Οι Βεδέροι βρίσκονται 8 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Ρεθύμνου, κοντά στο χωριό Πρινές. Γύρω από το χωριό καλλιεργούνται οπωροφόρα δέντρα, όπως ελιές και καρυδιές, και εσπεριδοειδή. Κοντά στο χωριό επίσης βρίσκεται ένα μεγάλο δρυόδασος, το οποίο εκτείνεται σε μήκος ενός χιλιομέτρου.
Δυτικά του χωριού περνάει φαράγγι γνωστό ως φαράγγι Βεδέρων, το οποίο καταλήγει στο Γεράνι και διαθέτει πλούσια βλάστηση.[2]
Ιστορικά στοιχεία
Ο Στέργιος Σπανάκης ταυτίζει τους Βεδέρους με το χωριό Vueru, το οποίο αναφέρεται στις ενετικές απογραφές. Το χωριό αναφέρεται από τον Φραντσέσκο Μπαρότσι το 1577 και στην ενετική απογραφή του 1583 από τον Καστροφύλακα αναφέρεται με 67 κατοίκους και 154 οφειλόμενες αγγαρείες.[1] Το όνομα πιθανόν να προέρχεται από την ιταλική λέξη vedere η οποία σημαίνει βλέπει και πιθανόν αναφέρεται στη θέα του χωριού προς τη θάλασσα, ενώ φαίνεται ότι η περιοχή είχε χρησιμοποιηθεί ως παρατηρητήριο για την προστασία του γειτονικού Πρινέ.[2]
Το όνομα Βεδέροι αναφέρεται για πρώτη φορά σε απογραφές το 1881, με 99 κατοίκους στον δήμο Ατσιπόπουλου. Στην απογραφή του 1900 υπαγόταν στον ίδιο δήμο και είχε 103 κατοίκους.[1] Το 1925, οι Βεδέροι υπάχθηκαν στην κοινότητα Πρινέ, στην Επαρχία Ρεθύμνης, και με την Καποδιστριακή διοικητική διαίρεση υπαγόταν στο δημοτικό διαμέρισμα Πρινέ του Δήμου Νικηφόρου Φωκά.[3]
Απογραφές πληθυσμού
Αναλυτικά η δημογραφική πορεία του χωριού σύμφωνα με τις απογραφές:
Το χωριό διατηρεί σε μεγάλο βαθμό της βενετική αρχιτεκτονική του και έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός ύψιστης πολιτισμικής αξίας. Στο χωριό σώζονται αρχοντικά με επιβλητικές θύρες, γείσα, θόλους, τζάκια, στέρνες και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία.[2] Στην πλαγιά του χωριού βρίσκεται ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, ο οποίος κτίστηκε το 1833. Διαθέτει καμπαναριό αναγεννησιακού ρυθμού και τέμπλο με αγιογραφίες του Ιωάννη Σταθάκη. Στο δρόμο που οδηγεί στο χωριό σώζεται πετρόκτιστο αλώνι.[4]
↑ 1,01,11,21,3Σπανάκης, Στέργιος (1993). Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων, τόμος Α΄. Ηράκλειο: Γραφικές Τέχνες Γ. Δετοράκης. σελ. 182.