Η αρχιτεκτονική ομάδα Kwadrat κέρδισε τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το κτίριο του Μουσείου του Δεύτερου Πολέμου.[2]
Ιστορία
Το μουσείο δημιουργήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου 2008 με νόμο του Υπουργού Πολιτισμού και Εθνικής Κληρονομιάς με την ονομασία Μουσείο Βέστερπλατε στο Γκντανσκ. Την ίδια ημέρα, ο Πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ διόρισε τον Καθ. Πάβεου Μαχτσέβιτς ως εκπρόσωπο του για το Μουσείο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Στην ομάδα του εκπροσώπου του μουσείου συμμετείχε ο Καθ. Πιοτρ Μαγέφσκι- ιστορικός από το Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας και ο Καθ. Γιάνους Μαρσάλετς, ο οποίος ήταν επικεφαλής του Τμήματος Δημόσιας Εκπαίδευσης του Ινστιτούτου Εθνικής Μνήμης στο Γκντανσκ από το 2000 έως το 2007. Ο σκοπός της ομάδας περιελάμβανε την ανάπτυξη της ιδέας του προγράμματος του Μουσείου του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιδέα παρουσιάστηκε στο κοινό στις 6 Οκτωβρίου 2008 στην Καγκελαρία του Προέδρου του Συμβουλίου Υπουργών στη Βαρσοβία κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης με ιστορικούς και μουσειολόγους. Το κείμενο της ιδέας και η καταγραφή της συζήτησης έχουν δημοσιευθεί σε έντυπη μορφή[3] και είναι επίσης άμεσα προσβάσιμα μέσω της ιστοσελίδας του μουσείου.[4] Η ανάπτυξη της ιδέας και του περιεχομένου των εκθέσεων συνδημιουργήθηκαν από διάσημους μελετητές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και του ολοκληρωτισμού, συμπεριλαμβανομένων των: Νόρμαν Ντέιβις, Τίμοθι Σνάιντερ, Τόμας Σαρότα, Βουοντζίμιες Μπορόντζιεϊ και Γέζι Βόιτσεχ Μπορέισα.[5]
Στις 26 Νοεμβρίου 2008, ο Υπουργός Πολιτισμού και Εθνικής Κληρονομιάς, Μπόγκνταν Ζντρογέφσκι, άλλαξε το όνομα αυτού του ιδρύματος από Μουσείο Βέστερπλατε σε Μουσείο του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στο Γκντανσκ.[6] Παράλληλα, όρισε το εύρος των εργασιών της εγκατάστασης δηλώνοντας: «Σκοπός των εργασιών του μουσείου είναι η συγκέντρωση μιας συλλογής που σχετίζεται με την ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η διαφύλαξη της και η διάθεση της, ιδίως μέσω έκθεσης, εκλαΐκευσης, εκπαίδευσης και εκδόσεων».[6]
Στις 15 Απριλίου 2016, ο Υπουργός Πολιτισμού και Εθνικής Κληρονομιάς, Πιοτρ Γκλίνσκι, ενημέρωσε για το συνδυασμό του Μουσείου του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και του Μουσείου Βέστερπλατε και του Πολέμου του 1939 (υπό οργάνωση), που δημιουργήθηκε το 2015.[7] Η απόφαση του Γκλίνσκι επηρεάστηκε από τις αρνητικές κριτικές για την Κύρια Έκθεση του μουσείου που ορίστηκε από το υπουργείο και δημιουργήθηκαν από τους Γιαν Ζάριν, Πιοτρ Σέμκα και Πιοτρ Νιβίνσκι.[8][9]
Στα τέλη του 2016, το Διοικητικό Δικαστήριο του Βοεβοδάτου στο Γκντνασκ αμφισβήτησε την απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού σχετικά με το συνδυασμό των δύο και διέταξε να σταματήσουν οι εργασίες για το σκοπό αυτό μέχρι να εξεταστεί η υπόθεση. Το Υπουργείο Πολιτισμού έκρινε άκυρη την απόφαση του δικαστηρίου.[10] Τον Ιανουάριο του 2017, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου του Βοεβοδάτου.[11]
Στις 30 Ιανουαρίου 2017, το Διοικητικό Δικαστήριο του Βοεβοδάτου στη Βαρσοβία διέκοψε τη συνένωση των δύο μουσείων έως ότου γίνει νόμιμη εξέταση της καταγγελίας που υποβλήθηκε από τη διεύθυνση του μουσείου και τον Επίτροπο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Στις 23 Μαρτίου το μουσείο άνοιξε για το κοινό.[12] Στις 5 Απριλίου, το Ανώτατο Δικαστήριο του Βοεβοδάτου απέρριψε τελικά την πρόταση για αναστολή της εκτέλεσης του κανονισμού του Υπουργού Πολιτισμού και Εθνικής Κληρονομιάς. Στις 6 Απριλίου, ο Καθ. Κάρολ Ναβρότσκι διορίστηκε ως αναπληρωτής διευθυντής των συνδυασμένων εγκαταστάσεων.[13]
Τον Σεπτέμβριο του 2019, ένα άγαλμα του Βίτολντ Πιλέτσκι στήθηκε μπροστά από το μουσείο, που δείχνει τον στρατηγό του ιππικού με τη στολή του και ένα καπέλο στρατοπέδου στο χέρι. Σχεδιαστής του αγάλματος ήταν ο Μάτσεϊ Γιαγκοντζίνσκι-Γιάγκενμερ, και το εκμαγείο και η ανέγερση κόστισαν 400.000 ζλότι.[14]
Κτίριο
Ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, Ντόναλντ Τουσκ, άνοιξε τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το σχεδιασμό του κεντρικού κτηρίου του μουσείου. Η κριτική επιτροπή περιελάμβανε ειδικούς όπως ο Ντάνιελ Λίμπεσκιντ και ο Τζακ Λόμαν, ο διευθυντής του Μουσείου του Λονδίνου. Το νικητήριο σχέδιο δημιουργήθηκε από το αρχιτεκτονικό στούντιο Kwadrat με έδρα τη Γκντίνια. Το κτίριο βλέπει στον ποταμό Μοτουάβα και βρίσκεται στην οδό Βαουόβα (Wałowa), σε κοντινή απόσταση από τον ποταμό Ραντούνια και το ιστορικό κτήριο των Πολωνικών Ταχυδρομείων. Ο χώρος του μουσείου καλύπτει μια έκταση 2,5 στρεμμάτων και το ίδιο το κτίριο καλύπτει περίπου 23.000 τετραγωνικά μέτρα. Το κτίριο αποτελείται από τρεις μεγάλες σφαίρες, οι οποίες συμβολικά αντιπροσωπεύουν τη σύνδεση μεταξύ του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Το πιο χαρακτηριστικό μέρος του κτιρίου είναι ο κεκλιμένος πύργος ύψους 40 μέτρων με γυάλινη πρόσοψη, ο οποίος στεγάζει βιβλιοθήκη, αίθουσες ανάγνωσης και συνεδριάσεων, καθώς και καφετέρια και εστιατόρια με πανοραμική θέα του Γκντανσκ.[15][16]
Αποδοχή
Το μουσείο έχει επαινεθεί για τις συλλογές του, αλλά επικρίθηκε για αυτό που θεωρείται υπερβολική παρέμβαση από το κυβερνών κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη που έκανε το μουσείο περισσότερο πατριωτικό και λιγότερο σκεπτικό.[17] Τον Δεκέμβριο του 2017, μια ομάδα 500 ακαδημαϊκών υπέγραψε μια ανοιχτή επιστολή που αποκάλεσε τις αλλαγές στο μουσείο «βάρβαρες» και μέρος μιας προσπάθειας να το μετατρέψει σε «θεσμό προπαγάνδας», ενώ ένας κυβερνητικός εκπρόσωπος υπερασπίστηκε τις αλλαγές, λέγοντας ότι τα εκθέματα έπρεπε να «διορθωθούν» και προσθέτοντας ότι «κάποια πράγματα πρέπει να αναδιαταχθούν», κάτι που συμβαίνει σε όλα τα μουσεία του κόσμου. Προσθέτοντας: «Αλλά είναι επίσης ένα πολωνικό μουσείο που χρηματοδοτείται από Πολωνούς φορολογούμενους. Οι Πολωνοί θέλουν απλώς το μουσείο που έχουν χρηματοδοτήσει να αφηγηθεί την ιστορία τους, να αναφέρεται στην πολωνική άποψη. Το μουσείο βρίσκεται στην Πολωνία και πρέπει να απαντήσει σε αυτούς που το χρηματοδότησαν».[18]
Hackmann, Jörg (2018). «Defending the "Good Name" of the Polish Nation: Politics of History as a Battlefield in Poland, 2015–18». Journal of Genocide Research20 (4): 587–606. doi:10.1080/14623528.2018.1528742.
Clarke, David; Duber, Paweł (2020). «Polish Cultural Diplomacy and Historical Memory: the Case of the Museum of the Second World War in Gdańsk» (στα αγγλικά). International Journal of Politics, Culture, and Society33 (1): 49–66. doi:10.1007/s10767-018-9294-x. ISSN1573-3416.