Ο Αντώνης Φωστερίδης (γνωστός και με το πολεμικό του όνομα, Αντών Τσαούς, 1912-1979) ήταν Έλληνας οπλαρχηγός από την περιοχή του Πόντου. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής της Ελλάδας, αναδείχτηκε ηγέτης των εθνικιστών και αντικομμουνιστών ανταρτών της βουλγαροκρατούμενης ζώνης, ερχόμενος σε σύγκρουση με τις αρχές Κατοχής, αλλά και με την έτερη αντιστασιακή οργάνωση της περιοχής, το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Την περίοδο του Εμφυλίου, πολέμησε στο πλευρό των κυβερνητικών δυνάμεων, ενώ μεταπολεμικά διετέλεσε βουλευτής Δράμας με τον Ελληνικό Συναγερμό.
Νεανικά χρόνια
Γεννήθηκε στο χωριό Ερουκλί της Μπάφρας του Πόντου και ήταν αγροφύλακας στις Κρηνίδες Καβάλας. Ο πατέρας του, Κυριάκος, το διάστημα 1918-1922, συμμετείχε στο αντάρτικο των Ελλήνων του Πόντου. Το παρωνύμιο "Τσαούς" το απέκτησε στο στρατό όπου υπηρέτησε ως λοχίας[1].
Κατοχή
Μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα το 1941, η Ανατολική Μακεδονία και η Δυτική Θράκη βρίσκονταν στη Βουλγαρική ζώνη ελέγχου. Ο Αντώνης Φωστερίδης, καταδιωκόμενος από τις βουλγαρικές αρχές για το φόνο της γυναίκας του[2], ανέβηκε στο βουνό, το φθινόπωρο του 1942, και σύντομα αναγνωρίστηκε ως αρχηγός ολιγομελούς ομάδας (15-17 ανδρών), αποτελούμενης από συγχωριανούς του. Η επιβίωσή της εξαρτιόταν από τα χωριά της περιοχής των Κρηνίδων. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για αντιστασιακή δράση αυτής της ομάδας εντός του 1943. Σε συναντήσεις με άλλους εθνικιστές οπλαρχηγούς πέτυχε, τον Οκτώβριο του 1943, συμφωνία για κοινή δράση με άλλες μικρές ανεξάρτητες ομάδες ενάντια στον ΕΛΑΣ.
Συγκρούσεις με τον ΕΛΑΣ
Η στάση των εθνικιστών απέναντι στον ΕΛΑΣ καθορίστηκε όταν, στις 16 Δεκεμβρίου1943, ανεξάρτητες αντάρτικες δυνάμεις υπό το Θεόδωρο Τσακιρίδη στο Παγγαίο[3] δέχτηκαν επίθεση από τον ΕΛΑΣ και αναγκάστηκαν να καταφύγουν προς το Τσαλ Νταγ[4].
Μεταξύ της ένταξης όλων των ομάδων στον ΕΛΑΣ και της σύγκρουσης, ο Αντώνης Φωστερίδης επέλεξε τη δεύτερη, εκτιμώντας και ότι θα είχε την προτίμηση των Συμμάχων και της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης.[5] Αρχικά, εξόντωσε με παρελκυστική τακτική σε ενέδρα μικρή δύναμη του ΕΛΑΣ[6] στη Λεκάνη Καβάλας, την 1η Ιανουαρίου 1944, προτού αυτή ενισχυθεί περισσότερο. Στη συνέχεια, στις 5 Ιανουαρίου, ισχυρές εθνικιστικές ομάδες κύκλωσαν το αρχηγείο του ΕΛΑΣ στο Μποζ Νταγ, σκότωσαν περίπου 4 με 10 ελασίτες και απέσπασαν το Βρετανό σύνδεσμο, Μίλλερ[7].
Ο ταγματάρχης Μίλερ (Γκάι Μίκλεθουεϊτ) διαπίστωσε ότι οι απαγωγείς του ήταν πρόθυμοι να υπακούσουν στις εντολές της εξόριστης κυβέρνησης και του συμμαχικού στρατηγείου και αποφάσισε την ενίσχυσή τους με πολεμικό υλικό, τρόφιμα και χρήμα. Ο Φωστερίδης, ο οποίος, μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου του 1943, είχε υπό τις διαταγές του μόνο ένα μικρό απόσπασμα είκοσι περίπου ανταρτών[8], αναγνωρίστηκε ως γενικός αρχηγός των Εθνικιστικών Ανταρτικών Ομάδων και, από το Φεβρουάριο του 1944, πέρασε σε έντονη δράση εναντίον των Βουλγάρων και του ΕΛΑΣ. Το Μάιο του 1944, η δύναμη των εθνικιστών ανταρτών στο Τσαλ Νταγ έφτασε τους 250 άνδρες.
Δράση στο Καρά-Ντερέ και τη Δράμα
Στα τέλη Μαΐου, οι δυνάμεις μετακινήθηκαν προκειμένου να γίνεται κοινή ενίσχυση των Βούλγαρων παρτιζάνων, αλλά βουλγαρικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ακύρωσαν την προσπάθεια αναγκάζοντας τις Εθνικιστικές Ανταρτικές Ομάδες να μεταφερθούν, στα τέλη Ιουνίου, στο Καρά Ντερέ. Το Σεπτέμβριο του 1944, ο ΕΛΑΣ απελευθέρωνε τις πόλεις σε συμφωνία με τις Βουλγαρικές δυνάμεις, αφού η Βουλγαρία είχε περάσει στο πλευρό των Συμμάχων. Στη Δράμα, όπου ο στρατηγός Σιράκοφ ήταν επιφυλακτικός με την πολιτειακή αλλαγή στη Βουλγαρία, δεν είχε παραδώσει ακόμη την πόλη. Ο Αντώνης Φωστερίδης με το Βρετανό σύνδεσμο επιχείρησαν να αποκλείσουν τον ΕΛΑΣ από τη Δράμα ερχόμενοι σε συμφωνία με το Σιράκοφ, ενώ άλλα μέλη των ΕΑΟ πήγαν με το Μίλλερ για τον ίδιο λόγο στη Σόφια. Ο Σιράκοφ τελικά δεν τήρησε κάποια συμφωνία με τους εθνικιστές κατόπιν της πολιτειακής αλλαγής στη Βουλγαρία αλλά και της εξέγερσης αντιφασιστών Βουλγάρων στρατιωτών στο 2ο Σώμα στρατού που έλεγχε[9]. Ενωμένες δυνάμεις ελασιτών και του πλέον συμμαχικού βουλγαρικού στρατού κινήθηκαν εναντίον των ομάδων Φωστερίδη επικρατώντας μέχρι και την 11η Οκτωβρίου, όταν λόγω διεθνών και ελληνικών πιέσεων ξεκίνησε η αποχώρηση των βουλγαρικών στρατευμάτων από το ελληνικό έδαφος[10].
Δεκεμβριανά
Οι εχθροπραξίες επαναλήφθηκαν την 1η Δεκεμβρίου1944, όταν δυνάμεις του ΕΛΑΣ με το πρόσχημα της συμφωνίας Σιράκοφ - Φωστερίδη επιτέθηκαν κατά των θέσεων των ΕΑΟ καταφέρνοντας να τις εκτοπίσουν γρήγορα στους ορεινούς όγκους της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης[11].
Τον ίδιο Δεκέμβριο, ο Φωστερίδης βρισκόταν στην Αθήνα για επαφές με την ελληνική κυβέρνηση και στα Δεκεμβριανά πολέμησε στο στρατόπεδο της Χωροφυλακής στο Μακρυγιάννη[εκκρεμεί παραπομπή].
Εμφύλιος Πόλεμος
Στον Εμφύλιο Πόλεμο ήταν επικεφαλής δικής του ομάδας, αρχικά στη Θράκη και το 1947 στην Ανατολική Μακεδονία. Τον Αύγουστο το 1948, του απονεμήθηκε ο βαθμός του αντισυνταγματάρχη πυροβολικού και ορίστηκε διοικητής του "Τάγματος Φωστερίδη" στο οποίο στρατεύτηκαν πολλά μέλη των πρώην ανταρτικών ομάδων του.
Πολιτική ζωή
Το 1952 εκλέχτηκε βουλευτής Δράμας με τον Ελληνικό Συναγερμό. Πέθανε στη Δράμα στις 30 Αυγούστου 1979 από ανίατη ασθένεια.[12]. Πέθανε στην Αθήνα στις 30 Αυγούστου του 1979, ύστερα από μακροχρόνια ασθένεια, και τάφηκε στη Δράμα.[13]
Άλλες απόψεις
Το ΕΑΜ κατηγόρησε το Φωστερίδη ότι συνεργάστηκε στην πράξη με τους Βούλγαρους. Για κάτι τέτοιο δεν υπάρχουν αποδείξεις, αν και κατηγορίες επαναλαμβάνονται και μέχρι σήμερα[14]. Όμως, πολλοί αντάρτες, που προηγουμένως είχαν σχέσεις με δοσίλογα τμήματα, εντάχθηκαν στους σχηματισμούς του, ενώ υπήρχε περίπτωση όπου είχαν πάρει την άδεια των βουλγαρικών δυνάμεων κατοχής να διέλθουν από τα κατεχόμενα εδάφη, κατά τον Αύγουστο του 1944, και να ενταχθούν στο σώμα του[15].
↑Μαραντζίδης, Νίκος (2006). «Οι ένοπλοι εθνικιστές αρχηγοί της Κατοχής στη Βόρεια Ελλάδα». Στο: Νίκος Μαραντζίδης, επιμ. Οι άλλοι Καπετάνιοι. Εστία. σελ. 50. ISBN960051237X. και Χατζηαναστασίου Τάσος, Αντάρτες και Καπετάνιοι, εκδοτικός οίκος αδελφών Κυριακίδη, 2003, σελ. 41
↑Ο Θωμάς Τσακιρίδης είχε συμφωνήσει να προσχωρήσει στον ΕΛΑΣ διατηρώντας όμως την ανεξαρτησία του (Χατζηαναστασίου Τάσος, Αντάρτες και Καπετάνιοι, 2003, σελ. 98)
↑Χατζηαναστασίου Τάσος, Αντάρτες και Καπετάνιοι, 2003, σελ. 108-109
↑Παρμενίων Παπαθανασίου, Για τον ελληνικό Βορρά, εκδόσεις Παπαζήσης, τόμος Β', σελ. 608-610 και Χατζηαναστασίου Τάσος, Αντάρτες και Καπετάνιοι, 2003, σελ. 138-139
↑Χατζηαναστασίου Τάσος, Αντάρτες και Καπετάνιοι, 2003, σελ. 112
↑Σχέσεις ΚΚΕ και Διεθνούς Κομμουνιστικού Κέντρου, Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, Γρηγόρης Φαράκος, Ελληνικά Γράμματα, 2004, σελ. 137
↑Παρμενίων Παπαθανασίου, Για τον ελληνικό Βορρά, εκδόσεις Παπαζήσης, τόμος Β', σελ. 933-936
↑Παρμενίων Παπαθανασίου, Για τον ελληνικό Βορρά, εκδόσεις Παπαζήσης, τόμος Β', σελ. 741-761
↑Τάσος Χατζηαναστασίου, «Οι εθνικιστές οπλαρχηγοί στη βουλγαροκρατούμενη Μακεδονία και Θράκη», στο:Νίκος Μαρατζιδης (επίμ), Οι άλλοι καπετάνιοι. Αντικομμουνιστές ένοπλοι στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου, εκδ.Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 2006, σελ227