Ο Βακχυλίδης (Ιουλίδα Κέας518 π.Χ. - 452 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας συγγραφέας και λυρικός ποιητής, για το έργο του οποίου ελάχιστα ήταν γνωστά ώσπου το 1896 βρέθηκε σε αιγυπτιακό τάφο από ιδιώτες ένας μεγάλος πάπυρος με εκατοντάδες στίχους του και προσέφερε όχι μόνο γνώσεις για τον ποιητή, αλλά και πάνω από εκατό καινούργιες λέξεις της ελληνικής γλώσσας που μέχρι τότε δεν είχαν μνημονευτεί σε λεξικά. Παρά την ξεχωριστή του γραφή, ανάλαφρη και καλοδουλεμένη, με ιδιαίτερο λεξιλογικό πλούτο και εικονοπλαστική, είχε την τύχη και συνάμα την ατυχία να είναι ανιψιός του Σιμωνίδη του Κείου και σύγχρονος του Πινδάρου. Ο μεν θείος του, του άνοιξε το δρόμο στην τέχνη και στις αυλές σημαντικών χορηγών, αλλά είχε και πλατιά σκιά. Ο Πίνδαρος από την άλλη, έδινε ορμή και κύρος στην ποίηση της εποχής του, όμως μαζί με το Σιμωνίδη έστεκαν πάντα σαν απειλητικά μέτρα προς σύγκριση για το Βακχυλίδη. Ακόμα και τώρα, ο Βακχυλίδης αντί να κρίνεται για αυτό καθαυτό το δημιουργικό του έργο, τον πλούτο του και το διαφορετικό του ύφος, αδιάκοπα συγκρίνεται με τους κορυφαίους και κατά κανόνα αδικείται[2]. Οι διαρκείς συγκρίσεις είχαν ως αποτέλεσμα η δουλειά του ναι μεν να αναγνωρίζεται, αλλά ως δεύτερη. Υπήρξε πάντως ιδιαίτερα δημοφιλής κυρίως στους ελληνιστικούς και μεταχριστιανικούς χρόνους. Στον κανόνα των Αλεξανδρινών αναφέρεται μεταξύ των 9 αξιομνημόνευτων ποιητών: Αλκμάν, Βακχυλίδης, Σαπφώ, Αλκαίος, Στησίχορος, Ίβυκος, Ανακρέων, Σιμωνίδης και Πίνδαρος. Αναφέρονται όμορφες φράσεις του επίσης στα γραπτά πολλών, όπως στου Διονυσίου του Αλικαρνασσέως, του Στράβωνα, του Στοβαίου, του Πλούταρχου, του Αθήναιου, του Ηφαιστίωνα, του Κλήμη της Αλεξάνδρειας -ο Αμμιανός Μαρκελίνος αναφέρει επίσης ότι «ο Βακχυλίδης άρεσε ιδιαίτερα στον Ιουλιανό» τον Παραβάτη.
Βιογραφία
Ο Βακχυλίδης ήταν από την Κέα και η μητέρα του ήταν αδελφή του Σιμωνίδη. Ο πατέρας του λεγόταν Μαίδων ή Μείδυλος[3] και ο παππούς του, Βακχυλίδης κι εκείνος, ήταν γνωστός αθλητής. Υπήρξε εκπρόσωπος της χορικής ποίησης, και θεωρείτο αναγνωρισμένος ήδη από το 476 π.Χ. αλλά μάλλον και νωρίτερα[4] Έζησε[5] το 518 π.Χ. - 452 π.Χ..
Πολύ νέος πήγε στη Θεσσαλία και συνάντησε τον Πίνδαρο στην αυλή των Αλευαδών. Από τότε άρχισε ένας συναγωνισμός έως και ανταγωνισμός μεταξύ τους, που κράτησε 30 ολόκληρα χρόνια. Με το θείο του, το Σιμωνίδη, φέρεται να έμεινε αρκετό καιρό στην αυλή του Ιέρωνα στη Σικελία απ' όπου, άγνωστο γιατί, έφυγε για την Πελοπόννησο ή ίσως και αντιστρόφως -δεν είναι διόλου βέβαιο πού έμεινε και για πόσο ούτε πότε ακριβώς. Ο μόνος που αναφέρεται σε αυτό είναι ο Πλούταρχος (Περί φυγής) λέγοντας ότι πολλοί δημιούργησαν το έργο τους εξόριστοι και μεταξύ αυτών μνημονεύει και τον Βακχυλίδη που αναγκάστηκε να ζήσει για πολύ καιρό στην Πελοπόννησο. Όμως δεν έχουμε άλλες πηγές για το θέμα της εξορίας ούτε και για τους λόγους.
Ο Βακχυλίδης επηρεάστηκε από το φίλαθλο πνεύμα της ιδιαιτέρας του πατρίδας που μετρούσε πολλές νίκες στους αγώνες δρόμου και στην πάλη, αλλά αναπόφευκτα και από τη μεγάλη σκιά του θείου του. Όταν γεννήθηκε ο Βακχυλίδης, ο Σιμωνίδης ήταν ήδη προστατευόμενος του Ίππαρχου. Τον συνέστησε σε πλούσιες οικογένειες της Θεσσαλίας και στον τύραννο της ΣικελίαςΙέρωνα. Γύρω στο 490 π.Χ. φέρεται να έχει αρχίσει να γράφει, αφού συνέθεσε ωδή για τη Δήλο [6] αλλά και εγκώμιο για ένα συμπόσιο στη Μακεδονία προς τιμή του νεαρού τότε πρίγκιπα Αλέξανδρου Α. Σύντομα άρχισε και ο ανταγωνισμός με τον Πίνδαρο, με αποκορύφωμα το 476 π.Χ. όταν και οι δύο συνέθεσαν Επινίκια για την πρώτη νίκη του Ιέρωνα στους αγώνες της Ολυμπίας[7] Δεν είναι απίθανο ο Βακχυλίδης να έγραψε την ωδή του με καθαρά δική του πρωτοβουλία, ενώ του Πίνδαρου ήταν παραγγελία. Πάντως ο ήδη αναγνωρισμένος Πίνδαρος στον επίνικο εκείνο είχε περιλάβει και νύξεις παραινετικές για μεγαλύτερη ανοχή εκ μέρους του τυράννου. Το 470 ο Ιέρωνας ζήτησε από τον Βακχυλίδη να συντάξει επίνικο για τη νίκη του στα Πύθια, για την οποία συνέταξε αντίστοιχο και ο Πίνδαρος -αυτή τη φορά με ακόμα πιο έντονες συστάσεις για επίδειξη σύνεσης προς τον Ιέρωνα. Το 468 ο Ιέρωνας νίκησε στους αγώνες της Ολυμπίας αλλά αυτή τη φορά δεν ζήτησε από τον Πίνδαρο να γράψει τον επίνικο -απεναντίας το ζήτησε από τον Βακχυλίδη.[8] Πιθανόν το αντικίνητρο του Ιέρωνα να μην ήταν αποκλειστικά η άσκηση κριτικής από τον βαθυστόχαστο Πίνδαρο, αλλά απλώς η προτίμησή του στην πιο γλαφυρή, κατανοητή, προσιτή και απλή γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Βακχυλίδης.
Ο ανταγωνισμός
Αλεξανδρινοί λόγιοι πάντως θεωρούν ότι ο ανταγωνισμός των δύο δημιουργών ήταν τόσο έντονος[9], ώστε μερικές στροφές του Πίνδαρου αποτελούσαν ουσιαστικά επιθέσεις εναντίον του Βακχυλίδη και του Σιμωνίδη. Οι νύξεις στις οποίες αναφέρονταν ήταν η φράση του Πίνδαρου "μεμαθημένη τέχνη" -ότι εννοούσε την χωρίς έμπνευση τέχνη του Βακχυλίδη. Θεωρούσαν ότι ο Βακχυλίδης του απάντησε μέσα από το επόμενο έργο του "έτερος εξ ετέρου σοφός το τε πάλαι, το τε νυν, ουδέ γαρ ράστον αρρήτων επέων πύλας εξευρείν". Ο Πίνδαρος έδωσε συνέχεια στην επόμενη ωδή του με τη φράση "λάβρους κόρακας" που δεν μπορούν να σταθούν στο ύψος του αετού -θεωρήθηκε ότι αναφερόταν σε θείο και ανιψιό. Ο Βακχυλίδης ανταπάντησε γράφοντας ότι πετάει σαν αετός και "πτήσσουσι φόβω όρνιχες λιγύφθογγοι" -για τον Πίνδαρο. Οι φράσεις από μόνες τους δεν παραπέμπουν σε ανταλλαγή ύβρεων μέσω παιάνων και διθυράμβων και σε οιωνεί καλλιτεχνικό ανταγωνισμό, αλλά έτσι τις είδαν Αλεξανδρινοί αναλυτές που ίσως είχαν στη διάθεσή τους και άλλες πηγές πληροφόρησης τις οποίες εμείς δεν είχαμε ποτέ[10]
Έργο
Είναι γνωστό ότι ο Βακχυλίδης ήταν αρεστός ως ανάγνωσμα στην ελληνιστική εποχή αλλά και κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες -άρεσε και στον Ιουλιανό. Εντούτοις από όλα αυτά τα έργα του που φέρονται να κυκλοφορούσαν ευρέως, στις μέρες μας έφτασαν μόλις 107 στίχοι του, οι περισσότεροι χάρη σε 9 αποσπάσματα που διέσωσε ο Στωβαίος. Το 1897 βρέθηκε αναπάντεχα σε μια μούμια της Αιγύπτου ένα μεγάλο κομμάτι παπύρου από το οποίο συνετέθησαν κυρίως από Βρετανούς άλλες 1.382 αράδες του ποιητή. Προέκυψαν σχεδόν 6 ολοκληρωμένα έργα και πολλά αποσπασματικά. Ο πάπυρος αυτός είχε αρχικά πλάτος γύρω στα 25 εκατοστά και συνολικό μήκος γύρω στα 18 μέτρα και είχε γραφεί την εποχή των Πτολεμαίων, ίσως το 50 π.Χ.
Από παλιότερα ευρήματα και από τον πάπυρο των Βρετανών διασώζονται τα εξής έργα του:
Τα Επινίκια ή Επίνικοι με σχεδόν πλήρη μορφή προς τον Ιέρωνα (Ἐπίνικος III ή 3ος, "Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἵπποις [Ὀλύ]μπια" 3.1 έως 3.98), ο επίσης προς τον Ιέρωνα (Επίνικος V ή 5ος "Τῷ αὐτῷ κέλητι Ὀλύμπια" 5.1 έως 5.20), και ο Επίνικος προς τον Αλεξίδαμο (Ἐπίνικος XI ή 11ος, "Ἀλεξιδάμῳ Μεταποντίνῳ παιδὶ παλαιστῇ Πύθια" 11.1 έως 11.126). Επίσης σώζονται οι Διθύραμβοι υπ' αριθμό 2 ή ΙΙ προς Ηρακλή ("Ἡρακλῆς ἢ Δηϊάνειρα εἰς Δελφούς", 2.1 έως 2.35), ο Διθύραμβος υπ' αριθμόν 3 ή ΙΙΙ, "Ἠίθεοι ἢ Θησεὺς ‹Κηΐοις εἰς Δῆλον›" (3.1 έως 3.132) και προς τον Θησέα, ο Διθύραμβος υπ' αριθμόν 4 ή IV "Θησεὺς ‹Ἀθηναίοις›" (4.1-4.60) και τέλος ο Παιάνας ειρήνης ή προς τον Απόλλωνα
Ενα από τα αντιπροσωπευτικότερα έργα του είναι αυτός ακριβώς ο παιάνας για την ειρήνη, που δείχνει και το χαρακτηριστικό του ύφος. Καθώς δεν του άρεσε το δαιδαλώδες, το φαινομενικά ή και όντως πιο βαθυστόχαστο, έδινε βάρος στην εικόνα και στην αίσθηση και οδηγούσε τον ακροατή ή αναγνώστη στο σχηματισμό μιας ζωντανής παράστασης με χρώματα, εικόνες και διαλεχτά επίθετα
(Σε ελεύθερη απόδοση: Η ειρήνη γεννάει για τους θνητούς πλούτο από σθένος και λουλούδια από γλυκόφωνα τραγούδια. Πάνω στους επιδέξια σκαλιστούς βωμούς των θεών η φλόγα η δυνατή καίει κρέατα πυκνόμαλλων αρνιών και μοσχαριών. Οι νέοι έχουν στο μυαλό τους την παλαίστρα, τον αυλό και το γλέντι. Στη λαβή της ασπίδας τη δεμένη με σίδερο, πλέκονται λαμπεροί ιστοί αράχνης και τα δίκοπα σπαθιά, τις λόγχες απ τα ξίφη και τα δόρατα, τα νικάει η μούχλα.....δεν ακούγεται ο χάλκινος ήχος της σάλπιγγας ούτε ληστεύει μες το χάραμα απ' τα βλέφαρα τον ύπνο που γλυκαίνει το μυαλό και μαλακώνει την καρδιά. Γεμίζουν οι δρόμοι με ερωτικές γιορτές και όλους τους καταπίνουν σαν φλόγες οι φωνές από τα παιδικά τραγούδια)
↑στο "Χρονικό" του ο Ευσέβιος Καισαρείας, αναφερόμενος στο έτος 476 λέει ότι την χρονιά εκείνη ο Βακχυλίδης και ο Διαγόρας είναι ήδη αναγνωρισμένοι στην Αθήνα
↑Άλλοι ειδικοί θεωρούν ότι γεννήθηκε το 507 και ότι ήταν πολύ νεότερος του Πινδάρου και άλλοι συνομήλικος. Αβεβαιότητα υπάρχει και για το έτος θανάτου, με άλλους να θεωρούν ότι έζησε μέχρι το 428. Οι περισσότεροι καταλήγουν, χωρίς βεβαιότητα, ότι ισχύει το 451 ή το 452 επειδή δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι έγραψε κάτι μετά από αυτή την ημερομηνία
↑Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια και "Αθηνά, Σύγγραμμα Περιοδικόν της εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας", 1915, και η Μπριτάνικα στην 11η έκδοσή της που αναφέρεται στο ότι πιθανόν ο Πίνδαρος να θεωρούσε πως ο Βακχυλίδης από ζήλεια τον εκτόπισε από την αυλή του Ιέρωνα
Sir Richard Claverhouse Jebb, 1841-1905, επιμ. (1905). Bacchylides. The poems and fragments (στα Αγγλικά). Cambridge: University press. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2009.