Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 17/12/2016.
Αναπηρία είναι η κατάσταση ενός ατόμου η οποία έχει ως αποτέλεσμα να είναι δυσκολότερο για αυτό να προβεί σε κάποιες δραστηριότητες ή να έχει ισότιμη προσβασιμότητα μέσα σε μια κοινωνία. Οι αναπηρίες μπορεί να είναι νοητικές, αναπτυξιακές, σωματικές, κινητικές, αισθητηριακές, ή και συνδυασμός των προηγουμένων. Ορισμένες φορές είναι γενετήσιες ενώ άλλες φορές αποκτούνται στη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου. Στο παρελθόν, οι αναπηρίες αναγνωρίζονταν μόνο με βάση ένα στενό εύρος κριτηρίων - ωστόσο, οι αναπηρίες δεν είναι δυαδικές και μπορούν να εμφανίζονται με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε κάθε άτομο. Οι αναπηρίες μπορούν να είναι ορατές ή αόρατες.
Στην Ελλάδα, για τα άτομα με αναπηρία χρησιμοποιείται επισήμως το ακρωνύμιο ΑμεΑ, ως αντικατάσταση του πλέον παρωχημένου όρου «Άτομα με Αναπηρία».[1][2]
Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία ορίζει τα άτομα με αναπηρία ως:
άτομα με μακροχρόνιες σωματικές, νοητικές, πνευματικές ή αισθητηριακές βλάβες, οι οποίες σε αλληλεπίδραση με διάφορα εμπόδια δύνανται να παρεμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή τους στην κοινωνία σε ίση βάση με τους άλλους.[3]
Υπολογίζεται ότι 87 εκατομμύρια άτομα στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν κάποια μορφή αναπηρίας. Πολλά άτομα με αναπηρία στην Ευρώπη και σε άλλες ηπείρους δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες στη ζωή με τα άλλα άτομα. Τα σχολεία ή οι χώροι εργασίας, οι υποδομές, τα προϊόντα, οι υπηρεσίες και οι πληροφορίες δεν είναι όλα προσβάσιμα στα άτομα με αναπηρία. Επίσης, μπορεί να τους φέρονται άσχημα ή άδικα.
Γενικές Πληροφορίες
Γενικά, είναι στατιστικά γνωστό πως μόνο τα μισά από τα άτομα με αναπηρία εργάζονται, ενώ η αναλογία αυτή για τα άτομα χωρίς αναπηρία είναι 3 στα 4. Επίσης, το 28,4 % των ατόμων με αναπηρία αντιμετωπίζουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού έναντι του 17,8 % των ατόμων χωρίς αναπηρία. Επιπλέον, μόλις το 29,4 % των ατόμων με αναπηρία έχουν πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σύγκριση με το 43,8 % των ατόμων χωρίς αναπηρία. Τέλος, το 52 % των ατόμων με αναπηρία αισθάνεται ότι υφίσταται διακρίσεις.
Ιστορία
Υπάρχουν ενδείξεις ότι άνθρωποι ήδη ακόμα και από την προϊστορία φρόντιζαν τα άτομα με αναπηρία. Συγκεκριμένα, στον αρχαιολογικό χώρο του Γουίντοβερ της Φλόριντας (6.000-5.000 π.Χ.), ένας από τους σκελετούς που βρέθηκαν ήταν ενός εφήβου περίπου 15 ετών, ο οποίος έπασχε από μυελομηνιγγοκήλη.[4] Το αγόρι ήταν πιθανώς παράλυτο από τη μέση και κάτω, αλλά τον φρόντιζε η κοινότητα κυνηγών και συλλεκτών στην οποία ανήκε.[5]
Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε αρχιτεκτονική πρόνοια που επέτρεπε στα άτομα με μειωμένη κινητικότητα να έχουν πρόσβαση σε ναούς και σε θεραπευτικά ιερά.[6] Συγκεκριμένα, τουλάχιστον από το 370 π.Χ., στο σημαντικότερο θεραπευτικό ιερό της ευρύτερης περιοχής, το Ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, υπήρχαν 11 μόνιμες πέτρινες ράμπες που παρείχαν πρόσβαση σε επισκέπτες με κινητικά προβλήματα σε εννέα διαφορετικούς χώρους.[7]
Η μερική αναπηρία έχει ελαφρύτερο χαρακτήρα και κυμαίνεται σε ποσοστά αναπηρίας.
Πιστοποίηση αναπηρίας
Στην Ελλάδα, ο αρμόδιος κρατικός φορέας για την πιστοποίηση της αναπηρίας (σε ποσοστό επί τοις εκατό: %) είναι τα ΚΕ.Π.Α. (Κέντρα Πιστοποίησης Αναπηρίας)[8] Οι ασθενείς μπορούν να αποκτήσουν διάφορα δικαιώματα εφόσον τους αποδοθεί ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, όπως φοροαπαλλαγή, δωρεάν μετακινήσεις με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, εκπτώσεις σε πολιτιστικά δρώμενα, θέση στάθμευσης αναπήρου, αναπηρικό όχημα και άλλα.
Παραπομπές
↑«Ε.Σ.Α.μεΑ. - Το Σύνταγμα». web.archive.org. 10 Απριλίου 2021. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουλίου 2023.CS1 maint: Unfit url (link)