Ο Ιωάννης Κομνηνός (1015 - 12 Ιουλίου 1067) ήταν Βυζαντινός αριστοκράτης και στρατιωτικός ηγέτης από την Δυναστεία των Κομνηνών. Ο Ιωάννης Κομνηνός ήταν γιος του Μανουήλ Ερωτικού, του γενάρχη των Κομνηνών και αδελφός του αυτοκράτορα Ισαακίου Α΄ Κομνηνού. Υπηρέτησε ως δομέστικος των σχολών (αρχιστράτηγος) και κατείχε το αξίωμα του κουροπαλάτη.
Μετά την παραίτηση του Ισαάκιου Α΄ τον διαδέχθηκε ο Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας και ο Ιωάννης αποσύρθηκε από την δημόσια ζωή μέχρι τον θάνατο του (1067). Ο γιος του Αλέξιος Α΄ Κομνηνός έγινε αργότερα αυτοκράτορας (1081) και ήταν ο γενάρχης των Κομνηνών που κυβέρνησαν την Βυζαντινή αυτοκρατορία (1081 - 1085) και την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204 - 1461).
Βιογραφία
Ο πατέρας του Μανουήλ Ερωτικός ήταν επιφανής στρατηγός στην Βυζαντινή αυτοκρατορία όταν κυβέρνησε ο Βασίλειος Β´. Αναφέρεται για πρώτη φορά όταν ο μεγαλύτερος αδελφός του Ισαάκιος Α΄ σαν αρχηγός ομάδας επαναστατών ανέτρεψε τον Μιχαήλ ΣΤ΄. Ο Ιωάννης κατείχε την ίδια εποχή το αξίωμα του "Δούκα" αλλά μετά την μεγάλη νίκη του αδελφού του έγινε Κουροπαλάτης και στην συνέχεια διορίστηκε δομέστικος των σχολών της Δύσης. Δεν είναι γνωστό τίποτε άλλο για τις δραστηριότητες του Ιωάννη την εποχή που ήταν αυτοκράτορας ο αδελφός του. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος ο Νεότερος, που παντρεύτηκε την εγγονή του Άννα Κομνηνή, γράφει ότι άφησε τις (μη κατονομαζόμενες) πράξεις του ως δομέστικος ως "αθάνατο μνημείο" για τους κατοίκους των βαλκανικών επαρχιών. Την σύντομη θητεία του αδελφού του σαν αυτοκράτορα διέκοψε ο πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος που είχε εξαναγκάσει σε παραίτηση τον Μιχαήλ ΣΤ΄ και την υψηλή αριστοκρατία της πρωτεύουσας. Ο Κηρουλάριος αντέδρασε σκληρά στην οικονομική πολιτική του Ισαάκιου και τον πίεσε να παραιτηθεί, αποσύρθηκε στην Μονή Στουδίου.[5]
Διάδοχος του Ισαακίου ήταν ο Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας. Ο Βρυέννιος αναφέρει ότι αρχικά το στέμμα προσφέρθηκε στον Ιωάννη, αλλά εκείνος το αρνήθηκε, παρά το ότι η σύζυγος του Άννα Δαλασσηνή τον πίεσε έντονα να δεχτεί. Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Βαρζός αμφισβητεί την πληροφορία, θεωρόντας την μεταγενέστερη εφεύρεση για να δικαιολογήσει τον σφετερισμό του θρόνου από τον γιο του Ιωάννη, Αλέξιο Α΄ Κομνηνό. Ο Ιωάννης Κομνηνός δεν αναφέρεται καθόλου στις πηγές της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ι΄, και πιθανότατα έπεσε σε δυσμένεια παρά το ότι ο Νικηφόρος Βρυέννιος γράφει ότι ο Δούκας τον εκτιμούσε βαθύτατα. Το Τυπικό του 12ου αιώνα του Μοναστηρίου του Χριστού του Φιλανθρώπου, που ίδρυσε η σύζυγος του Αλεξίου Α΄, Ειρήνη Δούκαινα, είναι η μόνη πηγή ππυ διασώζει την πληροφορία ότι ο Ιωάννης αποσύρθηκε σε μοναστήρι και πέθανε σαν μοναχός στις 12 Ιουλίου 1067.
Οικογένεια
Ο Ιωάννης Κομνηνός παντρεύτηκε την Άννα Δαλασσηνή (1044) πατέρας της ήταν ο Βυζαντινός αξιωματούχος Αλέξιος Χάρων, έζησε πολλά χρόνια μετά των σύζυγο της και κυβέρνησε την οικογένεια της μητριαρχικά. Η Άννα ενεπλάκη σε πολλές συνωμοσίες απέναντι στην Δυναστεία των Δουκών, δεν τους συγχώρεσε ποτέ για την απώλεια του θρόνου (1059). Αργότερα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανατροπή του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη και στην άνοδο του γιου της Αλεξίου Α΄ Τα επόμενα 15 χρόνια συγκυβέρνησε με τον γιο της και είχε την πραγματική εξουσία στην αυτοκρατορία, τα τελευταία χρόνια αποσύρθηκε σε μοναστήρι όπου και πέθανε την διετία 1100-1102.[12][13] Ο Ιωάννης Κομνηνός και η Άννα Δαλασσηνή απέκτησαν οχτώ τέκνα:
- Μανουήλ π. 1045-1071, κουροπαλάτης και πρωτοστράτωρ.
- Μαρία γενν. 1045, παντρεύτηκε τον Μιχαήλ Ταρωνίτη.
- Ισαάκιος 1047-1104/7, Πρίγκιπας της Αντιόχειας και σύζυγος της Ειρήνης εξ Αλανίας.
- Ευδοκία π. 1052-πριν το 1136, παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Μελισσηνό.
- Θεοδώρα Κομνηνή π. 1054-πριν το 1136, παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Διογένη κουροπαλάτη.
- Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1048/56-1118), αυτοκράτορας, σύζυγος της Ειρήνης Δούκαινας, δισεγγονής Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα.
- Αδριανός Κομνηνός (;-1105), σύζυγος της Ζωής Δούκαινας.
- Νικηφόρος π. 1062-μετά το 1136, σεβαστός, μέγας δρουγγάριος του στόλου.
Παραπομπές
- ↑ ODB, "Isaac I Komnenos" (C. M. Brand, A. Cutler), σσ. 1011–1012.
- ↑ Βαρζός Κωνσταντίνος, σσ. 53-56
- ↑ ODB, "Dalassene, Anna" (C. M. Brand), σ. 578.
Πηγές