Πρώτη γαλλική αποικιακή αυτοκρατορία είναι οι αποικιακές κατακτήσεις της Γαλλίας από το 1534 έως το 1815. Είναι η πρώτη από τις δύο περιόδους της Γαλλικής αποικιακής αυτοκρατορίας και η εξέλιξή της περιλαμβάνει:
τις εξερευνήσεις και προσπάθειες αποίκησης του 16ου αιώνα.
το απόγειο προς τα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν τα εδάφη κάλυπταν τον Καναδά και την Λουιζιάνα στην Αμερική, αρκετά νησιά στις Αντίλλες, περιοχές στην Αφρική, την Ινδία και διάσπαρτα νησιά στον Ινδικό ωκεανό.
την σχεδόν ολοκληρωτική κατάρρευση από το 1763 έως το 1815.[1]
16ος αιώνας- Η εξερεύνηση
Με την εξερεύνηση των θαλασσών, οι Γάλλοι έχουν τους ίδιους στόχους με τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές θαλάσσιες δυνάμεις. Θέλουν κατ' αρχάς να βρουν ένα πέρασμα προς την Ινδία και έτσι να αποκτήσουν πρόσβαση στα πολύτιμα μπαχαρικά της, να ανακαλύψουν νέα πλούτη για εκμετάλλευση σε άγνωστες περιοχές και, τέλος, να διαδώσουν τη χριστιανική πίστη σε όλο τον κόσμο.
Πρόδρομος της γαλλικής αποικιακής αυτοκρατορίας είναι ο βασιλιάς Φραγκίσκος Α', ο οποίος αμφισβήτησε την αποικιακή ηγεμονία των Ισπανών και των Πορτογάλων, οι οποίοι με τη συγκατάθεση του Πάπα το 1494 μοιράστηκαν τον κόσμο με την Αλεξανδρινή γραμμή, και άρχισε προσπάθειες αποικισμού.
Μετά από αυτά τα ταξίδια έγιναν μερικές αποτυχημένες προσπάθειες εγκατάστασης Γάλλων στα παράλια του κόλπου του Ρίο ντε Τζανέιρο και στη Φλόριντα.
Αντίθετα, επιτυχία είχε από το 1560 η εγκατάσταση οχυρωμένων εμπορείων (βάσεων) στην ακτή των Βερβέρων στη Βορειοδυτική Αφρική για τη διευκόλυνση της αλιείας κοραλλιών, του εμπορίου σίτου κλ.
Έπειτα η Γαλλία βυθίστηκε στην αναταραχή των θρησκευτικών πολέμων και η αποικιακή πολιτική εγκαταλείφθηκε.
Ο καρδινάλιος Ρισελιέ εφάρμοσε αποικιακή πολιτική μεγάλης κλίμακας κυρίως με την ελπίδα να αποκόψει από τις πηγές πλούτου την Ισπανία, την Αγγλία και τις Ενωμένες Επαρχίες (Ολλανδία). Η ενίσχυση του ναυτικού της Γαλλίας για στρατιωτικούς λόγους ευνόησε την αποικιακή και εμπορική δράση. Άρχισε η σταθερή εγκατάσταση Γάλλων στις Αντίλλες. Ο Άγιος Χριστόφορος κατακτήθηκε το 1625, η Γουαδελούπη και η Μαρτινίκα το 1635 και η Ρεϋνιόν (Ιλ Μπουρμπόν) το 1642. Επίσης, οι Γάλλοι εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Β. Αφρικής, στις εκβολές του ποταμού Σενεγάλη, στη Μαδαγασκάρη. Ο Ρισελιέ δημιούργησε εταιρείες όπως την Εταιρεία της Νέας Γαλλίας στον Καναδά το 1628 και την Εταιρεία των Αμερικανικών Νήσων.
Ο Μαζαρίνος δεν ενδιαφέρθηκε για τη θάλασσα και τις αποικίες. Το ναυτικό εγκαταλείφθηκε. Το 1662 είχαν απομείνει ελάχιστα πλοία και ο αποικισμός σταμάτησε.
Από το 1661 με την αρχή της προσωπικής εξουσίας του Λουδοβίκου ΙΔ' και υπουργό τον Ζαν-Μπατίστ Κολμπέρ, άρχισε μια πραγματικά μεγάλη ναυτική και αποικιακή πολιτική.
Ο Κολμπέρ επιδιώκοντας να προμηθεύσει τη Γαλλία με προϊόντα ενθάρρυνε τις υπερπόντιες επιχειρήσεις. Δημιούργησε νέο στόλο, άρχισαν εξερευνήσεις στη Βόρεια Αμερική και το 1682 κατακτήθηκε η Λουιζιάνα. Στις Αντίλλες αναπτύχθηκε η καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου. Προωθήθηκε η εγκατάσταση στις όχθες του Σενεγάλη, στη Μαδαγασκάρη, στη Ρεϋνιόν, και κυρίως στην Ινδία όπου η διείσδυση συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του Κολμπέρ το 1683 από τη Γαλλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών.
Έτσι η Γαλλία έως το τέλος του αιώνα είχε εγκατασταθεί στη Βόρεια Αμερική και την Ινδία, περιοχές όπου η Βρετανία είχε περισσότερες κτήσεις, γεγονός που έδωσε αφορμή σε πόλεμο από το 1688-1697 (Εννεαετής πόλεμος) όπου η Γαλλία ηττήθηκε.[3]
Οι Γάλλοι ωστόσο συνέχισαν τις εξερευνήσεις. Στον Καναδά έφθασαν έως τα Βραχώδη όρη 1731-1743 και κατέλαβαν στις Αντίλλες τη Σάντα Λουτσία και στον Ινδικό ωκεανό το νησί του Μαυρικίου (Ιλ ντε Φρανς) το 1715 και τις Σεϋχέλλες το 1742.
Στην Ινδία, η Γαλλική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών υπό τη διεύθυνση του Ζοζέφ-Φρανσουά Ντιπλέξ από το 1719 έως το 1763 επέκτεινε την κυριαρχία της σε έκταση 1.300.000 χμ2 .
Το 1754 η πρώτη γαλλική αποικιακή αυτοκρατορία έφθασε στο απόγειο της ακμής της με συνολική έκταση άνω των 10 εκατομμυρίων χμ2 και πληθυσμό περίπου 30 εκατομμύρια, η Μητροπολιτική Γαλλία εκείνη την εποχή είχε 22 εκατομμύρια κατοίκους.[4]
Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα συνεχίστηκαν τα γαλλικά εξερευνητικά ταξίδια. Το 1768 ο Λουί-Αντουάν ντε Μπουγκαινβίλ εξασφάλισε τη γαλλική κυριαρχία στην Ταϊτή (Νέα Κύθηρα). Με τη συνθήκη των Βερσαλλιών του 1783 που τερμάτισε τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, η Γαλλία ανέκτησε το νησί Τομπάγκο στις Αντίλλες και επανήλθε στις αποικιακές βάσεις της στη Σενεγάλη.
Η Γαλλική επανάσταση υπερασπίστηκε την αποικιακή κληρονομιά της μοναρχίας αλλά με την εξέγερση των μαύρων στον Άγιο Δομίνικο το 1801 [5] η αποικία του Αγίου Δομίνικου διακήρυξε την ανεξαρτησία της και έγινε η Δημοκρατία της Αϊτής το 1804 καταργώντας τη γαλλική κυριαρχία στο νησί και συνέχισαν να χάνονται εδάφη της αποικιακής αυτοκρατορίας. Το 1803 η Γαλλία πούλησε τη Λουιζιάνα στις ΗΠΑ και από το 1811 η υπεροχή της βρετανικής αποικιακής αυτοκρατορίας ήταν πλέον αδιαμφισβήτητη.[6]
Από διοικητική άποψη, οι αποικίες ήταν τυπικά γαλλικές επαρχίες, στην πραγματικότητα όμως υπήρχαν σχέσεις υποτέλειας. Αρχικά τη διοίκηση είχαν αναλάβει οι Εταιρείες κατά το πρότυπο της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και αργότερα τοποθετήθηκαν Κυβερνήτες για τη στρατιωτική διοίκηση και Τοποτηρητές υπεύθυνοι για τις οικονομικές και διοικητικές υποθέσεις, και οι δύο διορίζονταν από το Παρίσι. Η υποτέλεια των αποικιών ήταν συνέπεια του οικονομικού συστήματος, σύμφωνα με το οποίο οι αποικίες ήταν εμπορικές βάσεις δημιουργημένες για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα της μητρόπολης.
Με την ανάπτυξη των φυτειών και για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες σε εργατικά χέρια, οι Γάλλοι μετέφεραν μεγάλο αριθμό Αφρικανών υπό το καθεστώς της δουλείας στις αποικίες τους, σε μεγάλα λιμάνια όπως το Μπορντώ και η Νάντη άνθισε το δουλεμπόριο. [8]Γύρω στα 1780 στα νησιά Μαυρίκιος και Ρεϋνιόν υπήρχαν 50.000 Αφρικανοί, στη Γουιάνα 11.000, στη Μαρτινίκα 90.000, στη Γουαδελούπη 93.000 και στον Άγιο Δομίνικο 400.000. Το 1685 ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΔ΄ με τον Μαύρο Κώδικα ρύθμισε το καθεστώς των σκλάβων, οι οποίοι όσο αυξάνονταν γίνονταν και πιο επικίνδυνοι. Το 1794, κατά την περίοδο της Γαλλικής επανάστασης η δουλεία καταργήθηκε αλλά η Υπατεία την επανέφερε. Η δουλεία καταργήθηκε οριστικά το 1848.[9]