Ο Ανακρέων ο Τήιος (περίπου 572 π.Χ. – περίπου 485 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας λυρικός ποιητής, θεωρούμενος ένας από τους εννέα λυρικούς ποιητές της αρχαιότητας. Ο Ανακρέων, αν και υπερασπιστής του μέτρου, θεωρήθηκε από τους μεταγενέστερούς του λανθασμένα γλεντζές και μέθυσος.
Βιογραφία
Από τον τόπο καταγωγής του, την Τέω της Μ. Ασίας, όπου γεννήθηκε πιθανώς το 572 π.Χ.. Στη συνέχεια βρέθηκε στα θρακικάΆβδηρα, όπου και έγραψε εξαίρετα συμποτικά τραγούδια.
Το έτος 545 π.Χ., μπροστά στον περσικό κίνδυνο που πλησίαζε, ο Ανακρέοντας εγκαθίσταται στα Άβδηρα και αργότερα ζει στην αυλή του Πολυκράτη. Μετά τη δολοφονία του Πολυκράτη (522 π.Χ.) ο ΠεισιστρατίδηςΊππαρχος φέρνει τον ποιητή στην Αθήνα μετά τη δολοφονία του Ίππαρχου (514 π.Χ.) ο Ανακρέοντας φεύγει από την Αττική και πιθανώς μένει για ένα χρονικό διάστημα στη Λάρισα. Πέθανε ίσως σε πολύ προχωρημένη ηλικία (περ. 85 χρονών).
Σύμφωνα με την παράδοση στην αυλή του τυράννου της Σάμου Πολυκράτη ο ποιητής Ίβυκος συνάντησε τον ποιητή Ανακρέοντα, που καταγόταν από την Τέω (Τήιος). Σε αυτόν μάλιστα, έλεγαν, ο Ίβυκος όφειλε τελικά τη στροφή του προς την ερωτική ποίηση.[5]
Η ποίηση
Σύμφωνα με την εικόνα που σχημάτισαν για τον Ανακρέοντα οι μεταγενέστεροί του θεωρείτο «ο πάντα μεθυσμένος ποιητής», ο τύπος του «αστόχαστου γλεντζέ» και ο «κλασικός εκπρόσωπος του ερωτισμού. Η αλήθεια φαίνεται πως είναι διαφορετική. Ο Ανακρέων έγραψε πράγματι συμποτικά τραγούδια, στα οποία όμως εκτιμούσε τη συντροφιά των καλλιεργημένων ανθρώπων και αποστρεφόταν κάθε υπέρβαση του μέτρου:[5]
[…]Δε μου είναι αγαπητός αυτός που δίπλα στο μεγάλο, Κροντήρι πίνοντας κρασί τραγούδια λέει γι' αμάχες[…]
(απόσπ. 96 Diehl=2 West, μτφρ. Ηλ. Βουτιερίδης)
[…]Ο Έρωτας πάλι με τρανό με χτύπησε μπαλντά Καθώς χαλκιάς και σε ψυχρή μ’ έλουσε ρεματιά[…]
(απόσπ. 68 Page, μτφρ. Ηλ. Βουτιερίδης)
[…]Φοραδίτσα Θρακοπούλα τι λοξοκοιτάζοντάς με Σκληρά φεύγεις και νομίζεις πως είμαι άπραγος καθόλου; Μάθε, πως μπορώ με τέχνη να σου βάλω χαλινάρι Και τα γκέμια σου κρατώντας προς το τέρμα να σε φέρνω[…]
(απόσπ. 72 Page, μτφρ. Ηλ Βουτιερίδης)
Στο τελευταίο απόσπασμα δίνεται η ευκαιρία να εξετάσει ο αναγνώστης με ποιον τρόπο αντιλαμβάνεται ο ποιητής τη νεαρή γυναίκα, το αντικείμενο της ερωτικής επιθυμίας που είναι ατίθαση και απρόσιτη. Ο άνδρας, ως επιδέξιος εραστής θα την χαλιναγωγήσει και θα τη μυήσει ερωτικά. Η γυναίκα παρουσιάζεται ως θήραμα-αντικείμενο του ανδρικού πόθου και την ίδια στιγμή ο άνδρας γίνεται ο κυνηγός-θύτης που έχει ένα και μοναδικό στόχο, το θήραμά του και την ικανοποίηση της ερωτικής του διάθεσης. Η δίωξις ή αρπαγή είναι ένα συνηθισμένο θέμα της αρχαιοελληνικής απεικονιστικής τέχνης ιδιαίτερα για τους ζωγράφους του 5ου π.Χ. αι.,[6] ενώ η εικόνα-μεταφορά της γυναίκας ως ανυπότακτου ζώου, τόσο στην ποίηση του Ανακρέοντα όσο και του Σημωνίδη, αντλεί την πανάρχαια καταγωγή της από τις κυνηγετικές κοινωνίες της 7ης χιλιετίας π.Χ.[7] Τούτη την αντίληψη του ανυπότακτου ζώου διατηρεί η ελληνική κοινωνία και στην κλασική εποχή, λίγο πριν την περίοδο της παρακμής της πόλης-κράτους οπότε αλλάζει αναγκαστικά το κοινωνικό status της γυναίκας.[8]
Η θέση του στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία
Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι Αριστοφάνης ο Βυζάντιος και Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη εξέδωσαν τα ποιήματα του Ανακρέοντα σε 5 βιβλία. Η θέση του στον Κανόνα των εννέα μεγάλων λυρικών ποιητών ήταν δίπλα στον Αλκαίο και τη Σαπφώ. Ήδη η Αρχαιότητα είχε επαινέσει την πλούσια σε αποχρώσεις και παραστατικότητα απλή ιωνική του διάλεκτο. Όσο για τη μορφή των ποιημάτων του ο Ανακρέοντας χρησιμοποίησε κυρίως ιάμβους, χοριάμβους, γλυκώνειους και φερεκράτειους.[9]
Ως Ανακρεόντεια λογίζονται στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας:
Α: όλες οι ποιητικές συνθέσεις σε καταληκτικό ιαμβικό δίμετρο ή ανακλώμενο ιωνικό δίμετρο στίχο που μιμούνται τα ερωτικά και συμποτικά ποιήματα του Ανακρέοντα
Β: Κυρίως η συλλογή 60 υποβολιμαίων ποιημάτων που παραδίδονται στο τέλος του χειρογράφου της Παλατινής Ανθολογίας
↑Είναι ενδεικτική η απεικόνιση μιας θεάς που ήρθε στην επιφάνεια στις ανασκαφές του στο Κατάλ Χουγιούκ, στην Ν.Α. Ανατολία με ένα κρανίο ζώου ανάμεσα στα πόδια της ως τελική έκβαση μιας γέννας. (Gimbutas 1991, 224).
↑Ας σημειωθεί εδώ η θέση του Αριστοτέλη (Πολιτικά 1313b) «..καὶ τὰ περὶ τὴν δημοκρατίαν δὲ γιγνόμενα τὴν τελευταίαν τυραννικὰ πάντα, γυναικοκρατία τε περὶ τὰς οικίας, ιν' εξαγγέλλωσι κατὰ των [35] ανδρων, καὶ δούλων άνεσις διὰ τὴν αυτὴν αιτίαν: ουτε γὰρ επιβουλεύουσιν οι δουλοι καὶ αι γυναικες τοις τυράννοις...», σύμφωνα με την οποία η γυναίκα είναι ανατρεπτικό στοιχείο για τη δημοκρατία εξαιτίας της ανυπακοής της και (Ιστορία των Ζώων 581b, 10-15), όπου δίνει έμφαση στο γεγονός ότι οι γυναίκες στη διάρκεια της εφηβείας τους θα πρέπει να είναι υπό παρακολούθηση.
Λυπουρλής Δ. 2001, «Παλαιότερη αρχαία ελληνική λυρική ποίηση» στο Αλεξίου, Ευάγ. κ.α., Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, Τομ. Α΄, Αρχαϊκή και Κλασική Περίοδος, Ε.Α.Π., Πάτρα.
Gimbutas Marija, The Civilization of the Goddess: The world of old Europe, Harper, San Francisco 1991
Reeder Ellen D., (Ed) Pandora: Women in classical Greece, Princeton University Press, Princeton, N. Jersey, 1995