Καθεδρικός Ναός Αποστόλων Πέτρου και Παύλου Σιλίστρας
Ιεραρχία
Μητροπολίτης
Ιάκωβος (Στόικοφ Ντόντσεφ)
Η Ιερά Μητρόπολις Δοροστόλου (βουλγαρικά: Доростолска митрополия) είναι μία από τις Μητροπόλεις της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ως τα τέλη του 19ου αιώνα που υπαγόταν στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ήταν γνωστή ως «Ιερά Μητρόπολις Δρύστρας». Έδρα της είναι η Σιλίστρα (Δορύστολον ή Δουρόστολον στα Βυζαντινά Ελληνικά) και Μητροπολίτης της από τις 25 Οκτωβρίου 2020 ο Ιάκωβος (Στόικοφ Ντόντσεφ).
Ιστορικά στοιχεία
Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στην Κάτω Μοισία, την περιοχή της ρωμαϊκής πόλης Ντοροστόρουμ, κατά την παράδοση από τον Απόστολο Ανδρέα στα τέλη του 1ου αιώνα και πάντως πρέπει να είχε εξαπλωθεί αρκετά το αργότερο στα τέλη του 3ου αιώνα, καθώς τότε μαρτύρησε στο Δορόστολο για τη χριστιανική του πίστη ο στρατιώτης Δάσιος, του οποίου η μνήμη τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 20 Νοεμβρίου[1]. Επίσκοπος Δοροστόλου (ή Δοροστόλου ή Ροδοστόλου) μαρτυρείται στο β΄ μισό του 4ου αιώνα: περί το 383 την έδρα κατείχε ο επίσκοπος Αυξέντιος, ο οποίος ήταν Αρειανός. Η επισκοπή υπαγόταν τότε στη Μητρόπολη Μαρκιανουπόλεως[2], ενώ στα τέλη του 8ου αιώνα αναφέρεται ως επισκοπή της Μητρόπολης Οδησσού[3].
Κατά την εποχή του ηγεμόνα της Βουλγαρίας Πέτρου, μεταξύ των ετών 934 και 944[4], ο ελληνικής καταγωγής Επίσκοπος Δρύστρας Δαμιανός έλαβε από τον Αυτοκράτορα Ρωμανό Λεκαπηνό τιμητικώς τον τίτλο του Πατριάρχη[α]. Από τον 11ο αιώνα η Mητρόπολη Δοροστόλου, μετά από σύντομη υπαγωγή στην Αρχιεπισκοπή Αχριδών[7], ονομάζεται πλέον «Δρύστρας», πιθανότατα σλαβική παραφθορά της παλαιότερης ονομασίας[8] και ο Μητροπολίτης Δρύστρας έφερε και τον τίτλο «υπέρτιμος και έξαρχος παντός Παραδουνάβεως[9]».
Κατά την Οθωμανική περίοδο, η Μητρόπολη συνέχισε να έχει έδρα τη Σιλίστρα και δικαιοδοσία σε όλη την περιοχή της Δοβρουτσάς[10]. Αργότερα, κατά το 17ο και 18ο αιώνα, φαίνεται πως η Μητρόπολη Δρύστρας διατηρούσε στενές σχέσεις με τους ηγεμόνες της Βλαχίας, όπως μαρτυρεί και το γεγονός ότι ο πρίγκιπας («οσποδάρος») της Βλαχίας Γρηγόριος Α΄ Γκίκας ανήγειρε τον καθεδρικό ναό στη Σιλίστρα[10], ενώ οι μητροπολίτες Δρύστρας αποστέλλονταν συχνά στη Βλαχία ως έξαρχοι του Οικουμενικού Θρόνου[11].
Το 1806 ο μητροπολίτης κατέφυγε στο Βουκουρέστι λόγω του Ρωσοτουρκικού πολέμου και η Μητρόπολη παρέμεινε σε χηρεία[10]. Ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα η βόρεια Δοβρουτσά είχε τεθεί υπό τη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Προϊλάβας με έδρα τη Βραΐλα και ίσως για το λόγο αυτό το Οικουμενικό Πατριαρχείο αποφάσισε το 1813 να ενωθούν οι μητροπόλεις Προϊλάβας και Δρύστρας[12].
Μετά τη συνθήκη της Αδριανούπολης που ενσωμάτωσε την Βραΐλα στην ηγεμονία της Βλαχίας, η μητρόπολη Προϊλάβας καταργήθηκε και επανασυστάθηκε εκείνη της Δρύστρας, με έδρα και πάλι τη Σιλίστρα και δικαιοδοσία σε όλη την οθωμανική επαρχία της Δοβρουτσάς[13]. Ακολούθησαν προσπάθειες να ανασυγκροτηθεί η επαρχία, η οποία ανακόπηκε από την άνοδο του βουλγαρικού εθνικισμού και την κρίση στις σχέσεις της «Μεγάλης Εκκλησίας» με τους Βούλγαρους. Ήδη από το καλοκαίρι του 1860 πολλές βουλγαρικές κοινότητες στην περιοχή δεν αναγνώριζαν πια τον πατριαρχικό, ελληνικής καταγωγής, μητροπολίτη Διονύσιο[10].
Στις 28 Φεβρουαρίου 1870, με το φιρμάνι του σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ που επέτρεψε την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, οριζόταν η επισκοπή Δοροστόλου ως μία από τις 15 επισκοπές της. Το ίδιο έτος αποφασίστηκε η ένωση των επισκοπών Δοροστόλου και Τσερβένου (Ρούσε) σε ενιαία Μητρόπολη Δοροστόλου-Τσερβένου, με έδρα το Ρουστσούκι (Ρούσε), και το 1872 εξελέγη ο πρώτος επίσκοπος της νέας επισκοπής. Ακολούθησε οξύς ανταγωνισμός μεταξύ της πατριαρχικής και της εξαρχικής μητρόπολης για τον προσεταιρισμό των ρουμανικών ορθόδοξων κοινοτήτων[10].
Μετά το 1879 το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν χειροτόνησε άλλο Μητροπολίτη Δρύστρας και η επαρχία έπαψε να υπάρχει γι'αυτό, αλλά από το 1896 αποδίδει τον τίτλο «Ροδοστόλου» σε τιτουλάριους επισκόπους του[14]. Βούλγαροι Μητροπολίτες που χειροτονούνταν από την Εξαρχία ως το 1945 θεωρούνταν σχισματικοί. Το 1927 εξελέγη Μητροπολίτης Δοροστόλου και Τσερβένου ο Μιχαήλ (Τοντόρωφ Τσαβντάρωφ), επί των ημερών του οποίου ήρθη το σχίσμα (1945) και η Βουλγαρική Εκκλησία εξυψώθηκε σε Πατριαρχείο (1953).
Στις 17 Δεκεμβρίου 2001 η Μητρόπολη διαιρέθηκε εκ νέου στη Μητρόπολη Ρούσε και τη Μητρόπολη Δοροστόλου.
↑Житие и жизнь преподобнаго отца нашего Теодосия иже в Трънове постничьствовавшаго съписано светеишимь патриархомь Константина града кирь Калистомь (изд. В. Н. Златарски). — Сборник за народни умотворения, наука и книжнина, 20/II.2, 1904, 25.
↑Trapp, E. Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit. Wien, 1976—1996. № 10472