Η Γραμμική Β ήταν συλλαβικό αλφάβητο που αποτέλεσε την πρώτη γραφή της ελληνικής γλώσσας. Προέρχεται από την προγενέστερη Γραμμική Α και χρησιμοποιήθηκε κατά τη Μυκηναϊκή Περίοδο, από τον 17ο ως τον 13ο αι. π.Χ., κυρίως για την τήρηση λογιστικών αρχείων στα ανάκτορα. Η παλαιότερη γραφή στην Μυκηναϊκή γλώσσα που έχει ανακαλυφθεί χρονολογείται γύρω στον 15ο αιώνα π.Χ.[1]
Εύρεση
Ανακαλύφθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα στην Κνωσό από τον Άρθουρ Έβανς, που την ονόμασε έτσι επειδή χρησιμοποιούσε γραμμικούς χαρακτήρες (και όχι εικονιστικούς, όπως η μινωική ιερογλυφική γραφή) χαραγμένους σε πήλινες πινακίδες. Διέφερε όμως από μια πρωιμότερη παρόμοια γραφή, τη Γραμμική Α, που βρέθηκε επίσης στην Κνωσό και στη νότια Κρήτη. Πήλινες πινακίδες με Γραμμική Β γραφή βρέθηκαν αργότερα στο μυκηναϊκό ανάκτορο της Πύλου στη Μεσσηνία και σε άλλες θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Συνολικά έχουν βρεθεί περί τα 5.000 κείμενα σε Γραμμική Β (κυρίως πινακίδες και δευτερευόντως αγγεία). Από αυτά γύρω στα 3.000 προέρχονται από την Κνωσό, γύρω στα 1.400 από την Πύλο, γύρω στα 300 από τη Θήβα, 90 από τις Μυκήνες ενώ μικρότερος αριθμός προέρχεται από τα Χανιά, τα Μάλια, την Τίρυνθα, την Ελευσίνα, τον Ορχομενό και αλλού.
Αμφισβητούμενη είναι η χρονολόγηση των κειμένων. Το αρχαιότερο[2] χρονολογείται γύρω στα 1450 π.Χ.[3] και είναι γραμμένο σε πήλινη πινακίδα που ανακαλύφθηκε το καλοκαίρι του 2010 στην Ίκλαινα Μεσσηνίας από τον καθηγητή Μιχάλη Κοσμόπουλο. Άλλα, γραμμένα λίγο αργότερα, προέρχονται από την Κνωσό και ανήκουν στην υστερομινωική ΙΙ περίοδο (περί τα 1400 π.Χ.). Τα υπόλοιπα κείμενα από την Κνωσό είναι κατά την κρατούσα γνώμη από το 1370 π.Χ. πριν την καταστροφή του μυκηναϊκού ανακτόρου. Υποστηρίζεται όμως και η άποψη[εκκρεμεί παραπομπή] ότι είναι κατά έναν αιώνα νεότερα. Τα υπόλοιπα κείμενα χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα π.Χ.
Με βάση τον γραφικό χαρακτήρα των γραφέων οι αρχαιολόγοι υποθέτουν ότι τις πινακίδες της Κνωσού τις έγραψαν τουλάχιστον 60 διαφορετικοί γραφείς, ενώ αυτές της Πύλου τουλάχιστον 30.
Αποκρυπτογράφηση
Η Γραμμική Β αρχικά δεν ταυτίστηκε με καμία γλώσσα, θεωρούμενη από τον Έβανς ότι αναπαριστούσε μια ξεχωριστή γλώσσα που ονόμαζε Μινωική, ενώ ήταν σχεδόν απόλυτα πεπεισμένος ότι ήταν αδύνατο να ήταν Ελληνική.
Πολύ αργότερα από την ανακάλυψη των πινακίδων και μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες αρχαιολόγων και γλωσσολόγων, αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 από το νεαρό αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις (M. Ventris). Ο Βέντρις ζήτησε τη βοήθεια του κλασικού φιλολόγου Τζον Τσάντγουικ (J. Chadwick) και μαζί δημοσίευσαν ένα ιστορικό άρθρο στο Journal of Hellenic Studies.[1] Εκεί ερμήνευαν με σιγουριά 65 από τα 88 τότε γνωστά σύμβολά της, διατύπωναν τους βασικούς κανόνες ορθογραφίας της και έφερναν στο φως μια αρχαϊκή ελληνική διάλεκτο πέντε αιώνες παλαιότερη από τα Ελληνικά του Ομήρου.
Η Γραμμική Β περιλαμβάνει 89 συλλαβογράμματα, που αναπαριστούν συλλαβές με φωνητική αξία και περί τα 260 ιδεογράμματα (ή λογογράμματα), που αποδίδουν έννοιες όπως άνδρας, γυναίκα, αγελάδα, λάδι, κρασί κλπ. και σύμβολα για την απόδοση αριθμών. Αν και τα κείμενά της είναι στην πλειοψηφία τους λίστες εφοδίων που μπαίνουν, βγαίνουν ή είναι αποθηκευμένα στα ανάκτορα και τηλεγραφικές επιγραφές εμπορευμάτων, η αξία τους ως πρωτογενείς πηγές για την οικονομία, το εμπόριο, τη θρησκεία, την κοινωνική διαστρωμάτωση και τη διοικητική οργάνωση της μυκηναϊκής Ελλάδας είναι τεράστια. Ως σήμερα έχει αποκρυπτογραφηθεί το 87% των κειμένων.
Αρκετές προσπάθειες έχουν γίνει μέχρι σήμερα, για να ερμηνευθούν και τα υπόλοιπα 17 περίπου σύμβολα των οποίων δεν είναι γνωστή η συλλαβική τους αξία.
Γλώσσα
Μυκηναϊκή Ελληνική
Οι πινακίδες της Γραμμικής Β μας δίνουν πληροφορίες για τη γλώσσα της εποχής. Είναι τα πρώτα γραπτά μνημεία ελληνικής γλώσσας. Είναι πολύτιμος μάρτυρας της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας.
Από την άλλη βλέπουμε νεωτερισμούς, οι οποίοι δεν έχουν λάβει χώρα σε μεταγενέστερες διαλέκτους από τις οποίες έχουμε δείγματα γραφής, όπως η συριστικοποίηση του -τ-: e-ko-si = *έχοντι>*έχονσι>έχουσι. Η εξέλιξη αυτή δεν υπάρχει σε μεταγενέστερα κείμενα άλλων διαλέκτων όπως της δωρικής, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι την εποχή της Γραμμικής Β υπήρχε τουλάχιστον και άλλη μία ελληνική διάλεκτος πλην της μυκηναϊκής.[5]
Κανόνες γραφής
Ο συλλαβικός χαρακτήρας της Γραμμικής Β, ιδίως το γεγονός ότι αναγράφει μόνο φωνηεντικές συλλαβές ή αποτελούμενες από σύμφωνο + φωνήεν, δυσκολεύει την ανάγνωση των λέξεων, αφού οι συλλαβές μπορούν να αναγνωστούν με διαφορετικούς τρόπους. Από το γεγονός ότι η Γραμμική Β δεν αποδίδει τα ελληνικά με ακρίβεια συμπεραίνουν αρκετοί ότι η γραφή από την οποία προέρχεται (η Γραμμική Α) δεν είχε φτιαχτεί ως γραφή της ελληνικής, αλλά ενδεχομένως μιας άλλης άγνωστης γλώσσας, στην οποία ταίριαζε καλύτερα. Εικάζεται επίσης ότι λόγω αυτής της δυσχερούς απόδοσης των ελληνικών η Γραμμική Β στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε. Κάποιοι κανόνες γραφής της Γραμμικής Β είναι οι εξής:
Η έκταση των φωνηέντων δεν διευκρινίζεται. Έτσι δεν υπάρχει γραπτή διάκριση μεταξύ ο και ω (π.χ. στη λέξη ko-no-so: Κνωσός) ή ε και η.
Δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ λ και ρ.
Η γραφή δεν αποδίδει τη διάκριση μεταξύ ηχηρών, αήχων και δασυνομένων κλειστώνσυμφώνων (τα κα/χα/γα γράφονται ως ka και τα πα/φα/βα ως pa). Μόνο για το ηχηρό οδοντικόδ υπάρχει ειδικό συλλαβόγραμμα. Έτσι, το δα γράφεται da ενώ τα τα/θα ta.
Οι οπίσθιες δίφθογγοιαυ, ευ (που λήγουν σε -υ) αποδίδονται με ένα συλλαβόγραμμα και το u. Μόνο για την αρχική δίφθογγο Αυ- υπάρχει ιδιαίτερο συλλαβόγραμμα.
Στις πρόσθιες διφθόγγους (που λήγουν σε -ι) το i εκπίπτει στη γραφή. Έτσι η συλλαβή φαι γράφεται pa. Ειδικά όμως, το τοπωνύμιο Φαιστός έχει βρεθεί να αποδίδεται (παρά τον κανόνα) και ως pa-i-to. Στην αρχή της λέξης το αι μπορεί να γράφεται είτε a είτε με ειδικό συλλαβόγραμμα.
Αν μετά τα φωνήεντα υ και ι ακολουθεί άλλο φωνήεν, τότε τίθεται ανάμεσά τους ημίφωνο (F) w ή j. Το ίδιο ισχύει και για διφθόγγους που λήγουν σε u και i, παρ’ όλο που το i στη δεύτερη περίπτωση δεν γράφεται (λ.χ. ra-jo: λαιός, ku-wa: *κόρFα > κόρη/κούρη).
Διπλά όμοια σύμφωνα γράφονται ως απλά (το σσο γράφεται so).
Συμφωνικά συμπλέγματα, των οποίων το πρώτο μέρος είναι κλειστό σύμφωνο, αναλύονται σε δύο συλλαβές με το ίδιο φωνήεν ως συνοδίτη φθόγγο (το κνω/κνο γράφεται ko-no).
Συμπλέγματα από διαρκές + κλειστό σύμφωνο βραχύνονται ως προς τη γραφή σε μία συλλαβή, απαλείφοντας το διαρκές (το στο γράφεται to).
Στα συμπλέγματα από δύο διαρκή σύμφωνα γράφονται κατά κανόνα και τα δύο σύμφωνα (το μνι γράφεται mi-ni). Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις, όπου το πρώτο σύμφωνο δεν γράφεται. Η εξαίρεση έχει συστηματικό χαρακτήρα όταν το δεύτερο σύμφωνο είναι το σ, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις εξαιρέσεων για τις οποίες δεν μπορεί να διατυπωθεί κανόνας.
Τα σύμφωνα στο τέλος της λέξης παραλείπονται. Στις σπάνιες περιπτώσεις που μια λέξη λήγει σε -qs, -ps ή -ks, το κλειστό σύμφωνο αντικαθίσταται στη γραφή από το φωνήεν της προτελευταίας συλλαβής: η κατάληξη qs γράφεται με το φωνήεν της προηγούμενης συλλαβής ως qo.
↑Violatti, Cristian. «Linear B Script». World History Encyclopedia (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 6 Ιουνίου 2023.
↑«Δεν είναι ακριβώς η παλαιότερη γραφή της Ευρώπης, γιατί Γραμμική Β γραφή έχει βρεθεί πάνω και σε ένα βότσαλο στην Καυκανιά Ηλείας (έξω από την Ολυμπία) από την αρχαιολόγο Ξένη Αραπογιάννη. Η γραφή εκείνη είναι μεσοελλαδικής εποχής (1.600 π.Χ.). Της Ίκλαινας είναι βεβαίως η παλαιότερη Γραμμική Β γραφή πάνω σε πήλινη πινακίδα». (Νίνα Κοντράρου Ρασσιά, Το λογιστήριο του Μυκηναίου ηγεμόνα, Ελευθεροτυπία, 16/7/2011)
↑Χριστίδης, Α. Φ. (2002). Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας: Από τις Αρχές έως την Ύστερη Αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. σελ. 200. ISBN960-231-094-4.