Ο Έριχ φον Στρόχαϊμ[12] (γερμανικά: Erich Oswald Hans Carl Maria von Stroheim) (22 Σεπτεμβρίου1885 - 12 Μαΐου1957) ήταν αυστροαμερικανός σκηνοθέτης, ηθοποιός και σεναριογράφος, γνωστός περισσότερο ως κινηματογραφικός αστέρας και αβανγκάρντ, οραματιστής σκηνοθέτης της εποχής του βωβού κινηματογράφου. Η αριστουργηματική του προσαρμογή του βίβλιου McTeague του Φρανκ Νόρις, με τίτλο Απληστία θεωρείται μία από τις καλύτερες και πιο σημαντικές ταινίες που έγιναν ποτέ. Μετά από συγκρούσεις με τα αφεντικά των στούντιο του Χόλυγουντ πάνω σε θέματα προϋπολογισμού και δικαιωμάτων των εργαζομένων, ο Στρόχαϊμ σταμάτησε να εργάζεται ως σκηνοθέτης και στη συνέχεια ακολουθησε μια καριέρα ως καρατερίστας, ιδιαίτερα στον γαλλικό κινηματογράφο. Για τις πρώτες καινοτομίες του ως σκηνοθέτη, ο Στρόχαϊμ εξακολουθεί να αναφερεται στην ιστορία του κινηματογράφου ως ένας από τους πρώτους από τους σκηνοθέτες.[13] Βοήθησε να εισαχθούν πιο εξελιγμένα πεδία και νευρικά σεξουαλικά και ψυχολογικά υπόγεια ρεύματα στον κινηματογράφο. Αγαπημένος από τους παρισινούςνεοσουρεαλιστές σκηνοθέτες γνωστούς ως Letters, τιμάται από τον Letterist Μορίς Λεμέτρ με μια ταινία αφιερώμα διαρκειας 70 λεπτών του 1979 με τίτλο Erich von Stroheim.
Ο Στρόχαϊμ μετανάστευσε στην Αμερική στις 26 Νοεμβρίου1909.[17][18][19] Κατά την άφιξή του στο νησί Έλις, ισχυριζόταν ότι ήταν ο κόμης Εριχ Όσβαλντ Χανς Καρλ Μαρία φον Στρόχαϊμ και Νοόντβαλ, γόνος μιας αυστριακής αριστοκρατικής οικογενειας. Ωστόσο, για πρώτη φορά βρήκε δουλειά ως πλανόδιος πωλητής που τον οδήγησε στο Σαν Φρανσίσκο και στη συνέχεια στο Χόλιγουντ.[17]
Τόσο ο Μπίλι Γουάλντερ όσο και ο ατζέντης του Στρόχαϊμ, Πολ Κόνερ, ισχυρίστηκαν ότι μιλαγε με αυστηρή αυστριακή προφορά. Τα χρόνια του στην Αμερική φαίνεται ότι επηρέασαν την ομιλία του. Στην ταινία Ο Μεγάλος Γκαμπό, η ομιλία του Στρόχαϊμ είχε περισσότερο αμερικανικά χαρακτηριστικά. Αργότερα, ενώ ζούσε στην Ευρώπη, ο Στρόχαϊμ ισχυρίστηκε σε συνεντεύξεις του ότι είχε «ξεχάσει» τη μητρική του γλώσσα. Στην ταινία Η μεγάλη χίμαιρα του Ζαν Ρενουάρ, ο Στρόχαϊμ μιλάει Γερμανικά με την προφορά του να είναι εμφανώς αμερικανική. Ο Ζαν Ρενουάρ γράφει στα απομνημονεύματά του: "Ο Στρόχαϊμ δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου Γερμανικά. Έπρεπε να μελετήσει τις ατάκες του σαν ενας μαθητής να μαθαίνει μια ξένη γλώσσα."
Κινηματογραφική καριέρα
Μέχρι το 1914 δούλευε στο Χόλιγουντ. Άρχισε να ασχολείται με κινηματογραφικές ταινίες ως κασκαντέρ και στη συνέχεια με μικρούς ρόλους και ως σύμβουλος στη γερμανική κουλτούρα και μόδα. Η πρώτη του ταινία, το 1915, ήταν το The Country Boy, η οποία ήταν επιτυχία. Ο πρώτος βασικός ρόλος του ήταν στην ταινία Παλιά Χαϊδελβέργη.
Ξεκίνησε να δουλεύει με τον Ντ. Γ. Γκρίφιθ, παίρνοντας έναν πρωταγωνιστικό ρόλο ως Φαρισαίος στην ταινία Μισαλλοδοξία. Επιπλέον, ο Στρόχαϊμ εργάστηκε ως ένας από τους πολλούς βοηθούς σκηνοθέτες της Intolerance, μιας ταινίας που ιστορικά έμεινε γνωστή για το μεγαλο καστ της. Αργότερα, με την είσοδο της Αμερικής στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έπαιξε ρόλους Γερμανών κακοποιών σε ταινίες όπως η Σίλβια της Μυστικής Υπηρεσίας και το The Hun Within. Στην Καρδιά της ανθρωπότητας, κόβει τα κουμπιά από τη στολή της νοσοκόμας με τα δόντια του, και όταν διαταράσσεται από ένα κλάμα ενός μωρού, το ρίχνει έξω από ένα παράθυρο.
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Στρόχαϊμ στράφηκε στο γράψιμο σεναρίων και στη συνέχεια σκηνοθέτησε σε δικό του σενάριο την ταινία Τυφλοί σύζυγοι το 1919. Ως σκηνοθέτης, ο Στρόχαϊμ ήταν γνωστός ως δικτατορικός και απαιτητικός, ανταγωνιζόνενος συχνά τους ηθοποιούς του. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της εποχής του βωβού κινηματογράφου, δημιουργώντας ταινίες που αντιπροσωπεύουν κυνικές και ρομαντικές απόψεις της ανθρώπινης φύσης. Οι επαναλαμβανόμενες τροπές στις ταινίες του περιλαμβάνουν την απεικόνιση των επιστάτων, και την απεικόνιση χαρακτήρων με σωματικές αναπηρίες. Οι επόμενες σκηνοθετικές του προσπάθειες ήταν η χαμένη ταινία The Key Pass (1919) και οι Ανόητες συζύγοι (1922), στην οποία επίσης πρωταγωνίστησε. Συμφωνα με αναφορες του στούντιο ήταν η πρώτη ταινία που κόστισε ένα εκατομμύριο δολάρια.
Η απροθυμία ή η ανικανότητα του Στρόχαϊμ να τροποποιήσει τις καλλιτεχνικές του αρχές για τον εμπορικό κινηματογράφο, η έντονη προσοχή στη λεπτομέρεια, η επιμονή του στην σχεδόν πλήρη καλλιτεχνική ελευθερία και το κόστος των ταινιών του οδήγησαν σε διαμάχες με τα στούντιο. Με το πέρασμα του χρόνου, έλαβε λιγότερες ευκαιρίες να αναλαβει σκηνοθετης σε καποια ταινία. Το 1929, ο Στρόχαϊμ απολύθηκε ως σκηνοθέτης της ταινίας Βασίλισσα Κέλι μετά από διαφωνίες με την Γκλόρια Σουάνσον και τον παραγωγό και χρηματοδότη Τζόζεφ Κένεντι για το αυξανόμενο κόστος της ταινίας και την εισαγωγή του Στρόχαϊμ για το άσεμνο θέμα στο σενάριο της ταινίας.
Μετά τη Βασίλισσα Κέλι και το Walking Down Broadway, ένα έργο από το οποίο απολύθηκε, ο Στρόχαϊμ επέστρεψε στη δουλειά κυρίως ως ηθοποιός, τόσο στις αμερικανικές όσο και στις γαλλικές ταινίες. Η φυσιογνωμια του, καθώς και ορισμένοι από τους κακόβουλους ρόλους του, του έδωσαν το ψευδώνυμο "ο άνθρωπος που αγαπάς να μισείς".
Πηγαινοντας στη Γαλλία την παραμονή του Β Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στρόχαϊμ ήταν έτοιμος να σκηνοθετησει την ταινία La dame blanche σε δικό του σενάριο. Ο Ζαν Ρενουάρ έγραψε το διάλογο, ο Ζακ Μπεκέρ έπρεπε να είναι βοηθός σκηνοθέτης και ο ίδιος ο Στρόχαϊμ, ο Λουί Ζουβέ και ο Ζαν Λουί Μπαρό ήταν οι πρωταγωνιστες. Ο Μαξ Κόσβαν ήταν ο παραγωγός για λογαριασμό της εταιρειας Demo-Film. Η παραγωγή παρεμποδίστηκε από την εκδήλωση του πολέμου την 1η Σεπτεμβρίου 1939 και ο Στρόχαϊμ επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Στρόχαϊμ είναι ίσως πιο γνωστός ως ηθοποιός για το ρόλο του ως φον Ραουφενσταιν στην ταινία Η μεγάλη χίμαιρα του Ζαν Ρενουάρ (1937) και ως ο Μαξ φον Μάγερλινγκ στη Λεωφόρο της δόξας του Μπίλι Γουάιλντερ (1955). Για τη δεύτερη ταινία, ο Στρόχαϊμ ηταν υποψηφιος για το βραβείο Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου. Αποσπάσματα από τη Βασίλισσα Κέλι χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία. Πολλοί κριτικοί κινηματογράφου συμφωνούν ότι ο Στρόχαϊμ ήταν πράγματι ένας από τους πρώτους μεγάλους σκηνοθέτες. Ο χαρακτήρας του Στρόχαϊμ στη Λεωφόρο της δοξας είχε επομένως μια αυτοβιογραφική βάση που αντανακλούσε τις ταπεινωσεις που υπέστη κατα την διαρκεια της καριέρα του.
Μετά την εμφάνισή του στη Λεωφορο της δόξας του 1950, ο Στρόχαϊμ μετακόμισε στη Γαλλία όπου πέρασε το τελευταίο κομμάτι της ζωής του. Εκεί η σιωπηλή του κινηματογραφική δουλειά ήταν πολύ θαυμασμένη από καλλιτέχνες στη γαλλική κινηματογραφική βιομηχανία. Στη Γαλλία επαιξε σε κινηματογραφικές ταινίες, έγραψε αρκετά μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν στα Γαλλικά και δούλεψε σε διάφορα μη υλοποιημένα κινηματογραφικά έργα.
Προσωπική ζωη & Θάνατος
Ο Στρόχαϊμ παντρεύτηκε τρεις φορές. Ήταν παντρεμένος με την Μάργκαρετ Νοξ από το 1913 έως το 1915. Ο δεύτερος γάμος του ήταν με την Μέι Τζόουνς από το 1916 έως το 1919. Ποτέ δεν πηρε διαζυγιο από την τρίτη σύζυγό του Βάλερι Γκερμονπρέζ, αν και έζησε με την ηθοποιό Ντενίζ Μπερνάκ, από το 1939 μέχρι το θάνατό του. Η Μπερνάκ επίσης πρωταγωνίστησε μαζί του σε αρκετές ταινίες. Δύο από τους γιους του Στρόχαϊμ εντάχθηκαν τελικά στον κινηματογράφο: ο Έριχ ο νεότερος (1916-1968) ως βοηθός σκηνοθέτης και ο Τζόζεφ (1922-2002) ως ηχολήπτης.
Το 1956, ο Στρόχαΐμ άρχισε να υποφέρει από σοβαρό πόνο στη μέση, ο οποίος διαγνώστηκε ως καρκίνος του προστάτη. Τελικά έμεινε παράλυτος και μεταφέρθηκε στο σαλόνι του για να λάβει τιμητική διάκριση της Λεγεώνας της τιμής από μια επίσημη αντιπροσωπεία. Πέθανε στο κάστρο του στο Μορεπά κοντά στο Παρίσι στις 12 Μαΐου 1957 στην ηλικία των 71 ετών, όπου ζούσε με την μακροχρονια ερωμενη του Ντενίζ Μπερνάκ.