλιεργούν και πολλές εκτάσεις ερήμωσαν. Μερικές από τις βιομηχανίες έκλεισαν ή λειτουργούσαν υποτονικά. Τα τελευταία χρόνια οι πιο βαρειές βιομηχανίες εγκαταλείφθηκαν, αλλά άνθησαν η ελαφρά βιομηχανία και τα εργοστάσια επεξεργασίας. Μετά το άνοιγμα του νέου σημείου διέλευσης των συνόρων μεταξύ Γκότσε Ντέλτσεφ και Δράμας το 2005 η πόλη απέκτησε νέα σημασία. Οι δρόμοι που οδηγούν στην περιοχή επισκευάσθηκαν και βελτιώθηκαν.

Οικονομία

Βιομηχανία και εμπόριο

Ο δήμος είναι απομονωμένος από τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Βουλγαρίας λόγω της γεωγραφικής του θέσης κοντά στα κλειστά σύνορα με την Ελλάδα επί περίπου 60 χρόνια, της έλλειψης φυσικών πόρων, της μεγάλης απόστασης του Γκότσε Ντέλτσεφ από άλλες μεγαλύτερες πόλεις και των στενών και κακοσυντηρημένων δρόμων. Μετά το άνοιγμα της συνοριακής διάβασης Ιλιντεν-Εξοχής και τη βελτίωση του οδικού δικτύου της περιοχής η οικονομία του δήμου άλλαξε. Η ελαφρά βιομηχανία είναι αρκετά αναπτυγμένη στην πόλη. Η βιομηχανία ενδυμάτων και υποδημάτων, η κατασκευή φερμουάρ, η επεξεργασία πλαστικού, η βιομηχανία και επεξεργασία ξύλου και η καλλιέργεια και η επεξεργασία καπνού είναι οι κύριες πηγές εισοδήματος του δήμου. Δεν υπάρχουν μεγάλα πολυκαταστήματα αλλά μια μεγάλη ποικιλία μικρότερων καταστημάτων.

Γεωργία, δασοκομία και κτηνοτροφία

Η Μεσογειακή επίδραση στη μεγάλη κοιλάδα του ποταμού Νέστου ευνοεί τη σύγχρονη και παραγωγική γεωργία. Ο καπνός ήταν το σημαντικότερο προϊόν τα προηγούμενα χρόνια, αντιπροσωπεύοντας μεγάλο τμήμα της γεωργίας της περιοχής. Ομως η μείωση παγκοσμίως του καπνίσματος και η αλλαγή στην κρατική πολιτική των επιδοτήσεων για την καλλιέργεια του καπνού έχει προκαλέσει τη μείωσή της. Καλλιεργούνται επίσης σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια, ηλίανθοι, πατάτες, ντομάτες, πιπεριές, μήλα, αμπέλια, φράουλες, σμέουρα, βατόμουρα και άλλα φρούτα.

Θρησκεία

Ορθόδοξη εκκλησία στο Γκότσε Ντέλτσεφ

Οι κάτοικοι της πόλης είναι κυρίως Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Η πόλη ήταν έδρα της Ορθόδοξης Επισκοπής του Νευροκοπίου, που τώρα έχει μεταφερθεί στο Μπλαγκόεβγκραντ χωρίς αλλαγή του ονόματός της. Υπάρχουν τρεις Ορθόδοξες εκκλησίες στο Γκότσε Ντέλτσεφ. Ο Μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης δεν έχει τζαμί, γιατί το μοναδικό, που χρονολογείται από την Οθωμανική περίοδο, είναι ερειπωμένο. Υπάρχουν κάποια σχέδια αποκατάστασής του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το Γκότσε Ντέλτσεφ είναι η έδρα του Μουφτή της Επαρχίας του Μπλαγκόεβγκραντ. Υπάρχουν επίσης μερικές Ευαγγελικές εκκλησίες.

Τουρισμός

Το Γκότσε Ντέλτσεφ δεν έχει σημαντικά τουριστικά αξιοθέατα, αν και υπάρχουν στην πόλη αρκετά ξενοδοχεία και εστιατόρια. Περιβάλλεται από τρία βουνά, το Πιρίν, τη Ροδόπη και τον Όρβηλο, που προσφέρουν πολλές φυσικές ομορφιές. Υπάρχει ιστορικό μουσείο στο κέντρο της πόλης. Το χωριό Ντέλτσεβο έχει αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, με παληές κατοικίες της Βουλγαρικής Αναγέννησης, μερικά από τα οποία λειτουργούν ως ξενώνες. Το θέρετρο "Παπατζαίρ" στο δρόμο προς το Σαντάνσκι είναι ανοιχτό όλες τις εποχές. Το Γκότσε Ντέλτσεφ βρίσκεται κοντά στα ερείπια της "Νικόπολης επί του Νέστου" και κοντά στο χωρίο Κοβατσέβιτσα, αρχιτεκτονικά αξιόλογο οικισμό.

Σημαντικοί άνθρωποι

Ο πρώην (2012-2017) Πρόεδρος της Βουλγαρίας Ρόσεν Πλέβνελιεφ γεννήθηκε στην πόλη το 1964.
  • Κωνσταντίνος Λογοθέτης, Έλληνας λόγιος του 17ου αιώνα.
  • Νικόλαος Λογοθέτης, Έλληνας λόγιος του 17ου αιώνα, εξάδελφος του προηγούμενου.
  • Ιλκο Πίργκοφ (γ. 1986), ποδοδφαιριστής.
  • Μπόζινταρ Σπίριεφ (1932-2010), στατιστικολόγος, συγγραφέας των επίσημων πινάκων βαθμολόγησης της IAAF.
  • Ρόσεν Πλέβνελιεφ, Πρόεδρος της Βουλγαρίας (2012-2017).

Φωτογραφίες

Παραπομπές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι