Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 07/02/2020.
Ο πόλεμος ξέσπασε μεταξύ του 1805 – 1806, στη σκιά των Ναπολεόντειων Πολέμων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενθαρρυμένη από την ήττα της Ρωσίας στη Μάχη του Άουστερλιτς (Austerlitz), καθαίρεσε τους ρωσόφιλους οσποδάρους των υποτελών σε αυτή κρατών της Μολδαβίας (Αλέξανδρος Μουρούζης) και Βλαχίας (Κωνσταντίνος Υψηλάντης). Ταυτόχρονα, οι Γάλλοι σύμμαχοι των Τούρκων κατέλαβαν τη Δαλματία και απειλούσαν να διεισδύσουν στα Παραδουνάβια Πριγκιπάτα ανά πάσα στιγμή. Προκειμένου να διασφαλίσει τα ρωσικά σύνορα ενάντια σε μία πιθανή γαλλική επίθεση, ένα ρωσικό στρατιωτικό απόσπασμα 40.000 στρατιωτών προωθήθηκε στη Μολδαβία και τη Βλαχία. Ο Σουλτάνος αντέδρασε αποκλείοντας τα Δαρδανέλια για τα ρωσικά πλοία και κηρύττοντας τον πόλεμο στη Ρωσία.
Σε αυτό το σημείο υπογράφτηκαν μεταξύ Ρώσων και Γάλλων οι συνθήκες του Τιλσίτ (Peace of Tilsit). Ο Αλέξανδρος Α΄ της Ρωσίας, μετά από προτροπή του Ναπολέοντα να υπογράψει ανακωχή με τους Τούρκους, χρησιμοποίησε την παύση των πολεμικών επιχειρήσεων για να μεταφέρει περισσότερους Ρώσους στρατιώτες από την Πρωσία στη Βεσσαραβία. Όταν ο στρατός του Νότου έφτασε τις 80.000 άνδρες και οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν, ο εβδομηνταεξάχρονος επικεφαλής διοικητής Προζορόφσκι (Prozorovsky), σημείωσε μικρή πρόοδο για περισσότερο από ένα χρόνο. Τον Αύγουστο του 1809 αντικαταστάθηκε από τον Πρίγκηπα Μπαγκρατιόν (Pyotr Bagration), ο οποίος άμεσα πέρασε το Δούναβη και κατέλαβε την επαρχία Δοβρουτσά (Dobruja). Ο Μπαγκρατιόν κινήθηκε για να πολιορκήσει την πόλη Σιλίστρα (Silistria), μαθαίνοντας όμως ότι ο Τουρκικός Στρατός, δύναμης 50.000 ανδρών, πλησιάζει την πόλη, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Δοβρουτσά και να υποχωρήσει στη Βεσσαραβία.
Το 1810 οι εχθροπραξίες άρχισαν εκ νέου από τα αδέρφια Καμένσκυ (Kamensky), τα οποία νίκησαν τις οθωμανικές ενισχύσεις που κατευθύνονταν προς τη Σιλίστρα και εκδίωξαν τους Τούρκους από το Πάζαρτζικ (Pazardzhik) στις 22 Μαΐου. Η ήττα αυτή των Τούρκων έφερε τη Σιλίστρα σε δεινή θέση και η φρουρά της πόλης παραδόθηκε στις 30 Μαΐου. Δέκα μέρες αργότερα, ο Καμένσκυ άρχισε την πολιορκία ενός άλλους ισχυρού οχυρού, αυτού της πόλης Σούμλα (Shumla). Η έφοδός του προς το φρούριο αποκρούστηκε με μεγάλες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές (ανάμεσα στους νεκρούς ήταν ο Εμμανουήλ Παπαδόπουλος, Ρώσος Υποστράτηγος, ελληνικής καταγωγής), ενώ περισσότερη αιματοχυσία επήλθε κατά τη δολοφονική έφοδο στην πόλη Ρους (Rousse), στις 22 Ιουλίου. Το οχυρό της Ρους αντιστάθηκε στις επιθέσεις των Ρώσων μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου, και μετά από τον αιφνιδιασμό ενός μεγάλου τουρκικού αποσπάσματος και την εκδίωξή του στο Μπατύν (Batyn) από τον στρατό του Καμένσκυ στις 26 Αυγούστου. Λίγο αργότερο ο Καμένσκυ πέθανε και ο νέος διοικητής, Μιχαήλ Κουτούζοφ (Mikhail Kutuzov), εγκατέλειψε τη Σιλίστρα και άρχισε σταδιακά να υποχωρεί προς το Βορρά.
Αποτελέσματα
Η υποχώρηση του Κουτούζοφ προκάλεσε τον Τούρκο διοικητή, Αχμέτ Πασά (Ahmet Pasha), να οδηγήσει τις 60.000 άνδρες του ενάντια στο Ρωσικό Στρατό. Η μάχη έλαβε χώρα στις 22 Ιουνίου1811 κοντά στην πόλη Ρους. Παρόλο που η επίθεση αποκρούσθηκε, ο Κουτούζοφ διέταξε τις δυνάμεις του να διαβούν το Δούναβη πίσω στη Βεσσαραβία. Περισσότεροι από 9.000 Οθωμανοί σφαγιάστηκαν εκείνη τη νύχτα, υποχρεώνοντας τον Αχμέτ Πασά να παραδοθεί στον Κουτούζοφ στις 23 Νοεμβρίου 1811.