Η Αττική διάλεκτος (αναφερόμενη και ως Κλασική Ελληνική, η Αττική Κοινή η Αττική Ελληνική), μιλήθηκε στην Αττική και είναι σήμερα η πιο γνωστή από τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους. Εξελίχθηκε στην πρώτη κοινή γλώσσα των Ελλήνων και με τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου έγινε η Lingua Franca της εποχής. Απο τη συγκεκριμένη διάλεκτο κατάγεται και η Νεοελληνική γλώσσα όπως και όλες οι διάλεκτοι (πλην των Τσακωνικών). Είναι η τυποποιημένη μορφή της γλώσσας που μελετάται στο μάθημα των αρχαίων ελληνικών. Η Αττική και η Ιωνική διάλεκτος εμφανίζουν μεγάλη μορφολογική συγγένεια, και ως εκ τούτου, συχνά, θεωρούνται μία ενιαία διάλεκτος και κατατάσσονται μαζί.[1][2]
Λογοτεχνία στην Αττική Διάλεκτο
Η πιο πρόωρη καταγραμμένη ελληνική λογοτεχνία, που αποδόθηκε στον Όμηρο και χρονολογείται στον 7ο ή 8ο αιώνα π.Χ., δεν γράφτηκε στην αττική διάλεκτο, αλλά σε "παλαιά ιωνική". Η Αθήνα και η διάλεκτός της παρέμειναν σχετικά σκοτεινές έως ότου οδήγησαν οι αλλαγές του πολιτεύματός της στη δημοκρατία το 594 π.Χ., την έναρξη της κλασσικής περιόδου και την άνοδο της αθηναϊκής επιρροής.
Τα πρώτα εκτενή έργα της λογοτεχνίας σε αττικό επίπεδο είναι τα έργα των δραματουργών Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη και Μενάνδρου τον 5ο αιώνα π.Χ. Τα κείμενα του Αθηναίου φιλοσόφουΠλάτωνα χρονολογούνται επίσης από εκείνον τον αξιοπρόσεκτο αιώνα της λογοτεχνίας. Οι στρατιωτικοί άθλοι των Αθηναίων οδήγησαν μερικούς που τους μελέτησαν παγκοσμίως να θαυμάσουν την ιστορία της γλώσσας αυτής, στην οποία είναι γραμμένα τα έργα του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα. Ελαφρώς λιγότερο γνωστοί επειδή είναι πιο τεχνικοί και νομικοί είναι οι λόγοι των ρητόρων όπως του Αντιφώντα, του Δημοσθένους, του Λυσία, του Ισοκράτη και πολλών άλλων.
Ο αττικιστής Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης (384-322 π.χ.), ο οποίος ήταν μαθητής του Πλάτωνα, χρονολογείται από την περίοδο στην οποία η κλασσική αττική εξελίσσεται στην κοινή Ελληνιστική.
Εξάπλωση τής αττικής διαλέκτου
Λόγω τού γοήτρου που είχε αποκτήσει η Αθήνα χάρη στην απόκρουση τών Περσών και τής απαράμιλλης ανάπτυξής της στα γράμματα και στις τέχνες, η Αθήνα ήλθε στο πολιτικό και πολιτιστικό προσκήνιο τών πόλεων τής Ελλάδος τού 5ου π.Χ. αιώνα. Έτσι η αττική διάλεκτος ήδη από τον 5ο π.Χ. αιώνα αρχίζει να επιβάλλεται στην συνείδηση τών Ελλήνων ως η διάλεκτος που προσφέρεται να παίξει τον ρόλο ενός πανελληνίου γλωσσικού οργάνου. Εξ αιτίας μάλιστα τής έλλειψης σοβαρών αντιπάλων πλέον, η αττική γίνεται βαθμιαία αποδεκτή ως η μόνη κοινή γλώσσα[3]. Οι επιχώριες διάλεκτοι, δηλαδή οι επίσημες γλώσσες τών διαφόρων πόλεων-κρατών αρχίζουν από τα μέσα τού 4ου π.Χ. αιώνα να δέχονται την επίδραση τής Αττικής κοινής: οι επιγραφές τών χρόνων αυτών δείχνουν φανερά την πορεία αυτής τής επιδράσεως: σκόρπια στοιχεία τής Αττικής κοινής, που πυκνώνουν με την πάροδο τού χρόνου όλο και περισσότερο, σε σημείο να εμφανίζεται στις επιγραφές μια μορφή μεικτής γλώσσας από στοιχεία τής επιχώριας και τής αττικής διαλέκτου, για να φθάσει μετέπειτα στην πλήρη επικράτηση τής Αττικής κοινής -διαφορετικά κατά περιοχή και διάλεκτο- μεταξύ 2ου και 1ου π.Χ. αιώνα ώς τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες.
Μερικά παραδείγματα από την διαλεκτική διείσδυση τής αττικής κοινής στις άλλες διαλέκτους:
Ήδη τον 5ο π.Χ. αιώνα παρατηρείται συχνά η χρήση τού αττικού α αντί τού ιωνικού η : οἰκίαν (αντί οἰκίην), Κέως (τέλη 5ου π.Χ. αιώνα).
Χρήση τής αττικής δοτικής σε -οις αντί τής ιωνικής σε -οισι : ἐκγόνοις (αντί ἐκγόνοισι), Ερυθραί Μ. Ασίας (αρχές 4ου αιώνα π.Χ.)
Τύπος με -ρα αντί τού Αιολικού-ρο : στραταγίοντος (ὁ στραταγίων = ο Μέγας Αλέξανδρος), αντί στροταγίοντος ,Ορχομενός (329 π.Χ.).
Τύποι τής αττικής διαλέκτου εντοπίζονται και στην Δωρική διάλεκτο:
Χρήση τού αριθμιτικού εἴκοσι (αντί τού Fίκατι), Δελφοί (343 π.Χ.)
Χρήση τού ἱερὸς αντί τού ἱαρὸς, Δελφοί (380 π.Χ.)
Η επίσημη όμως και πραγματικά αποφασιστική αναγνώριση τού γοήτρου τής Αττικής κοινής υπήρξε η αναγνώρισή της από τον Φίλιππο Β' και η καθιέρωσή της σε επίσημη γλώσσα τού κράτους τής Μακεδονίας[4][5][6]. Εφεξής η αττική κοινή ακολούθησε την τύχη τού μεγάλου αυτού ελληνικού κράτους. Εξαπλώθηκε με τις κατακτήσεις τού Μ. Αλεξάνδρου σε μεγάλες εκτάσεις τού ασιατικού χώρου, έγινε κύρια γλώσσα τών εμπορικών συναλλαγών (lingua franca), η επίσημη γλώσσα τής αυτοκρατορίας[7], αλλά και κύρια γλώσσα τών πολιτιστικών και πνευματικών εκδηλώσεων (Kultursprache) πολλών ανατολικών λαών και η γλώσσα τής νέας θρησκείας, τής Χριστιανικής[8], γεγονός που είχε ευρύτερη σημασία για την περαιτέρω εξέλιξή της στον ελληνικό και διεθνή χώρο[9].
Η αττική κοινή, καθώς έγινε η κοινή γλώσσα όλων τών Ελλήνων, απορρόφησε και στοιχεία από άλλες διαλέκτους, κυρίως Ιωνικά[10] και απέβαλε και κάποια δικά της όπως:
Χρήση τού -σσ αντί του -ττ: γλῶσσα, θάλασσα αντί γλῶττα, θάλαττα.
Χρήση τού -ρσ αντί του -ρρ: χερσόνησος, ἄρσεν αντί χερρόνησος, ἄρρεν. [11]
Χαρακτηριστικά
Γενικότερα χαρακτηριστικά πού διακρίνουν την αττική διάλεκτο από τις λοιπές διαλέκτους είναι:
Η τροπή τού κληρονομηθέντος *ᾱ σε η : δᾶμος < δῆμος, τιμά < τιμή, νίκᾱ < νίκη, ωστόσο μετά τα ρ,ι,ε επανεμφανίζεται το μακρό ᾱ, π.χ. χώρᾱ, οἰκίᾱ, χαρά, ἀνίᾱ.
Η τροπή τής προφοράς τού Υ (=u) σε ü.
Η πρώιμη σίγηση τού δίγαμμα (F). Το F στην Ιωνική Αττική σιγήθηκε αρκετά νωρίς (περί το 800 π.Χ.) όπως μαρτυρούν τύποι πού υφίστανται έκθλιψη: κλῦθ' ἄναξ (αντί "κλῦθι Fάναξ", Αρχίλοχος), δοῦλι' ἔργα (αντί δούλια Fέργα, Σημωνίδης). Στις άλλες διαλέκτους το F διετηρήθη -και μαρτυρείται επιγραφικώς- ώς τον 4ο π.Χ. αιώνα. Το F (=/w/) αποτελούσε ιδιαίτερο φώνημα τού συστήματος τής ελληνικής, δηλούμενο κανονικά στην Μυκηναϊκή ελληνική (wa-na-ka = Fάναξ) και χρησιμοποιούμενο κατά τους χρόνους συνθέσεως τών επών -τουλάχιστον τών αρχαιοτέρων επών. Πλήθος χωρίων (περί τα 3.350!) τών ομηρικών επών αποκαθίστανται με την παρουσία τού F : ἐσθλὸν δ' | οὔτε τι | πω (F)εἶ|πες (F)ἔπος | οὔτ' ἐτέ | λεσσας (Α 108). .
↑Γ.Μπαμπινιώτης, Συνοπτική Ιστορία τής Ελληνικής Γλώσσας, Σελ. 117
↑Στον σχηματισμό τής αττικής κοινής συμμετείχαν και βορειοδυτικά/δωρικά και αιολικά στοιχεία, κυρίως λεξιλογικά. Μάλιστα η επίδραση τών άλλων διαλέκτων (Ιωνική, Δωρική, Αιολική, κλπ.) στην αττική κοινή θεωρείτο τόσο σημαντική, που οδήγησε τον Kretschmer να διατυπώσει την (λανθασμένη) άποψη ότι στην δημηιουργία τής Ελληνιστικής Κοινής συνέβαλαν από κοινού όλες οι ελληνικές διάλεκτοι.
↑Επίσης, σε αττικές επιγραφές εντοπίζουμε ονόματα εκφρασμένα με τύπο "αναττικό": Ἰῆται, Ναξιῆται, Πριηνῆς, Ἀρχέλας, Θευγείτων, κλπ. -Χατζιδάκις, Σύντομος Ιστορία ελληνικής γλώσσης, Σελ. 52