Ο Ρέμπραντ Χάρμενσοον φαν Ράιν (Ολλανδικά: Rembrandt Harmenszoon van Rijn, IPA: [ˈrɛmbrɑnt ˈɦɑrmə(n)soːn vɑn ˈrɛin], 15 Ιουλίου1606 - 4 Οκτωβρίου1669), γνωστός ευρύτερα ως Ρέμπραντ,[22] ήταν πολύ σημαντικός Ολλανδόςζωγράφος και χαράκτης του 17ου αιώνα, που σήμερα συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων ζωγράφων όλων των εποχών.
Το όνομά του συμβολίζει την περίοδο της «χρυσής εποχής» της Ολλανδίας, στην οποία ανήκει χρονικά το έργο του. Φιλοτέχνησε συνολικά περίπου 890 πίνακες, περισσότερα από 1000 σχέδια ζωγραφικής και περίπου 430 χαρακτικά,[23] αν και μέρος των έργων που αποδίδονται στον Ρέμπραντ –κυρίως έργα ζωγραφικής και σχέδια– αμφισβητείται. Περισσότερο στο πρώιμο και λιγότερο στο ύστερο έργο του, κυριάρχησαν οι προσωπογραφίες, ωστόσο διακρίθηκε σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, αναπαριστώντας επίσης, τοπιογραφίες, καθώς και ιστορικές, βιβλικές, μυθολογικές ή αλληγορικές σκηνές. Το σύνολο του έργου του χαρακτηρίζεται στην πορεία του χρόνου από εκτεταμένες και βαθιές αλλαγές στο ύφος του, ένδειξη μίας διαρκούς αναζήτησης. Ακόμη σε κάθε μεμονωμένο έργο ή εκδοχή του, παρατηρούνται συνεχείς μετασχηματισμοί πριν την κατάληξη σε μία τελική εικαστική μορφή.[24]
Γεννημένος στο Λέιντεν της Ολλανδίας, φοίτησε στο λατινικό σχολείο και στο πανεπιστήμιο της πόλης, ωστόσο πολύ σύντομα στράφηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική, μαθητεύοντας στο πλευρό διακεκριμένων καλλιτεχνών της εποχής, όπως του Γιάκομπ Ίσαακ φαν Σβάνενμπουρχ και αργότερα του Πίτερ Λάστμαν. Ως αυτόνομος ζωγράφος, φιλοτέχνησε τα πρώτα έργα του στο Λέιντεν, στο ίδιο εργαστήριο με τον Γιαν Λίφενς, πριν εγκατασταθεί στο Άμστερνταμ. Κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να διακριθεί, αναλαμβάνοντας σημαντικές παραγγελίες και αποκτώντας μεγάλη φήμη τόσο στην Ολλανδία όσο και διεθνώς. Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα, σημαντικά οικονομικά προβλήματα οδήγησαν στην πτώχευσή του, παρά το γεγονός πως η φήμη του παρέμεινε σχεδόν ακλόνητη ενόσω ζούσε, αλλά και μετά το θάνατό του.
Βιογραφία
Ο Ρέμπραντ γεννήθηκε στις 15 Ιουλίου1606 στο Λέιντεν της Ολλανδίας και ήταν το δεύτερο νεότερο από τα παιδιά του Χάρμεν φαν Ράιν (Harmen Gerritsz. van Rijn, π. 1568–1630) και της Κορνηλίας (Νεέλτχεν) φαν Ζόιτμπρουκ (Cornelia (Neeltgen) Willemsdr. van Zuytbrouck, 1568–1640). Ο πατέρας του ήταν μυλωνάς και συνιδιοκτήτης, από το 1589, ενός μύλου που έφερε το επώνυμό του, στην όχθη του Ρήνου, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη εύπορου φούρναρη. Μαζί απέκτησαν δέκα παιδιά, από τα οποία επιβίωσαν τελικά τα επτά. Κύρια πηγή πληροφοριών για τα νεανικά χρόνια του Ρέμπραντ αποτελεί η βιογραφία του Γιαν Γιάνσον Όρλερς (Jan Janszoon Orlers), γραμμένη το 1641, σύμφωνα με την οποία ο Ρέμπραντ σπούδασε στο λατινικό σχολείο της πόλης, όπου διδάχθηκε λατινικά, ελληνικά, κλασική λογοτεχνία και Ιστορία, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας ειδικεύτηκαν ως τεχνίτες ή έμποροι. Το Μάιο του 1620 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, ωστόσο σύμφωνα με τον Orlers δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του καθώς, κατόπιν επιθυμίας του ίδιου, ξεκίνησε να εκπαιδεύεται ως ζωγράφος. Αρχικά μαθήτευσε, για τρία χρόνια, στο πλευρό του διακεκριμένου Ολλανδού ζωγράφου Γιάκομπ φαν Σβάνενμπουρχ (Jacob van Swanenburgh, 1571–1638), ο οποίος διέθετε εργαστήριο στο Λέιντεν και είχε εργαστεί στο παρελθόν στην Ιταλία.[25] Δεύτερος δάσκαλος του Ρέμπραντ, για διάστημα έξι μηνών, υπήρξε ο φημισμένος ζωγράφος Πίτερ Λάστμαν, που εργαζόταν στο Άμστερνταμ. Αν και συντομότερη, η μαθητεία του στο εργαστήριο του Λάστμαν θεωρείται πως επέδρασε αποφασιστικά στην εξέλιξη της τεχνοτροπίας του. Η επιλογή του Ρέμπραντ να παραμείνει στην Ολλανδία μπορεί να θεωρηθεί ασυνήθιστη, καθώς ήταν αρκετά διαδεδομένη πρακτική των νέων και φιλόδοξων ζωγράφων να ταξιδεύουν στην Ιταλία. Ο Λάστμαν διακρινόταν κυρίως για τις ιστορικές συνθέσεις του, στα πρότυπα του Ραφαήλ, γεγονός που μάλλον μαρτυρά πως ο Ρέμπραντ επιθυμούσε να ακολουθήσει ανάλογη θεματολογία. Οι ιστορικοί πίνακες, αποτελούσαν ένα από τα δυσκολότερα είδη ζωγραφικής, καθώς απαιτούσαν συνδυασμό γνώσεων και ικανότητα σε αρκετά είδη όπως η τοπιογραφία ή οι προσωπογραφίες και η ρεαλιστική αναπαράσταση των ανθρώπινων εκφράσεων και χειρονομιών. Αν και δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς μαθήτευσε στο εργαστήριο του Λάστμαν, τα πρώτα έργα του Ρέμπραντ, που χρονολογούνται το 1625-26, εμφανίζουν σημαντικές επιρροές από την τεχνοτροπία τού δασκάλου του και θεωρείται εξίσου πιθανό να φιλοτεχνήθηκαν στο Λέιντεν, μετά την επιστροφή του από το Άμστερνταμ, ή υπό την εποπτεία του Λάστμαν στο εργαστήριό του. Ο βιογράφος του Ρέμπραντ, Άρνολντ Χαουμπράκεν (1660-1719), αναφέρει επίσης ως δάσκαλό του τον Γιάκομπ Πάινας (Jakob Pynas) (π. 1585-1650).
Το 1626, ο Ρέμπραντ επέστρεψε στο Λέιντεν με σκοπό να εργαστεί ως αυτόνομος ζωγράφος. Το επόμενο διάστημα ολοκλήρωσε τα έργα της πρώτης δημιουργικής του περιόδου, στο εργαστήριο που μοιραζόταν με τον Γιαν Λίφενς (1607-74). Είναι πολύ πιθανό πως οι δύο ζωγράφοι άσκησαν επιρροή μεταξύ τους, ενώ το γεγονός πως φιλοτέχνησαν πίνακες της ίδιας θεματολογίας ενδεχομένως να υποδηλώνει πως συνυπήρχε το στοιχείο του ανταγωνισμού. Σύντομα, ο Ρέμπραντ άρχισε να δέχεται αρκετές παραγγελίες, έχοντας αποκτήσει φήμη ως ζωγράφος, γεγονός στο οποίο συνέβαλε και η συνεργασία του με τον έμπορο τέχνης Χέντρικ φαν Όιλενμπουρχ και πιστοποιείται εν μέρει από την επίσκεψη στο εργαστήριό τους, τού γραμματέα του πρίγκιπα Φρέντερικ Χέντρικ, ο οποίος εξελίχθηκε σε σημαντικό μαικήνα του. Στο Λέιντεν, ο Ρέμπραντ ολοκλήρωσε τα πρώτα χαρακτικά έργα του, ενώ απέκτησε επίσης τους πρώτους μαθητές του. Η φήμη και το έργο του Ρέμπραντ αποτελούσαν πόλο έλξης νέων ζωγράφων που επιθυμούσαν να εργαστούν στο εργαστήριό του, κυρίως μετά το πρώτο στάδιο τής βασικής εκπαίδευσής τους. Θεωρείται πιθανό πως ορισμένοι από τους μαθητές του, όπως ο Isack Jourderville (π. 1613-48), υπήρξαν αργότερα βοηθοί του.
Πιθανώς στα τέλη του 1631 ο Ρέμπραντ εγκατέλειψε οριστικά τη γενέτειρά του με προορισμό το Άμστερνταμ που αποτελούσε σημαντικό εμπορικό κέντρο και αναπτυσσόταν με ταχείς ρυθμούς. Σχετικά με την άφιξη του Ρέμπραντ στο Άμστερνταμ δεν είναι κοινά αποδεκτό πως συνέβη το 1631. Ορισμένοι μελετητές του έργου του, υποστηρίζουν πως για ένα διάστημα μοίρασε το χρόνο του μεταξύ Λέιντεν και Άμστερνταμ, χωρίς να έχει εγκατασταθεί μόνιμα στην ολλανδική πρωτεύουσα. Νωρίτερα, είχε επενδύσει χρήματα στην επιχείρηση του Όιλενμπουρχ και τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια εργάστηκε ο ίδιος στο εργαστήριό του, το οποίο αναλάμβανε πολυάριθμες παραγγελίες για προσωπογραφίες, αντιγραφές και αποκαταστάσεις πινάκων. Εκεί γνώρισε πιθανότατα την Σάσκια φαν Όιλενμπουρχ (1612-42), ανιψιά του εμπόρου έργων τέχνης και κόρη εύπορης οικογένειας, την οποία παντρεύτηκε στις 22 Ιουνίου του 1634 στο παρεκκλήσι της Αγίας Άννας του Φρίσλαντ. Τον ίδιο χρόνο, έγινε μέλος στη Συντεχνία του Αγίου Λουκά στο Άμστερνταμ. Στις 15 Δεκεμβρίου του επόμενου έτους βαφτίστηκε ο πρώτος του γιος, με το όνομα Ρουμπάρτους, ο οποίος όμως πέθανε περίπου δύο μήνες αργότερα. Την ίδια τύχη είχαν οι δύο κόρες τους, βαφτισμένες και οι δύο με το όνομα Κορνέλια, και γεννημένες το 1638 και 1639 αντίστοιχα, οι οποίες έζησαν μόλις δύο εβδομάδες. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1641, βαφτίστηκε ο δεύτερος γιος τους, Τίτους φαν Ράιν, στο Άμστερνταμ, την ίδια περίοδο που η φήμη του Ρέμπραντ είχε εξαπλωθεί και αποτελούσε έναν από τους κορυφαίους ζωγράφους τής πόλης. Ο Άγγλος ταξιδιώτης Peter Mundy, επισκεπτόμενος το Άμστερνταμ το 1640 εκθείασε τον Ρέμπραντ περιγράφοντάς τον ως εξαίρετο στην τέχνη της ζωγραφικής, ενώ ο Όρλερς ανέφερε πως ήταν ο πλέον αναγνωρισμένος ζωγράφος του αιώνα.
Στις 14 Ιουνίου του 1642, πέθανε η σύζυγός του από φυματίωση, γεγονός που τον επηρέασε σε μεγάλο βαθμό, σε μία περίοδο που υπήρξε γενικά πηγή πολλών προσωπικών και νομικών προβλημάτων στη ζωή του Ρέμπραντ. Μετά το θάνατο της Σάσκια, προσέλαβε για βοήθεια την Χέιρτγε Ντιρξ (Geertje Dirckx, π. 1600/15-1656), η οποία ανέλαβε προσωρινά τη φροντίδα τού γιου του, πριν αντικατασταθεί από την Χέντρικγε Στόφελς. Ο Ρέμπραντ διατήρησε σχέσεις με την Ντιρξ, η οποία περιέλαβε τον γιο του στη διαθήκη της αλλά αργότερα μήνυσε τον Ρέμπραντ για αθέτηση υπόσχεσης γάμου. Τελικά, εκείνος αναγκάστηκε να της αποδίδει ένα ετήσιο επίδομα. Πιθανώς από διάθεση εκδίκησης, ο Ρέμπραντ, με τη βοήθεια του αδελφού τής Γκέερτγε, ξεκίνησε μία προσπάθεια δυσφήμισής της, η οποία οδήγησε στην καταδίκη και φυλάκισή της μέχρι το 1655, στη φυλακή της Γκούντα. Η Χέντρικγε Στόφελς αποτέλεσε σύντροφο του Ρέμπραντ μέχρι το τέλος της ζωής της και μαζί απέκτησαν μία κόρη, η οποία βαφτίστηκε με το όνομα Κορνέλια, στις 30 Οκτωβρίου του 1654. Τον ίδιο χρόνο, η Χέντρικγε οδηγήθηκε στο Συμβούλιο της Εκκλησίας του Άμστερνταμ, κατηγορούμενη για ανηθικότητα, εξαιτίας της συγκατοίκησής τους. Την ίδια περίοδο, παρά τη φήμη που διατηρούσε, ο Ρέμπραντ αντιμετώπισε σημαντικά οικονομικά προβλήματα, κυρίως εξαιτίας κακής διαχείρισης τής περιουσίας του, δημιουργώντας χρέη τα οποία δεν ήταν τελικά σε θέση να πληρώσει. Το 1656, δήλωσε πτώχευση και δημοπρατήθηκε το σπίτι και μέρος της συλλογής έργων τέχνης που είχε δημιουργήσει, χωρίς ωστόσο τα έσοδα να καλύψουν ολόκληρο το ποσό των χρεών του. Η διαδικασία εκχώρησης περιουσιακών στοιχείων του αποτελεί σήμερα πρωτογενή πηγή από την οποία αντλούνται πληροφορίες για τα υπάρχοντά του και αντικείμενα της συλλογής του κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή. Μεταξύ των 22 βιβλίων που περιέχονταν στη βιβλιοθήκη του, συγκαταλέγονται βιβλία τέχνης, όπως η σπουδή του Άλμπρεχτ Ντύρερ για τις αναλογίες και ένα γερμανικό βιβλίο με ξυλογραφίες, ένα αντίτυπο της τραγωδίας Medea του Γιαν Σιξ, ένα έργο του Ιώσηπου φιλοτεχνημένο από τον Ελβετό ζωγράφο Τομπίας Στίμερ, καθώς και μία έκδοση της Βίβλου.[26] Δύο χρόνια αργότερα, μετακόμισε μαζί με το γιο του και την Χέντρικγε στο Ρόζενχραχτ (Rozengracht), ενώ το 1660, το εργαστήριό του μεταφέρθηκε στο όνομά τους, με τον Ρέμπραντ να αποτελεί τυπικά υπάλληλό τους, εξακολουθώντας να έχει μαθητές και να αναλαμβάνει παραγγελίες. Παρά τα οικονομικά και προσωπικά προβλήματα που είχαν προηγηθεί, οι πίνακες που φιλοτέχνησε την περίοδο αυτή μαρτυρούν πως η κοινωνική και καλλιτεχνική του θέση δεν επηρεάστηκαν από τις εξελίξεις. Τον Ιούλιο του 1663 σημειώθηκε ο θάνατος της Χέντρικγε Στόφελς, αφήνοντας τον γιο του ως μοναδικό διαχειριστή των οικονομικών του υποθέσεων. Ο Τίτους παντρεύτηκε στις 28 Φεβρουαρίου του 1668 την Μαγκνταλένα φαν Λόο (Magdalena van Loo), κόρη ενός οικογενειακού φίλου, ωστόσο πέθανε έξι μήνες αργότερα από πανούκλα, ενώ η σύζυγός του κυοφορούσε την κόρη τους, η οποία βαφτίστηκε στις 22 Μαρτίου του 1669. Ο Ρέμπραντ πέθανε την ίδια χρονιά, στις 4 Οκτωβρίου, και ενταφιάστηκε στην εκκλησία Βέστερκερκ, σε άγνωστο σημείο. Μετά το θάνατό του, πραγματοποιήθηκε καταγραφή της περιουσίας του, χωρίς ωστόσο να καταγραφούν λεπτομερώς οι πίνακες που βρέθηκαν στη συλλογή του.
Έργο
Πρώιμα έργα και η περίοδος στο Λέιντεν
Τα πρώιμα έργα του Ρέμπραντ, που ολοκληρώθηκαν κατά την περίοδο της εκπαίδευσής του δίπλα στον Σβάνενμπουρχ, δεν διασώζονται εκτός από δύο πίνακες που τού αποδίδονται, χωρίς ωστόσο να μπορεί να πιστοποιηθεί η αυθεντικότητά τους. Ο Λιθοβολισμός του αγίου Στεφάνου (1626, Λυών, Μουσείο Καλών Τεχνών) είναι το παλαιότερο σωζόμενο έργο του και φέρει στοιχεία που μαρτυρούν την επίδραση του Λάστμαν. Στο έργο Ο γάιδαρος του προφήτη Βαλαάμ (1626, Μουσείο Cognacq-Jay), ο Ρέμπραντ βασίστηκε σε μία ανάλογη σκηνή του Λάστμαν, αποδίδοντας όμως με ακόμη μεγαλύτερη εκφραστικότητα τις κινήσεις των μορφών.[27] Στον πίνακα Η Βάφτιση του ευνούχου (1626, Catharijneconvent), που αναγνωρίστηκε ως έργο του Ρέμπραντ το 1976, χρησιμοποίησε επίσης μορφές και λεπτομέρειες από μία ή περισσότερες εκδοχές τού δασκάλου του, πάνω στο ίδιο θέμα. Όπως και με ένα ακόμη από τα πρώιμα έργα του, την Εκδίωξη των εμπόρων από το ναό (1626, Μουσείο Πούσκιν), ο Ρέμπραντ προσπάθησε από νωρίς να διακριθεί ως «ιστορικός ζωγράφος», ασκούμενος στην έκφραση των προσώπων και των χειρονομιών, έτσι ώστε να αποδώσει πιστά τα ανθρώπινα «πάθη», δηλαδή την ψυχική κατάσταση και έκφραση των μορφών. Μία ριζική αλλαγή στο ύφος των έργων του παρατηρήθηκε στα τέλη του 1626 και αφορούσε στη χρήση του φωτός. Ο Ρέμπραντ επέλεξε να φωτίζει πολύ έντονα τις σημαντικές στιγμές της δράσης, πρακτική που ακολούθησε σχεδόν σε όλα τα μεταγενέστερα έργα του, αφήνοντας παράλληλα μεγάλο τμήμα του χώρου στη σκιά. Ακολουθώντας ανάλογη πορεία με τον Καραβάτζιο, ο Ρέμπραντ χρησιμοποίησε με δεξιοτεχνία τα στοιχεία του φωτισμού και των φωτοσκιάσεων, προκειμένου να δώσει έμφαση στη δραματικότητα των σκηνών, θυσιάζοντας συχνά πολλές λεπτομέρειες τής σύνθεσης. Χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της πρακτικής αποτέλεσαν θρησκευτικές και βιβλικές σκηνές που φιλοτέχνησε, όπως Η Υπαπαντή (π. 1627, Hamburger Kunshalle) και η Συζήτηση σοφών (Πέτρος και Παύλος;) (1628, Εθνική Πινακοθήκη Βικτόρια). Στην Υπαπαντή, όπως και σε άλλα έργα, ο Ρέμπραντ απέδωσε με δραματικό τρόπο το φωτισμό, έτσι ώστε να αποτελεί ουσιαστικά συμπληρωματικό στοιχείο της δράσης. Η κατεύθυνση του φωτός δε συμφωνεί απαραίτητα με τον φυσικό φωτισμό της σκηνής. Υποθέτουμε πως το φως διέρχεται από ένα παράθυρο της στέγης του ναού, ενώ το σκοτάδι που κυριαρχεί στο χώρο αποκλείει την ύπαρξη άλλων παραθύρων.
Την περίοδο κατά την οποία εργαζόταν στο Λέιντεν, ο Ρέμπραντ μοιράστηκε το ίδιο εργαστήριο με τον ζωγράφο Γιαν Λίφενς και θεωρείται πιθανό πως υπήρξε συναγωνισμός μεταξύ τους. Τα αυτοβιογραφικά κείμενα του γραμματέα του πρίγκιπα και διπλωμάτη Κονσταντίν Χόυχενς, που επισκέφτηκε το εργαστήριό τους το 1628, αποτελούν τις πρώτες κριτικές αναφορές σχετικά με την τέχνη του Ρέμπραντ, προσφέροντας επιπλέον συγκρίσεις με το έργο του Λίφενς. Ο Χόυχενς επαίνεσε το έργο και των δύο ζωγράφων, επισημαίνοντας την τάση του Ρέμπραντ να φιλοτεχνεί πίνακες μικρότερων διαστάσεων από τους αντίστοιχους του Λίφενς, της ίδιας θεματολογίας.[23] Μαζί με τον Λίφενς, ο Ρέμπραντ ανέπτυξε ένα νέο τύπο ζωγραφικής (tronie) που αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, συνδυασμό προσωπογραφίας και ιστορικής ζωγραφικής. Σε αυτό το είδος, ο Ρέμπραντ πειραματίστηκε κυρίως με διαφορετικές στάσεις ή εκφράσεις, όπως για παράδειγμα στην Αυτοπροσωπογραφία με ανοιχτό στόμα (1629, Alte Pinakothek). Κατά τα τελευταία χρόνια της παραμονής του στο Λέιντεν, φιλοτέχνησε μία σειρά από βιβλικές σκηνές, καθώς και έργα που αναπαριστούσαν μόνο μία ανθρώπινη μορφή, όπως Ο προφήτης Ιερεμίας θρηνώντας για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ (1630, Ρέικσμουζεουμ) και Ο Απόστολος Παύλος στη φυλακή (1627, Κρατική Πινακοθήκη Στουτγκάρδης). Σημαντικό στοιχείο της δομής των πινάκων αυτών, αποτελεί το γεγονός πως η απεικόνιση μόνο μίας μορφής ανάγεται σε ιστορική αφήγηση, παρά την απουσία δράσης που θα υποδήλωνε ή θα μαρτυρούσε τα γεγονότα. Ανάμεσα στους σημαντικότερους πίνακες της περιόδου του Λέιντεν, ανήκει επίσης η ελαιογραφία με τίτλο Υπαπαντή (1631, Mauritshuis), έργο που συνδυάζει την έμφαση στη λεπτομέρεια και τα πλούσια εκφραστικά μέσα που ανέπτυξε ο Ρέμπραντ στην απόδοση και χρήση ενός δραματικού φωτισμού της σκηνής.
Στο εργαστήριο του Λέιντεν, ο Ρέμπραντ ολοκλήρωσε επίσης τα πρώτα χαρακτικά έργα του, το παλαιότερο από τα οποία χρονολογείται το 1626. Τα επόμενα χρόνια, σημείωσε αξιοσημείωτη εξέλιξη στην οξυγραφία και τη χάραξη με βελόνα, επιτυγχάνοντας την απόδοση φωτοσκιάσεων, όπως για παράδειγμα στην Ανάσταση του Λαζάρου (π. 1632, Ρέικσμουζεουμ), έργο για το οποίο δανείστηκε μορφές από την ομώνυμη ελαιογραφία του. Ολοκλήρωσε επίσης μία σειρά από χαρακτικά με αυτοπροσωπογραφίες του, τα οποία αποτελούσαν πιθανότατα σπουδές πάνω σε διαφορετικές εκφράσεις του προσώπου.
Η περίοδος στο Άμστερνταμ: 1631-42
Μετά την εγκατάστασή του στο Άμστερνταμ και τη στενή συνεργασία του με τον έμπορο έργων τέχνης Χέντρικ φαν Όιλενμπουρχ , ο Ρέμπραντ ανέλαβε τις πρώτες παραγγελίες για προσωπογραφίες, μεταξύ αυτών το πορτρέτο τού εμπόρου και φίλου τού Όιλενμπουρχ Nicolaes Ruts, καθώς και το ομαδικό πορτρέτο Μάθημα ανατομίας του καθηγητή Τουλπ (1632, Mauritshuis), το οποίο φιλοτεχνήθηκε για τη Συντεχνία των Χειρουργών του Άμστερνταμ και αποτελεί παράλληλα ένα είδος ιστορικής καταγραφής των μαθημάτων ανατομίας που παραδόθηκαν τον Ιανουάριο του 1632 από τον Νικολάες Τουλπ. Η συγκεκριμένη σύνθεση του Ρέμπραντ δεν ακολουθεί τα παραδοσιακά πρότυπα των ομαδικών προσωπογραφιών. Απέδωσε τη σκηνή με ξεχωριστό τρόπο, απεικονίζοντας τα πρόσωπα όχι το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά γύρω από το υπό εξέταση πτώμα. Τόσο οι μύες όσο και οι τένοντες του χεριού, απεικονίζονται ρεαλιστικά και σύμφωνα με τις ανατομικές γνώσεις της εποχής. Θεωρείται πιθανό πως ο Ρέμπραντ απέκτησε κάποιες βασικές γνώσεις γύρω από την ανατομία του ανθρώπινου σώματος, πιθανώς έχοντας μελετήσει το έργο του Αντρέα Βεσάλιους, του οποίου γύψινα εκμαγεία χεριών βρέθηκαν στα υπάρχοντα του Ρέμπραντ μετά το θάνατό του.
Οι προσωπογραφίες του Ρέμπραντ δεν ανταποκρίνονταν πάντα στις παραδοσιακές μορφές παρουσίασης. Συχνά συνέθετε πορτρέτα στα πρότυπα των ιστορικών πινάκων του, ενώ σε περιπτώσεις που οι παραγγελιοδότες του δεν το επέτρεπαν, ακολουθούσε την παραδοσιακή τεχνοτροπία που κυριαρχούσε. Το γεγονός πως έλαβε παραγγελίες από επιφανείς προσωπικότητες αποτελεί ένδειξη πως οι προσωπογραφίες του ήταν εξαιρετικά ακριβείς και ρεαλιστικές απεικονίσεις. Ο Χόυχενς σχολίασε την προσωπογραφία του Γιάκομπ ντε Γκέυν γράφοντας χαρακτηριστικά: «Αυτό είναι το χέρι του Ρέμπραντ και το πρόσωπο του de Gheyn. Τι μπέρδεμα, αναγνώστη, είναι ο ντε Γκέυν κι όμως δεν είναι».[28] Η αναφορά αυτή θεωρείται ενδεικτική του θαυμασμού για το έργο του. Από την άλλη πλευρά, η ικανότητά του να αποδίδει ρεαλιστικά τα εικονιζόμενα πρόσωπα έχει επίσης αμφισβητηθεί. Η σύγκριση πορτρέτων του Ρέμπραντ με αντίστοιχα άλλων ζωγράφων, για το ίδιο πρόσωπο, όπως η προσωπογραφία του Johannes Wtenbogaert (1577–1644) που φιλοτεχνήθηκε επίσης από τους Μίχιελ φαν Μίρεφελντ και Γιάκομπ Μπάκερ, αναδεικνύει πως ο Ρέμπραντ υπήρξε λιγότερο ακριβής στην απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών.[29] Σε κάθε περίπτωση, ο Ρέμπραντ απέκτησε εξαιρετική φήμη ως προσωπογράφος, με αποτέλεσμα να αναλάβει πολυάριθμες παραγγελίες. Την περίοδο 1630-35 χρονολογούνται επίσης αρκετές αυτοπροσωπογραφίες του, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει εκείνη που, όπως πιστεύεται, απεικονίζει τον Ρέμπραντ υψώνοντας ένα ποτήρι, μαζί με τη σύζυγό του Σάσκια. Στην διάρκεια των πρώτων χρόνων του γάμου του, η Σάσκια απεικονίστηκε σε αρκετούς πίνακές του, με χαρακτηριστικό δείγμα τη σειρά έργων των ομώνυμων έργων Η Σάσκια ως Φλώρα στα οποία αποδόθηκε ως η θεά της άνοιξης και της γονιμότητας.
Παράλληλα με τις προσωπογραφίες που αναλάμβανε, ο Ρέμπραντ συνέχισε να φιλοτεχνεί ιστορικά θέματα, δανεισμένα κυρίως από τη Βίβλο και την κλασική αρχαιότητα. Κατά τη δεκαετία του 1630, τού ανατέθηκε από την αυλή του πρίγκιπα η δημιουργία μίας σειράς έργων, με σκηνές από τα πάθη του Χριστού. Στο πλαίσιο αυτών των θρησκευτικών συνθέσεων, ολοκλήρωσε την Ύψωση του Σταυρού (π. 1633, Staatgemäldesammlungen), την Αποκαθήλωση (π. 1633, Staatgemäldesammlungen), τον Ενταφιασμό (π. 1636-39, Staatgemäldesammlungen) και την Ανάσταση (π. 1635-39, Staatgemäldesammlungen). Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται επίσης από έργα που βρίσκονται πολύ κοντά στα πρότυπα της μπαρόκ τέχνης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ελαιογραφία Τρικυμία στη Θάλασσα της Γαλιλαίας (1633, μουσείο Isabella Stewart Gardner[30]). Ολοκλήρωσε επίσης ένα μικρό αριθμό έργων που δεν αποτελούσαν παραγγελίες, όπως τη Θυσία του Αβραάμ (1635, Ερμιτάζ), έργο για το οποίο πιθανώς δανείστηκε τη μορφή του Ισαάκ από ανάλογο έργο του Ρούμπενς. Ο Ρέμπραντ δεν ήταν ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και σχεδίασε εκ νέου το θέμα. Όταν αργότερα κάποιος από τους μαθητές του επεξεργάστηκε το αναθεωρημένο έργο, εκείνος υπέγραψε τη νέα ελαιογραφία (1636, Alte Pinakothek) με το όνομά του, σημειώνοντας πως επρόκειτο για αναθεωρημένο έργο.
Ο Ρέμπραντ επηρεάστηκε γενικά από το έργο των Φλαμανδών ζωγράφων και ειδικότερα του Ρούμπενς, όπως μαρτυρά ενδεικτικά το έργο Η τύφλωση του Σαμψών (1636, Ινστιτούτο Τέχνης Städel), συγγενές με αρκετές αιματηρές και βίαιες σκηνές από το βίο των αγίων που φιλοτέχνησε ο Ρούμπενς.[23] Η μορφή του Σαμψών παρουσιάζει επίσης ομοιότητες με εκείνη του Προμηθέα στο έργο Προμηθέας Δεσμώτης του Φλαμανδού ζωγράφου. Μετά την ολοκλήρωση του πίνακα, ο Ρέμπραντ εγκατέλειψε εν μέρει τις δραματικές συνθέσεις. Το 1636 φιλοτέχνησε ένα από τα πλέον εντυπωσιακά γυμνά, στην ιστορία της ολλανδικής ζωγραφικής του 17ου αιώνα, με τον τίτλο Δανάη (1636, Ερμιτάζ). Ο πίνακας συνδέεται με προγενέστερους τού Ρέμπραντ και αποτελεί μέρος μίας σειράς έργων μυθολογικής θεματολογίας. Μέρος της δραστηριότητάς του αφιερώθηκε επίσης σε θρησκευτικά έργα, για τα οποία σημαντικότερη επιρροή υπήρξε ο Πίτερ Λάστμαν. Οι πολυάριθμες θρησκευτικές συνθέσεις του έχουν προκαλέσει ερωτήματα σχετικά με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του. Δεν επιβεβαιώνεται, από ιστορικά έγγραφα, αν ανήκε σε κάποια θρησκευτική κοινότητα. Σύμφωνα με μία αναφορά του ΙταλούαβάΦιλίππο Μπαλντινούτσι, που χρονολογείται το 1686, ο Ρέμπραντ υπήρξε μέλος της κοινότητας των Αναβαπτιστών,[29] ωστόσο κάτι τέτοιο δείχνει μάλλον απίθανο, καθώς όλα τα παιδιά του βαφτίστηκαν, πρακτική που βρισκόταν σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις των Αναβαπτιστών. Είναι πιθανό πως ο Ρέμπραντ αρνήθηκε συνειδητά τη συμμετοχή του σε οποιαδήποτε θρησκευτική ομάδα. Λιγότερες σε αριθμό υπήρξαν οι τοπιογραφίες του Ρέμπραντ, που χρονολογούνται περίπου από το δεύτερο μισό του 1630. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει το Τοπίο με τον Καλό Σαμαρείτη (1638, Czartoryski), πίνακας στον οποίο το βιβλικό θέμα είναι δευτερεύον, με την έμφαση να δίνεται στη σύνθεση ενός ατμοσφαιρικού τοπίου. Ο Ρέμπραντ υπήρξε συλλέκτης έργων του Φλαμανδού τοπιογράφου Χέρκουλες Σέγκερς, από τον οποίο θεωρείται πιθανό πως επηρεάστηκε, με δεδομένο τον θαυμασμό που έτρεφε στο έργο του.
Η περίοδος στο Άμστερνταμ: 1642-69
Κεντρική θέση στο σύνολο τού έργου του κατέχει η ελαιογραφία που είναι γνωστή ως η Νυχτερινή περίπολος και φιλοτεχνήθηκε περίπου το 1642 μονοπωλώντας όπως φαίνεται το ενδιαφέρον του, καθώς λίγα έργα καταγράφονται τον ίδιο χρόνο. Ο πίνακας εκτέθηκε στη μεγάλη αίθουσα του κτιρίου της Πολιτοφυλακής (Kloveniersdoelen) και αναπαριστά τον λοχαγό Φρανς Μπάνινγκ Κοκ, «Άρχοντα του Πούμερλαντ και του Ίλπενταμ», να δίνει εντολή προετοιμασίας του λόχου για περιπολία. Η ονομασία νυχτερινή περίπολος χρησιμοποιήθηκε κατά τον 19ο αιώνα και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθώς ο ολλανδικός λόχος δεν περιπολούσε κατά τη διάρκεια της νύχτας. Επιπλέον, οι σκοτεινοί τόνοι του πίνακα, που δίνουν την εντύπωση πως η σκηνή διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της νύχτας, αποτελούν περισσότερο αποτέλεσμα της φθοράς του[31] λόγω της οξείδωσης των χρωμάτων. To 1715, ο πίνακας ακρωτηριάστηκε στα δυο του άκρα, προκειμένου να χωρέσει ανάμεσα σε δυο πόρτες ώστε να χρησιμοποιηθεί για τη διακόσμηση του δημαρχείου του Άμστερνταμ. Το έργο απεικονίζει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, όπως την προετοιμασία των όπλων, τη χρήση του τουφεκιού και του τυμπάνου, στο πλαίσιο της κοινής δράσης ενός οργανωμένου συνόλου. Το 17ο αιώνα, ο πίνακας ήταν πολύ γνωστός, ακόμη και πέρα από τα σύνορα Ολλανδίας, γεγονός που επιβεβαιώνουν σχετικές επαινετικές κριτικές σύγχρονων καλλιτεχνών, όπως του Σάμουελ φαν Χόοχστρατεν, αποδίδοντας ιδιαίτερη αξία στην αίσθηση της κίνησης των μορφών, γεγονός που διαφοροποιούσε το έργο από άλλα στατικά ομαδικά πορτρέτα. Σήμερα, το έργο εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους δημοφιλέστερους πίνακες στην ιστορία της δυτικής τέχνης.[32]
Η τροπή των γεγονότων στην προσωπική ζωή του Ρέμπραντ και ειδικότερα ο θάνατος της συζύγου του επέδρασαν καταλυτικά στο έργο του, περιορίζοντας σημαντικά την επιθυμία του να αναλάβει παραγγελίες. Από το 1642 και για τα επόμενα δέκα περίπου χρόνια, η παραγωγικότητά του μειώθηκε σε μεγάλο βαθμό, ενώ τα έργα που φιλοτέχνησε παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις σε σύγκριση με τα προγενέστερα. Την περίοδο 1642-43 αλλά και μετά το 1647, ζωγράφισε ελάχιστα, γεγονός που συνιστά ένα από τα «αινίγματα» της καλλιτεχνικής του πορείας. Το 1649 δεν καταγράφεται επίσης κανένας πίνακας ζωγραφικής του Ρέμπραντ, παρά μόνο χαρακτικά έργα του.
Η διαμάχη του με την Χέερτγε Ντιρξ πιθανώς εξηγεί σε ένα βαθμό το μικρό αριθμό έργων που ολοκλήρωσε την περίοδο αυτή, ενδεχόμενο που ενισχύεται από το γεγονός πως ολοκλήρωσε περισσότερα έργα μετά τη φυλάκισή της. Τη δεκαετία του 1640, το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς του αφιερώθηκε σε σχέδια και χαρακτικά έργα. Σε αυτή χρονολογούνται σχεδόν όλα τα τοπία που χάραξε ο Ρέμπραντ, με το νεότερο από αυτά να ανήκει στο 1652. Ιδιαίτερα σημαντικά θεωρούνται επίσης τα χαρακτικά που αναπαριστούν θρησκευτικές σκηνές, όπως η Ανάσταση του Λαζάρου (1642) και η Θυσία του Αβραάμ (1655, Αλμπερτίνα, Συλλογή Γραφικών και Χαρακτικών). Μετά το 1652, άρχισε να αναλαμβάνει εκ νέου παραγγελίες, προερχόμενες ακόμη και εκτός Ολλανδίας, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ο πίνακας της προσωπογραφίας του Ομήρου κατά παραγγελία του Σικελού ευγενούς εμπόρου Αντόνιο Ρούφο, καθώς και το έργο Ο Αριστοτέλης μπροστά στην προτομή του Ομήρου (1653, Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης), για την ολοκλήρωση του οποίου συμβουλεύτηκε πιθανώς κάποιον κλασικό φιλόλογο, ενδεχομένως τον φίλο του Γιαν Σιξ. Η στενή σχέση του με τον Σιξ πιστοποιείται επίσης από την προσωπογραφία τού τελευταίου, την οποία φιλοτέχνησε ο Ρέμπραντ το 1654 και αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα πορτρέτα του. Δύο χρόνια αργότερα, την περίοδο κατά την οποία αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά προβλήματα, δέχθηκε τη σημαντικότερη επίσημη παραγγελία του, από την εποχή τής ανάληψης τής Νυχτερινής περιπόλου, για τον πίνακα Μάθημα ανατομίας του καθηγητή Deyman (1656, Ρέικσμουζεουμ).
Απόγειο της σταδιοδρομίας του, ως ιστορικού ζωγράφου, θεωρείται η συνεισφορά του στη διακόσμηση τού νέου δημαρχείου τού Άμστερνταμ.[23] Ο Ρέμπραντ φιλοτέχνησε, για το σκοπό αυτό, τον πίνακα Συνωμοσία του Claudius Civilis (1661-62, Εθνικό Μουσείο Στοκχόλμης), μέρος ενός μεγαλύτερου έργου, που εμφανίζει ομοιότητες με τις πολυπρόσωπες συνθέσεις της πρώτης περιόδου του. Παρά την πτώχευσή του, ο Ρέμπραντ διατήρησε την καλλιτεχνική και κοινωνική θέση του, εξακολουθώντας να αναλαμβάνει παραγγελίες για προσωπογραφίες. Ιδιαίτερη θέση κατέχει το τελευταίο ομαδικό πορτρέτο που ολοκλήρωσε, Οι σύνδικοι της συντεχνίας των υφασματεμπόρων (1662, Ρέικσμουζεουμ). Η προσωπογραφία αυτή, ακολουθεί επιφανειακά τα πρότυπα των παραδοσιακών συνθέσεων, τις οποίες όμως ξεπερνά σε πυκνότητα και ζωντάνια.[33] Αναπαριστά τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της συντεχνίας να δίνουν τις αναφορές τους, όπως φαίνεται από το ανοιχτό βιβλίο. Μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου ξεχωρίζει ο ταμίας στα δεξιά του πίνακα, κρατώντας ένα πουγκί, καθώς και ο επιθεωρητής του οίκου, όρθιος στο βάθος. Τα πρόσωπα της σκηνής στρέφονται σε κάποιο σημείο έξω από τον πίνακα, έτσι ώστε κανένα να μην κοιτά κατάματα το θεατή. Προσχέδια του έργου, αλλά και λεπτομερέστερη εξέτασή του με τη βοήθεια ακτίνων Χ, αποδεικνύουν πως ο Ρέμπραντ άλλαξε αρκετές φορές τη θέση και τη στάση του πρώτου όρθιου, από αριστερά, σύνδικου. Στην τελική εκδοχή, εμφανίζεται μάλλον τη στιγμή που επιχειρεί να σταθεί όρθιος ή να καθίσει, προκειμένου να απαντήσει σε κάποια ερώτηση που του απευθύνεται ή έχοντας ολοκληρώσει την ομιλία του αντίστοιχα. Στα δημοφιλέστερα έργα του Ρέμπραντ ανήκει επίσης ο πίνακας Εβραία Νύφη (ή Ισαάκ και Ρεβέκκα) (1666, Ρέικσμουζεουμ), που έγινε αντικείμενο πολλαπλών ερμηνειών. Σύμφωνα με μία άποψη, το έργο απεικονίζει έναν Εβραίο πατέρα που αποχαιρετά την κόρη του που παντρεύεται, αν και δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για προσωπογραφία ή ιστορικό έργο.
Πληροφορίες για την οργάνωση του εργαστηρίου του Ρέμπραντ αντλούνται από κείμενα καλλιτεχνών που είχαν μαθητεύσει κοντά του ή απλά τον είχαν γνωρίσει αποκομίζοντας γνώση για τις μεθόδους εργασίας του. Σύμφωνα με αναφορές του Γιοάχιμ φαν Σάντραρτ (Joachim van Sandrart), ο Ρέμπραντ διέθετε «αναρίθμητους εξέχοντες μαθητές για καθοδήγηση και εκπαίδευση».[23] Ο μέγιστος αριθμός των μαθητών που αναλάμβανε να εκπαιδεύει κάθε ζωγράφος καθορίζονταν από τη συντεχνία του Αγίου Λουκά, ωστόσο ο Ρέμπραντ φαίνεται πως είχε περισσότερους από όσους επιτρεπόταν. Ορισμένοι από αυτούς, όπως ο Σάμουελ φαν Χόοχστρατεν που υπήρξε μαθητής του σε ηλικία δεκατριών ετών, συνέχιζαν να εργάζονται μαζί του επί σειρά ετών, ενώ άλλοι επέλεγαν να μαθητεύσουν στο πλευρό του αφού είχαν ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευσή τους υπό την εποπτεία κάποιου άλλου ζωγράφου. Το εργαστήριο τού Ρέμπραντ αποτελούσε κατά συνέπεια ένα είδος «σχολής», βασισμένο σε ιταλικά πρότυπα, έχοντας μία μάλλον ασυνήθιστη δομή και λειτουργία σε σύγκριση με εργαστήρια άλλων καλλιτεχνών στην Ολλανδία και διατηρώντας παράλληλα έναν έντονα εμπορικό χαρακτήρα. Θεωρείται βέβαιο πως ο Ρέμπραντ υπέγραφε έργα που είχαν ολοκληρωθεί από μαθητές του, γεγονός το οποίο σε συνδυασμό με τη μίμηση του ύφους και της τεχνικής του, από μέρους τους, δημιουργεί αρκετές δυσκολίες στην πιστοποίηση της αυθεντικότητας αρκετών έργων.[23] Δεν διαθέτουμε έναν πλήρη κατάλογο των μαθητών του, ωστόσο μεταξύ αυτών ξεχώρισαν οι ζωγράφοι Κάρελ Φαμπρίτιους (1622-54), Σάμουελ φαν Χόοχστρατεν (1627-78), Χέρριτ Ντάου (1613-75), Νικολάες Μάες (1643-93), Βίλεμ Ντροστ (1633-59) και Χόφερτ Φλινκ (1615-60). Όπως συνηθιζόταν κατά τον 17ο αιώνα, το ξύλο που χρησιμοποιούσε ο Ρέμπραντ και τα μέλη του εργαστηρίου του ήταν κατά κύριο λόγο από βαλανιδιές, οι οποίες όμως κόβονταν σε διαφορετικές περιοχές. Ξύλο λεύκας, καρυδιάς ή οξυάς επίσης συναντάται σε συνθέσεις που προέρχονται από το εργαστήριο του Ρέμπραντ, σε μικρότερο ποσοστό. Αξιοσημείωτο θεωρείται το γεγονός πως ο Ρέμπραντ έκανε επιπλέον χρήση τροπικών ειδών για τα ταμπλό του, πιθανώς για λόγους πειραματισμού ή οικονομίας. Αναλύσεις σε μικροσκοπικό επίπεδο μαρτυρούν πως εκτός από αυθεντικό μαόνι, από τις περιοχές της Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής, το οποίο αναφέρεται σε αρκετές από τις συνθέσεις του, χρησιμοποίησε στην πραγματικότητα πληθώρα τροπικών ειδών, οι οποίες όμως δεν είναι δυνατό να ταυτοποιηθούν χωρίς δενδροχρονολογική ανάλυση.[34]
Αναγνώριση και κριτική
Ο Ρέμπραντ κατάφερε να αποκτήσει σημαντική καλλιτεχνική και κοινωνική αναγνώριση στην εποχή του, ακόμη και κατά τη διάρκεια της χρεοκοπίας του. Εκτιμάται μέχρι σήμερα για τη δεξιοτεχνία του στη ζωγραφική και το σχέδιο, την υψηλή ποιότητα και τον πλούτο τής τέχνης του. Όπως διαφαίνεται από τη μελέτη του έργου του, υπήρξε καινοτόμος στην τεχνική, αναζητώντας διαρκώς νέους εκφραστικούς τρόπους, έτσι ώστε να κατατάσσεται στους καλλιτέχνες των οποίων η εξέλιξη δεν διακόπηκε στη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους. Ο Ρέμπραντ εισχώρησε στους αριστοκρατικούς κύκλους τού Άμστερνταμ, συναναστρεφόμενος με λόγιους, λογοτέχνες, εμπόρους και άλλους καλλιτέχνες, επωφελούμενος από την κοινωνική επιρροή τους.
Η πρώτη σύγχρονη εκτεταμένη αναφορά και κριτική στο έργο του Ρέμπραντ παρέχεται από τον Ολλανδό διπλωμάτη, ποιητή και μουσικό Κονσταντίν Χόυχενς (Constantijn Huygens). Η αυτοβιογραφία του, γραμμένη περίπου το 1630, περιέχει αναφορές στη ζωγραφική και μεταξύ άλλων διακρίνει τον νεαρό Ρέμπραντ και τον Λίβενς ως δύο καλλιτέχνες που βρίσκονταν στο ίδιο επίπεδο με τους σημαντικότερους γνωστούς ζωγράφους της εποχής, έχοντας το ταλέντο να τους ξεπεράσουν.[35] Ο Χόυχενς θεωρούσε το πρώιμο έργο του Ρέμπραντ ανώτερο από εκείνο του Λίβενς σε ό,τι αφορά στην αναπαράσταση της συναισθηματικής έκφρασης. Ειδικότερα, κάνοντας ξεχωριστή αναφορά στον πίνακα Ο Ιούδας Επιστρέφει Τα Τριάκοντα Αργύρια (1629, ιδιωτ. συλλογή, Αγγλία), ο Χόυχενς εκθίασε το έργο, κάνοντας μνεία στον τρόπο με τον οποίο χειριζόταν την έκφραση, τις χειρονομίες και την κίνηση των μορφών. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1630 και την ολοκλήρωση μιας σειράς θρησκευτικών πινάκων για τον πρίγκιπα της Οράνζ, ο Ρέμπραντ ήταν ήδη διάσημος και ευρύτερα αναγνωρισμένος ζωγράφος. Η φήμη του ξεπερνούσε τα σύνορα της Ολλανδίας, όπως μαρτυρούν δύο πίνακές του που βρίσκονταν περίπου το 1640 στη συλλογή του Καρόλου Α' της Αγγλίας.[36]
Μετά το θάνατό του, στα τέλη του 17ου αιώνα, ορισμένοι συγγραφείς και καλλιτέχνες, όπως οι Joachim van Sandrart και Roger de Piles, άσκησαν εντονότερη κριτική στο έργο του, η οποία συνδεόταν με την άνοδο του κλασικισμού που διαμόρφωνε ριζικά διαφορετικές αισθητικές αντιλήψεις. Ειδικότερα, ο αδιαπραγμάτευτος ρεαλισμός του Ρέμπραντ ερχόταν σε αντίθεση με τις εξιδανικευμένες προσεγγίσεις του κλασικισμού.[29] Κατά τον φαν Σάντραρτ, ο Ρέμπραντ αμφισβητούσε τους καθιερωμένους «κανόνες της τέχνης», υποστηρίζοντας πως ένας καλλιτέχνης έπρεπε να στηρίζεται στην παρατήρηση, χωρίς να ακολουθεί κάποιο κανόνα. Η κριτική που τού ασκήθηκε συνέβαλε μεταγενέστερα στη δημιουργία ενός «μύθου», σύμφωνα με τον οποίο υπήρξε μία «υποτιμημένη ιδιοφυΐα» ή ακόμη πως η φήμη του εξασθένισε σημαντικά κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η εκτενής ιστορική μελέτη της ζωής και του έργου του από τά τέλη του 19ου αιώνα, βασισμένη μεταξύ άλλων σε λεπτομερέστερη έρευνα εγγράφων και αρχείων για τον Ρέμπραντ, οδήγησε σε μία πιο αντικειμενική θεώρηση της θέσης του, αν και η ρομαντική αντίληψη του καλλιτέχνη, ως μοναχικής και ακατανόητης ιδιοφυΐας διαδραμάτισε για μεγάλο διάστημα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της εικόνας του.[37] Σε αυτό συνέβαλαν αρκετές κριτικές στο έργο του, όπως του Γάλλου ζωγράφου Εζέν Φρομεντέν (Eugène Fromentin), ο οποίος σχολιάζοντας την τεχνική του Ρέμπραντ ανέφερε πως τα έργα του δεν γίνονταν πλήρως κατανοητά στην εποχή τους, αλλά θεωρούνταν μάλλον πνευματικό προϊόν ενός αλχημιστή.[37] Σύμφωνα με τον Emmens, αλλά και νεότερους μελετητές του έργου του, η κριτική αυτή – κοινή για αρκετούς ζωγράφους της εποχής – εστιάστηκε στο πρόσωπο του Ρέμπραντ ακριβώς γιατί παρέμενε μεταξύ των κορυφαίων ζωγράφων της εποχής, αποτελώντας δεσπόζουσα φυσιογνωμία της ολλανδικής τέχνης.[38] Εξάλλου, είναι συχνές οι επαινετικές αναφορές στο έργο και στην αξία του Ρέμπραντ από σύγχρονούς του καλλιτέχνες, όπως για παράδειγμα από τον Gérard de Lairesse, ο οποίος περιέγραψε τον Ρέμπραντ ως τον σπουδαιότερο ζωγράφο της εποχής του.[29] Ο μύθος σχετικά με την εξασθένιση της φήμης του σχετίστηκε επίσης με την περίοδο κατά την οποία μειώθηκε σημαντικά η καλλιτεχνική του παραγωγή, ειδικά στο διάστημα μετά το θάνατο της συζύγου του και τα γεγονότα που ακολούθησαν στην προσωπική του ζωή. Η δεκαετία του 1890 έχει χαρακτηριστεί ως η «δεκαετία του Ρέμπραντ», σε ό,τι αφορά την απήχηση του έργου του, η οποία κορυφώθηκε με την έκδοση του πρώτου εικονογραφημένου καταλόγου έργων του, το 1897, από τους Bode και Hofstede de Groot, αλλά και τις διεθνείς εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Άμστερνταμ και στο Λονδίνο την περίοδο 1898-99.[39]
Αυθεντικότητα και κατάλογος έργων
Αρκετοί από τους πίνακες και τα σχέδια ζωγραφικής που αποδίδονται στον Ρέμπραντ βρίσκονται υπό καθεστώς αμφισβήτησης τής αυθεντικότητάς τους. Το πρόβλημα της σύνθεσης του καταλόγου των έργων του είναι μικρότερο σε ότι αφορά τα χαρακτικά του, τα οποία καταγράφτηκαν με αρκετά μεγάλη ακρίβεια κατά τον 18ο αιώνα, ενώ λεπτομερείς περιγραφές των διαδοχικών εκδοχών τους παρουσιάστηκαν στα μέσα του 20ού αιώνα. Εξαιτίας του πλήθους των μαθητών που είχε ο Ρέμπραντ, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, αλλά και της πρακτικής που ίσχυε για τους μαθητές της εποχής να αντιγράφουν και να μιμούνται το ύφος του δασκάλου τους, αρκετά από τα έργα που είχαν φιλοτεχνήσει αποδόθηκαν λανθασμένα στον Ρέμπραντ, προκαλώντας αβεβαιότητα σε ότι αφορά την αυθεντικότητα αρκετών πινάκων. Το πρόβλημα αυτό είναι συνυφασμένο επίσης με το γεγονός πως μόνο για ένα μικρό αριθμό τους υπάρχουν ιστορικές αναφορές ή πηγές, που να πιστοποιούν ότι αποτελούν δημιουργίες του. Στα τέλη του 20ου αιώνα, η εφαρμογή κατάλληλων επιστημονικών μεθόδων ανάλυσής τους, πρόσφερε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την τεχνική του, έτσι ώστε τελικά να αναπαραχθεί, στο πλαίσιο μίας περισσότερο εκτεταμένης και συστηματικής έρευνας.
Η πρώτη προσπάθεια καταγραφής των έργων του Ρέμπραντ ανάγεται στο 1836, έτος έκδοσης του έβδομου τόμου του καταλόγου του Τζον Σμιθ Catalogue Raisonné of the works of the most Eminent Dutch, Flemish and French Painters.[42] Για τη σύνθεση του καταλόγου, ο Σμιθ δεν επιδίωξε να εξακριβώσει την αυθεντικότητα των έργων, για αρκετά από τα οποία δεν υπήρχε βεβαιότητα πως είχαν φιλοτεχνηθεί από τον Ρέμπραντ.[43] Περιλάμβανε 620 πίνακες ζωγραφικής, ταξινομημένους ανάλογα με το θέμα τους και όχι χρονολογικά ή βάσει της γεωγραφίας τους. Λιγότερο σημαντικός, ως προς την καταλογογράφηση των έργων ζωγραφικής του Ρέμπραντ, υπήρξε ο μεταγενέστερος κατάλογος του κριτικού τέχνης Σαρλ Μπλαν (Charles Blanc), L’Œuvre de Rembrandt (1859-61), ο οποίος αν και περιλάμβανε κυρίως τα χαρακτικά έργα του, στον πρώτο τόμο του παρείχε επίσης ένα κατάλογο των πινάκων του. Ο Μπλαν προσέγγισε τα έργα βάσει της γεωγραφικής κατανομής τους και εστίασε περισσότερο στην κριτική και λιγότερο στη σύνθεση ενός μεθοδικά οργανωμένου καταλόγου.[44] Ακολούθησε ο κατάλογος του Κάρελ Φόσμερ (Carel Vosmaer) που ολοκληρώθηκε το 1868 και υπήρξε ο πλέον καινοτόμος για την εποχή του, καθώς για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε μια χρονολογική ταξινόμηση των έργων του Ρέμπραντ, τόσο των πινάκων όσο και των χαρακτικών και των σχεδίων του. Έχοντας επίγνωση των αδυναμιών των προγενέστερων καταλόγων, η οργάνωση του καταλόγου του Βίλχελμ Μπόντε (Wilhelm Bode) υπήρξε πιο συστηματική σε σχέση με τις προσπάθειες των Σμιθ, Μπλαν και Βοσμέρ, ακολουθώντας την γεωγραφική κατανομή των έργων. Ακολούθησε η έρευνα και ο κατάλογος του Βίλχελμ Βαλέντινερ (Wilhelm Valentiner), με συνολικά 711 έργα, που ολοκληρώθηκε το 1921. Το 1935, ο Άμπραχαμ Μπρέντιους, με την πολύτιμη συμβολή άλλων Ολλανδών ιστορικών τέχνης, ολοκλήρωσε τον δικό του κατάλογο, οργανωμένος θεματικά και περιλαμβάνοντας κατά τον ίδιο μόνο αυθεντικά έργα του Ρέμπραντ. Περιείχε συνολικά 630 πίνακες και αποτέλεσε τον πρότυπο κατάλογο μέχρι τη δεκαετία του 1960.[45]
Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, οργανώθηκε ένα ειδικό ερευνητικό πρόγραμμα (Rembrandt Research Project), αποτελούμενο από Ολλανδούς ιστορικούς τέχνης καθώς και ειδικούς επιστήμονες, για την καταγραφή όλων των αυθεντικών πινάκων του Ρέμπραντ. Στο πλαίσιο του προγράμματος, επανεξετάστηκε ο προγενέστερος κατάλογος του Μπρέντιους, αναθεωρημένος το 1969 από τον Horst Gerson με συνολικά 420 έργα. Τα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος εκδόθηκαν σε πέντε τόμους (1982, 1986, 1989, 2005 και 2010), με τον καθένα να καλύπτει διαφορετικές πτυχές του έργου του. Ένας έκτος συγκεντρωτικός και αναθεωρημένος τόμος εκδόθηκε στις 8 Οκτωβρίου του 2014. Η ταξινόμηση του συνόλου των έργων έγινε για τους τρεις πρώτους τόμους σε τρεις κατηγορίες: η πρώτη περιλάμβανε τους αυθεντικούς πίνακες του Ρέμπραντ, η δεύτερη εκείνους που δεν ήταν δυνατό να χαρακτηριστούν ή να αποχαρακτηριστούν ως αυθεντικοί, και τέλος η τελευταία κατηγορία περιείχε τους πίνακες που δεν αποδίδονταν στον Ρέμπραντ. Η κατηγοριοποίηση αυτή, βασισμένη επίσης στη χρονολογική σειρά των έργων, εγκαταλείφθηκε στην προετοιμασία των δύο τελευταίων εκδόσεων της ερευνητικής ομάδας. Μέχρι σήμερα, η εξέταση της αυθεντικότητας έργων του Ρέμπραντ συνεχίζεται, παραμένοντας ένα ανοιχτό πεδίο έρευνας. Το 2005, τέσσερις νέες ελαιογραφίες που αποδίδονταν σε μαθητές του, αναγνωρίστηκαν ως αυθεντικά έργα του.[46]
↑Το ολλανδικό όνομα Ρέμπραντ ήταν και παραμένει σπάνιο. Ο ίδιος υπέγραφε κατά καιρούς τα έργα του με διαφορετικό τρόπο, χρησιμοποιώντας τα αρχικά RH (Rembrandt Harmenszoon, δηλ. γιος του Χάρμεν) ή RHL (όπου το γράμμα L προέρχεται πιθανώς από τη λέξη Leidensis, δηλ. «από το Λέιντεν»). Σε μεταγενέστερα έργα του, υπέγραφε επίσης ως Rembrant ή Rembrandt. Βλ. επίσης Union List of Artist Names Online, Getty Museum.
↑ 23,023,123,223,323,423,5'Rembrandt (Harmensz.) van Rijn [Rhyn]', The Grove Art Online, Oxford University Press, 16 Δεκεμβρίου 2006
↑«Rembrandt van Rijn», Encyclopædia Britannica, 2008, Encyclopædia Britannica Online.
↑Ορισμένοι από τους πρώτους βιογράφους του Ρέμπραντ αναφέρουν επίσης τον George van Schooten ως πρώτο δάσκαλό του (βλ. και Thomas Wilson, A Descriptive Catalogue of the Prints of Rembrandt, J. F. Setchel, 1836, σ.8).
↑Amy Golahny, Rembrandt's Reading, Amsterdam University Press, 2003, σ. 78
↑ 29,029,129,229,3Rembrandt van Rijn. (2006). Encyclopædia Britannica.
↑Το έργο κλάπηκε στις 18 Μαρτίου1990 από το μουσείο Isabella Stewart Gardner της Βοστόνης. Βλ. επίσης FBI: Art Theft Program. (Ανακτήθηκε 30 Απριλίου 2011)
↑Walter Wallace, The World of Rembrandt: 1606-1669, Time-Life Library of Art, New York, 1968, pp. 107-111.
↑Rose-Marie Hagen, Masterpieces in Detail: what great paintings say, Taschen, 2000, σελ. 250
↑Marieke van den Doel (ed.), Natasja van Eck (ed.), Gerbrand Korevaa (ed.), Anna Tummers (ed.), Thijs Weststijn (ed.), The Learned Eye: Regarding Art, Theory, and the Artist's Reputation, Amsterdam University Press, 2005, σσ. 29-30
↑Seymour Slive, "Art Historians and Art Critics-II Huygens on Rembrandt", The Burlington Magazine, Vol. 94, No. 594 (Sep., 1952), σσ. 261-264
↑Seymour Slive, "Rembrandt and his contemporary critics", Journal of the History of Ideas, Vol. 14, No. 2 (Apr., 1953), σσ. 203-220
PT Bank Mega SyariahJenisPerseroan TerbatasIndustriPerbankan syariahDidirikan24 Juli 2004 (sebagai PT Bank Syariah Mega Indonesia)KantorpusatMenara Mega SyariahJl. H.R. Rasuna Said No.8, RT.8/RW.4, Kuningan Timur, Setiabudi, Jakarta SelatanTokohkunci- Prof. Dr. Ir. H. Mohammad Nuh, DEA (Komisaris Utama)- Yuwono Waluyo (Presiden Direktur)Produk- Mobile Banking M-Syariah- Tabungan Haji iB- Zakat, Infaq, Shodaqoh, Wakaf, Donasi- Tabungan Berkah Rencana iB- Pembiayaan Pemilikan Rumah (PPR)- Pembi...
Si ce bandeau n'est plus pertinent, retirez-le. Cliquez ici pour en savoir plus. Cet article ne s'appuie pas, ou pas assez, sur des sources secondaires ou tertiaires (janvier 2023). Pour améliorer la vérifiabilité de l'article ainsi que son intérêt encyclopédique, il est nécessaire, quand des sources primaires sont citées, de les associer à des analyses faites par des sources secondaires. Cet article est une ébauche concernant l’économie et les transports. Vous pouvez partager vo...
Pour les articles homonymes, voir Schultz. Theodore SchultzTheodore SchultzFonctionPrésidentAmerican Economic Association1970-1971BiographieNaissance 30 avril 1902ArlingtonDécès 26 février 1998 (à 95 ans)EvanstonNom dans la langue maternelle Theodore William SchultzNationalité américaineFormation Université du Wisconsin à MadisonUniversité d'État du Dakota du SudActivités Économiste, chercheur, éducateurAutres informationsA travaillé pour Université d'État de l'IowaUniv...
Gilberto GilInformasi latar belakangNama lahirGilberto Passos Gil MoreiraLahir26 Juni 1942 (umur 81) Salvador, Bahia, BrasilGenreMúsica Popular BrasileiraPekerjaanPemusik, penyanyi, pemain gitarTahun aktif1963–sekarangSitus webhttp://www.gilbertogil.com.br/ Gilberto Gil (lahir 26 Juni 1942) adalah seorang pemusik dan politikus berkebangsaan Brasil. Berkarier di dunia musik sejak tahun 1963, dan dia menjadi yang terkenal saat menyanyikan lagu-lagu Música Popular Brasileira. Diskografi...
Western calendar era For other uses, see Anno Domini (disambiguation). AD and Christian era redirect here. For other uses, see AD (disambiguation) and Christian era (disambiguation). Anno Domini inscription at Klagenfurt Cathedral, Austria The terms anno Domini (AD) and before Christ (BC)[a] are used when designating years in the Julian and Gregorian calendars. The term anno Domini is Medieval Latin and means in the year of the Lord[1] but is often presented using our Lord ins...
Landholding family with origins in England in the Middle Ages The Tylden (or Tilden) family represent a landholding family with origins in England in the Middle Ages. A branch of the family emigrated to the American colonies in the early 17th century and established the Tilden family line in America.[1] History Memorial stone for William Tylden, dated 1613, located at St Giles, Wormshill. During the reign of Henry II, there are records of a Sir Richard Tylden who was seneschal (or ste...
Thomas MitchellMitchell pada tahun 1953LahirThomas John Mitchell(1892-07-11)11 Juli 1892Elizabeth, New Jersey, Amerika SerikatMeninggal17 Desember 1962(1962-12-17) (umur 70)Beverly Hills, California, Amerika SerikatMakamChapel of the Pines CrematoryPekerjaanPemeranpenulisTahun aktif1916–1962Suami/istriAnn Stuart Breswer (m. 1915; bercerai 1935)(m. 1941) Rachel Hartzell (m. 1937; bercerai ...
Airport in Alaska, United States Homer AirportIATA: HOMICAO: PAHOFAA LID: HOMSummaryAirport typePublicOwnerState of Alaska DOT&PF - Central RegionServesHomer, AlaskaElevation AMSL84 ft / 26 mCoordinates59°38′44″N 151°28′36″W / 59.64556°N 151.47667°W / 59.64556; -151.47667MapHOMRunways Direction Length Surface ft m 4/22 6,701 2,042 Asphalt Statistics (2006)Aircraft operations49,821Based aircraft93Source: Federal Aviation Administration[...
President of France since 2017 Emmanuel MacronMacron in 202325th President of FranceIncumbentAssumed office 14 May 2017Prime MinisterÉdouard PhilippeJean CastexÉlisabeth BorneGabriel AttalPreceded byFrançois HollandeMinister of Economics, Industry and Digital AffairsIn office26 August 2014 – 30 August 2016Prime MinisterManuel VallsPreceded byArnaud MontebourgSucceeded byMichel SapinDeputy Secretary-General to the PresidentIn office15 May 2012 – 15 July 20...
Class of American littoral combat ships For the RCI cruise ship class, see Freedom-class cruise ship. Freedom class Freedom, showing a camouflage scheme, on sea trials in February 2013 Class overview BuildersMarinette Marine Operators United States Navy Preceded byN/A Succeeded byConstellation class[2][3][4][5] Cost$362 million[1] Built2005–present In commission2008–present Planned16 Building3 Completed13 Active8 Retired5 General char...
Questa voce o sezione sull'argomento sovrani italiani non cita le fonti necessarie o quelle presenti sono insufficienti. Puoi migliorare questa voce aggiungendo citazioni da fonti attendibili secondo le linee guida sull'uso delle fonti. Cristoforo MoroScuola di Gentile Bellini, Ritratto del doge Cristoforo Moro.Doge di VeneziaStemma In carica12 maggio 1462 –9 novembre 1471 PredecessorePasquale Malipiero SuccessoreNicolò Tron Nome completoCristoforo Moro NascitaVenezia, 139...
v · mDélégation de Californie au Congrès des États-Unis Sénateurs Alex Padilla (D) Laphonza Butler (D) Représentants (liste des districts) Doug LaMalfa (R) Jared Huffman (D) Kevin Kiley (R) Mike Thompson (D) Tom McClintock (R) Ami Bera (D) Doris Matsui (D) John Garamendi (D) Josh Harder (D) Mark DeSaulnier (D) Nancy Pelosi (D) Barbara Lee (D) John Duarte (R) Eric Swalwell (D) Kevin Mullin (D) Anna Eshoo (D) Ro Khanna (D) Zoe Lofgren (D) Jimmy Panetta (D) Kevin McCarthy (R) Jim Co...
نهائي كأس خادم الحرمين الشريفين 2010الحدثكأس خادم الحرمين الشريفين للأبطال 2010 الهلال الاتحاد 0 (4) (5) 0 فوز الاتحاد 5–4 في الضربات الترجيحيةالتاريخ07 مايو 2010الملعباستاد الملك فهد الدولي، الرياضالحكم مانويل ميخوتو غونزاليز (اسبانيا)الحضور63.434 → 2009 2011 ← نهائي كأس خادم الحرمين ا�...
Латинская Библия (1407, Англия) Страница нидерландско-немецкого словаря (1759). Нидерландский текст набран антиквой, а немецкий — готическим шрифтом О письме готского языка см. готское письмо Готи́ческое письмо́ — семейство почерков латинского письма эпохи Средневеко...
Supposed socioeconomic system of the late Middle Ages This article includes a list of general references, but it lacks sufficient corresponding inline citations. Please help to improve this article by introducing more precise citations. (November 2019) (Learn how and when to remove this message) The Dunstable Swan Jewel, a heraldic badge, from c. 1400 (British Museum) English feudalismHarold Sacramentum Fecit Willelmo Duci(Bayeux Tapestry) FiefEcclesiastical fiefCrown landAllodial titleAppana...
American judge and 6th Governor of Oregon William W. ThayerPortrait of Thayer, 19196th Governor of OregonIn officeSeptember 11, 1878 – September 13, 1882Preceded byStephen F. ChadwickSucceeded byZ.F. Moody30th Justice of the Oregon Supreme CourtIn office1884–1890Preceded byEdward B. WatsonSucceeded byRobert S. Bean14th Chief Justice of the Oregon Supreme CourtIn office1888–1890Preceded byWilliam Paine LordSucceeded byReuben S. Strahan Personal detailsBorn(1827-07-15)July 15...
1991 compilation album by Soft Cell and Marc AlmondMemorabilia – The SinglesCompilation album by Soft Cell and Marc AlmondReleased20 May 1991 (UK)Recorded1980–1991GenreSynth-popLabelMercuryProducerVariousSoft Cell and Marc Almond chronology The Singles(1986) Memorabilia – The Singles(1991) Down in the Subway(1994) Marc Almond chronology Enchanted(1990) Memorabilia – The Singles(1991) Tenement Symphony(1991) Memorabilia – The Singles is a compilation album of songs by the Br...
Scottish footballer Brian Graham Graham playing for Greenock MortonPersonal informationFull name Brian Graham[1]Date of birth (1987-11-23) 23 November 1987 (age 36)[2]Place of birth Glasgow, ScotlandHeight 1.93 m (6 ft 4 in)Position(s) StrikerTeam informationCurrent team Partick ThistleNumber 9Youth career Hillington F.C.Senior career*Years Team Apps (Gls)2006–2011 Greenock Morton 65 (10)2008–2009 → East Stirlingshire (loan) 33 (15)2011–2013 Raith R...
The Maximus/Minimus food truck, at the corner of Pike Street and 2nd Avenue in downtown Seattle, Washington A food truck is a mobile venue that transports and sells food. Some, including ice cream trucks, sell frozen or prepackaged food; others resemble restaurants on wheels. Some may cater to specific meals, such as the breakfast truck, lunch truck or lunch wagon, snack truck, kebab trailer, break truck, or taco truck. This list includes notable food trucks companies, and is not a comprehen...