Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 02/03/2013.
Η αλχημεία (από την αραβική λέξη: al-kīmiyā)[1] ήταν εξερευνητική τεχνουργία και πρακτική, αποκρυφιστική και συχνά απαγορευμένη, που εφαρμόστηκε κατά τους αρχαίους χρόνους αλλά και τον Μεσαίωνα. Οι αλχημιστές επεδίωκαν την ανακάλυψη της φιλοσοφικής λίθου, μιας μυθικής ουσίας, μέσω της οποίας θεωρούσαν ότι θα πετύχαιναν τους δύο βασικούς τους σκοπούς: την μετατροπή των μη πολύτιμων μετάλλων σε χρυσό και την παρασκευή του ελιξήριου της ζωής που θα εξασφάλιζε την αθανασία. Στην τεχνουργία αυτή, διέπρεψαν αρχικά οι αλχημιστές της ελληνιστικής περιόδου και στη συνέχεια, γύρω στον Μεσαίωνα, οι Άραβες αλχημιστές.[2]
Γενικά
Η αλχημεία συνδυάζει τη φιλοσοφική θεώρηση και συγκεκριμένη πρακτική μέθοδο με στόχο την κατάκτηση της απόλυτης σοφίας και της αθανασίας. Οι αλχημιστές αποσκοπούσαν σε προσωπική βελτίωση και δημιουργία διάφορων υλικών με ασυνήθιστες ιδιότητες. Η πρακτική μέθοδος των αλχημιστών εξελίχθηκε στη βάση της σύγχρονης χημείας, καθώς δημιούργησαν τεχνικές ανάλυσης, ταυτοποίησης και διαχωρισμού ουσιών. Επίσης, πολλά γυάλινα σκεύη που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα στα χημικά εργαστήρια ήταν δημιουργήματα των αλχημιστών.
Είναι πιθανή η συνεισφορά των αλχημιστών στις σύγχρονες “χημικές” πρακτικές: ανάλυση και καθαρισμός μεταλλευμάτων, επεξεργασία μετάλλων, τεχνικές διαχωρισμού όπως η απόσταξη, παρασκευή μελανιών, βαφών, χρωμάτων, καλλυντικών, κεραμικών, υαλικών, αποσταγμάτων, εκχυλισμάτων και πολλά άλλα. Οι αλχημιστές ανακάλυψαν το υδατικό διάλυμα οινοπνεύματος (ή αλλιώς “νερό της ζωής”, “aqua vitae”), το χημικό στοιχείο φωσφόρο (P), πολλά οξέα που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα και πολλά άλλα.
Όρος
Η λέξη "αλχημεία" έχει πιθανή καταγωγή από τους Άραβες (Al-kimia), από τους Αιγύπτιους (χυμεία και χεμ), ενώ άλλοι θεωρούν ότι μπορεί να έχει προέλθει από τους Κινέζους ή και τον Αριστοτέλη (για την άλλη-χημεία λοιπόν έχουμε: αλχημεία < αλχημία < αρχημία < αρχή μία < Έστι δ' εν πάσι αρχή μία και ουσία).
Η σύγχρονη λέξη “χημεία” εδραιώνεται τον 17ο αιώνα με το έργο του Ρόμπερτ Μπόιλ (Robert Boyle). Ο Μπόιλ στο βιβλίο του “Ο σκεπτικός χυμικός” (The Skeptical Chymist) αντιτίθεται σφόδρα στις θεωρίες του αλχημιστή Παράκελσου καθώς επίσης και στην παλαιά θεωρία του Αριστοτέλη, περί των θεμελιωδών στοιχείων. Ο Μπόιλ αναφέρεται συχνά και ως “Πατέρας της Χημείας”.
Στόχοι των αλχημιστών
Οι σημαντικότεροι στόχοι των αλχημιστών ήταν η μετατροπή των κοινών μετάλλων σε χρυσό ή ασήμι και η δημιουργία του ελιξηρίου της ζωής (πανάκεια), το οποίο θα θεράπευε όλες τις ασθένειες και θα παρέτεινε τη ζωή επ' αόριστον. Επίσης, αναζητούσαν ένα παγκόσμιο διαλύτη, δηλαδή μια ουσία που διέλυε όλες τις υπόλοιπες. Η φιλοσοφική λίθος ήταν μια μυθική ουσία και βασικό συστατικό για την επίτευξη των στόχων αυτών. Βέβαια, η αλχημεία δεν αποσκοπούσε μόνο στη βελτίωση κάποιων ιδιοτήτων των υλικών ή στην παράταση του χρόνου ζωής, αλλά έδινε και πνευματική διάσταση σε αυτές τις πράξεις. Για παράδειγμα, η μετατροπή του μολύβδου σε χρυσό (το οποίο θεωρείται ευγενές μέταλλο) παραλληλίζονταν με την πνευματική εξύψωση (εξευγενισμό του πνεύματος).
Η αλχημεία όμως δεν ασχολούνταν μόνο με συμβολικές και μεταφυσικές μεταστοιχειώσεις υλικών, αλλά και με πιο πρακτικά και χρήσιμα ζητήματα, όπως η ανακάλυψη του τρόπου λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος και η εύρεση φυσικών φαρμάκων και ουσιών που θα αποκαταστούσαν την υγεία του και την ισορροπία του. Αυτός ήταν και ο λόγος που η αλχημεία ήταν επίσης γνωστή και ως "χημική ιατρική" και εξασκούνταν ανοιχτά και επίσημα από εξέχοντες ιατρούς που συχνά εργάζονταν υπό την προστασία και την ενθάρρυνση βασιλέων.[3]
Διωγμοί των αλχημιστών
Οι αλχημιστές υπέστησαν πολλούς διωγμούς ανά τους αιώνες. Η εξάσκηση της αλχημικής τέχνης πολλές φορές απαγορεύτηκε από θεσμικά πρόσωπα όπως ο Πάπας Ιωάννης ΚΒ΄ (1317) ή ο Ερρίκος Δ΄ της Αγγλίας (1403). Οι αλχημιστές αποτυπώνονταν σε έργα ζωγραφικής ή κείμενα ως άνθρωποι αναξιόπιστοι, ψεύτες και κλέφτες. Απεναντίας, ο Ροδόλφος Β΄, αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, χρηματοδοτούσε πολλούς αλχημιστές για τη συνέχιση του έργου τους.
Μυστική γλώσσα των αλχημιστών
Οι αλχημιστές οδηγήθηκαν στην ανάγκη κρυπτογράφησης και χρήσης συμβόλων αντί λέξεων είτε επειδή ήθελαν να προστατεύσουν το έργο τους από την κλοπή είτε για να προστατεύσουν την ίδια τους τη ζωή, κατά τις περιόδους που η εξάσκηση της αλχημείας ήταν απαγορευμένη. Με αυτό τον τρόπο αναγκάστηκαν να εισάγουν μια νέα “γλώσσα” για την περιγραφή των υλικών και των πρακτικών τους. Η σύγχρονη επιστήμη χρησιμοποιεί την δική της γλώσσα, όπως για παράδειγμα η χρήση του συμβόλου Ο αντί της λέξης “οξυγόνο” ή η χρήση των χημικών εξισώσεων αντί λέξεων και προτάσεων για την περιγραφή χημικών φαινομένων.
Επίσης, μέσα στα κωδικοποιημένα κείμενα των αλχημιστών υπήρχαν συχνά και κρυφά νοήματα, αλληγορίες και μηνύματα, στα οποία είχαν πρόσβαση μόνο οι μυημένοι αλχημιστές. Τα μηνύματα αυτά αναφέρονταν σε μυστικές τεχνικές είτε για την πραγματοποίηση των πειραμάτων τους είτε για την κατάκτηση των πνευματικών επιτευγμάτων τους.
Όπως και να έχει, η αναζήτηση της φιλοσοφικής λίθου και του ελιξηρίου της ζωής συμβόλιζε την μετάβαση από την φθορά, την αρρώστια και το θάνατο στην αφθαρσία και την αιώνια ζωή του σώματος και του πνεύματος.
Ψυχολογία και αλχημεία
Η αλχημεία και οι αλχημικοί συμβολισμοί μελετήθηκαν περιστασιακά από φιλόσοφους και ψυχολόγους. Ο Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ (Carl Jung), σε συνεργασία με την ψυχολόγο Μαρί Λουίζ φον Φραντς, μελέτησε τις θεωρίες και τα σύμβολα των αλχημιστών θέτοντας έτσι τα θεμέλια για την θεώρηση του έργου των αλχημιστών ως πνευματικό μονοπάτι. Σύμφωνα με την ερμηνεία του Γιουνγκ, η αλχημεία ήταν το όχημα με το οποίο ο γνωστικισμός επιβίωσε μέχρι την Αναγέννηση. Την άποψη αυτή συμμερίζονται και άλλοι όπως ο Στέφαν Χέλερ (Stefan Hoeller). Με αυτή την έννοια, ο Γιουνγκ συγκρίνει την αλχημεία με πνευματικές πρακτικές όπως η γιόγκα.
Η ενασχόληση του Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ με την αλχημεία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της σύγχρονης θέσης της. Το αλχημικό του ενδιαφέρον είναι εμφανές σε πολλά από τα δοκίμιά του, τα οποία βρίσκει κανείς συγκεντρωμένα στα βιβλία του «Psychology and Alchemy» (Ψυχολογία και αλχημεία) και «Psychology and Religion» (Ψυχολογία και θρησκεία). «Η προσωπική του βιβλιοθήκη, που σώζεται ακόμα στο σπίτι του στο Κούσναχτ, σ’ ένα προάστιο της Ζυρίχης, θεωρείται μια από τις σημαντικότερες ιδιωτικές συλλογές στο χώρο της αλχημείας. Πολύ σημαντικό ήταν επίσης το έργο του για την διάσωση των αλχημικών κειμένων με την αναπαραγωγή ασφαλισμένων φωτοτυπιών ενός μεγάλου μέρους των σπάνιων βιβλίων του».(σελ. 82)
Η αλχημεία αποτέλεσε για τον Γιουνγκ το ξεχασμένο στοιχείο που συμπλήρωνε το κενό στο παζλ της ιστορικής συνέχειας από τον αρχαίο γνωστικισμό έως την εμφάνιση και εξέλιξη της επιστήμης της ψυχολογίας στον καιρό του. Στο δοκίμιό του «The Psychology of the Transference» (Η ψυχολογία της μεταβίβασης), μια έρευνα για την ψυχολογία της αλχημείας, ο Γιουνγκ συνθέτει «… ένα θαυμάσιο αλφαβητάρι για την ψυχολογική προσέγγιση της Αλχημείας. Πρόκειται στην πραγματικότητα για την κατάθεση μιας βαθιάς γνώσης για τον ψυχολογικό μηχανισμό της αγάπης μέσω της διαδικασίας της εναρμόνισης όλων των αντιθέτων, μια διαδικασία συναισθηματική, διανοητική, φυσική και μεταφυσική.»(σελ. 85). Στο βιβλίο Mysterium Coniunctionis, ο Γιουνγκ δημοσιεύει τα συμπεράσματά του μετά από πολλά έτη έρευνας πάνω στην αλχημεία και παρουσιάζει μια μελέτη για το «ψυχοσωματικό μυστήριο» αυτό που οι αλχημιστές ονόμαζαν «unus mundus (ένας κόσμος)».
Ιστορία και Αλχημεία
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η αλχημεία είναι η αναζήτηση της μετατροπής των κοινών μετάλλων σε χρυσό. Τα θεμέλια της αλχημείας έθεσαν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι όπως ο Εμπεδοκλής, ο Θαλής ο Μιλήσιος και ο Ηράκλειτος. Επίσης, συνεισέφεραν και οι αιγυπτιακές τεχνικές μουμιοποίησης και επεξεργασίας μετάλλων καθώς και οι τεχνολογικές και αστρολογικές γνώσεις των Μεσοποτάμιων. Οι πρώτοι άνθωποι που γνωρίζουμε ότι ασχολήθηκαν με χημικές διαδικασίες ήταν δύο γυναίκες από την Μεσοποταμία της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., η Ταπούτι και η (-)νινού (το πρώτο τμήμα του ονόματός της δεν έχει διασωθεί) που κατασκεύαζαν αρώματα[5][6]. Ο πρώτος γνωστός αληθινός αλχημιστής της Δύσης ήταν μία άλλη γυναίκα, η Μαρία η Αιγύπτια, που έζησε κάποια στιγμή μεταξύ του 1ου και του 3ου αιώνα μ.Χ..
Η αλχημεία αναπτύχθηκε τόσο στον δυτικό κόσμο όσο και στην Ανατολή ή στην Άπω Ανατολή. Η βασική διαφορά ανάμεσα στον τρόπο που αναπτύχθηκε η αλχημεία ήταν το γεγονός ότι στη Δύση, ο βασικός στόχος της αλχημείας ήταν η μετατροπή των κοινών μετάλλων σε χρυσό, ανεξάρτητα από την τοξικότητα του μετάλλου (για παράδειγμα ο μόλυβδος είναι τοξικό μέταλλο), ενώ στην Άπω Ανατολή, ο βασικός στόχος ήταν η ανακάλυψη ουσιών και φαρμάκων για το κοινό καλό.
Τα πρώτα ίχνη της δυτικής αλχημείας εντοπίζονται στην αρχαία Αίγυπτο. Έπειτα, η αλχημιστική γνώση μεταλαμπαδεύτηκε στους αρχαίους Έλληνες και εν συνεχεία στους Άραβες. Μέχρι την περίοδο των Αράβων, η αλχημεία ήταν ένα μείγμα φιλοσοφικών θεωρήσεων, αλληγοριών, συμβόλων και κωδικοποιημένων γλωσσών. Την περίοδο των Αράβων (δηλαδή τον 8ο αιώνα μ.Χ.), η αλχημεία άρχισε να γίνεται μια αναγνωρίσιμη πρακτική. Ο άραβας αλχημιστής Τζαμπίρ Ιμπν Χαγιάν εισήγαγε τη μεθοδική και πειραματική προσέγγιση μιας αλχημιστικής επιστημονικής έρευνας που πραγματοποιούνταν σε ένα εργαστήριο.
Επίσης πολλοί άντρες αλχημιστές εργάζονταν με τις συζύγους τους καθώς, σύμφωνα με τα δόγματα της αλχημείας, η γυναίκα ήταν απαραίτητη για να εξισορροπήσει την αρσενική επιρροή του άντρα αλχημιστή. Αυτή η γυναίκα ονομαζόταν soror mystica, δηλαδή μυστικιστική αδελφή. Συνήθως, το έργο των γυναικών αλχημιστριών δεν αναγνωριζόταν.[9] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των συζύγων αλχημιστών Νικολά και Περνέλη Φλαμέλ που συνεργάστηκαν, αλλά συνήθως αναφέρεται μόνο ο Νικολά, όπως επίσης και η περίπτωση των συζύγων Τόμας και Ρεμπέκα Βόγκαν αλλά και του Ζώσιμου του Πανοπολίτη και της αδελφής του Θεοσέβειας.[10] Ακόμα και ο ψυχολόγος του 20ού αιώνα Καρλ Γιουνγκ, που μελέτησε την αλχημεία ως όχημα και έκφραση του ασυνειδήτου, εργάστηκε με την δική του "soror mystica", την ψυχολόγο Μαρί Λουίζ φον Φραντς.
Πέρα όμως από τις γυναίκες που ασκούσαν συστηματικά και συχνά επαγγελματικά την αλχημεία, υπήρχαν και αμέτρητες γυναίκες που ασχολούνταν με την αλχημεία ανεπίσημα και περιστασιακά. Σε αντίθεση με την δημοφιλή σύγχρονη άποψη ότι η ενασχόληση με την αλχημεία προϋπέθετε εξειδικευμένες και απόκρυφες γνώσεις και πολυετή εκπαίδευση, στην αναγεννησιακήΕυρώπη η αλχημεία ήταν κάτι οικείο για τις περισσότερες γυναίκες που χρησιμοποιούσαν τα "μυστικά" της για τον καλλωπισμό τους, το νοικοκυριό και την κατασκευή φαρμάκων, σαπουνιών και αρωμάτων. Χαρακτηριστικό είναι το βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1561 στην Ιταλία με τίτλο "Τα μυστικά της κυρίας Ισαβέλλα Κορτέζε" (Secreti della Signora Isabella Cortese) στο οποίο η συγγραφέας έδινε συμβουλές ομορφιάς στις γυναίκες της εποχής της και τους εξηγούσε την αλχημεία με απλό και προσιτό τρόπο. Ο ανεπίσημος και "οικιακός" χαρακτήρας αυτής της ενασχόλησης των γυναικών με τη χημεία και γενικά την επιστήμη οδήγησε πολλούς μελετητές στο να τη θεωρήσουν ασήμαντη και να την αγνοήσουν, αλλά στην πραγματικότητα οι γυναίκες της Αναγέννησης εφάρμοζαν την ιατρική, τη χημεία και τη φαρμακοποιία εξίσου ή ίσως και περισσότερο από τους άντρες που, αν δεν ήταν επαγγελματίες ιατροί ή λόγιοι, δεν ασχολούνταν με την αλχημεία.[3]
Αξιοσημείωτες χρονικές περίοδοι:
1. Αιγυπτιακή αλχημεία: 5000 π.Χ. - 400 π.Χ.
2. Ινδική αλχημεία: 1200 π.Χ. -
3. Ελληνική αλχημεία: 332 π.Χ. - 642 μ.Χ.
4. Κινεζική αλχημεία: 142 μ.Χ.
5. Αραβική αλχημεία: 700 μ. Χ. - 1400 μ.Χ.
6. Ευρωπαϊκή αλχημεία: 1300 μ.Χ. -
Ποπ κουλτούρα
Η αλχημεία, οι αλχημιστές και οι πρακτικές τους επηρεάζουν συχνά σύγχρονους καλλιτέχνες, λογοτέχνες και κατασκευαστές βιντεοπαιχνιδιών. Ενδεικτικά, αναφέρονται τα:
↑Rayner-Canham, Marelene F. (2001). Women in Chemistry: Their Changing Roles from Alchemical Times to the Mid-twentieth Century. Chemical Heritage Foundation. ISBN0941901270.