Μετά το τέλος των ηχογραφήσεων για τον πρώτο τους δίσκο τον Μάρτιο του 1973, οι Queen πραγματοποίησαν ένα σύντομο διάλειμμα πριν επιστρέψουν στο στούντιο. Το συγκρότημα επέστρεψε στα "Trident Studios" του Λονδίνου τον Αύγουστο του 1973 για να ηχογραφήσει το δεύτερο του άλμπουμ,[3] το οποίο ονομάστηκε "Queen II", αν και ο Μπράιαν Μέι παραδέχτηκε στο παρελθόν ότι ένας από τους τίτλους που προτάθηκαν ήταν το "Over The Top".
Οι Queen ηχογράφησαν αρχικά, κάποια κομμάτια τα οποία είχαν συνθέσει για τον πρώτο τους δίσκο, όπως τα "Father To Son", "Ogre Battle" και "Seven Seas Of Rhye", όπως και το "White Queen (As It Began)" από την εποχή που ονομαζόταν Smile.[4] Τα κομμάτια αυτά υπήρξαν πιο πειραματικά και διαφορετικά απ' ό,τι είχαν ηχογραφήσει μέχρι τότε, κάτι που έγινε λόγω της ανάγκης τους να διαφοροποιήσουν τον ήχο τους από τα υπόλοιπα συγκροτήματα της εποχής.
Το glam rock ήταν ένα από τα ανερχόμενα μουσικά κινήματα στα μέσα της δεκαετίας του '70, με σπουδαία ονόματα όπως ο Ντέιβιντ Μπάουι, οι Mott the Hoople και οι Roxy Music να γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία.[5] Λόγω των πολλών glam στοιχείων στο "Queen II", το συγκρότημα πλησίασε τον Μπάουι για να κάνει την παραγωγή του δίσκου, αλλά ο τελευταίος αρνήθηκε, ενώ στην βρετανική περιοδεία τους τον χειμώνα του 1973 και την αντίστοιχη αμερικάνικη το καλοκαίρι του 1974 άνοιγαν τις εμφανίσεις των Mott the Hoople.[6][7]
Τα κομμάτια
Το "Queen II" χαρακτηρίζεται ως concept άλμπουμ λόγω ενός κοινού θέματος ανάμεσα στα τραγούδια του, ωστόσο το κοινό στιχουργικό περιεχόμενο είναι σχετικά ασαφές. Παρ' όλα αυτά, η πρώτη πλευρά του δίσκου ονομάστηκε "Side White" (Λευκή πλευρά), όπου μετά την εισαγωγή του Procession οδηγείται στα αρπέτζιο από το πιάνο του "Father to Son", κομμάτι στο οποίο υπάρχουν επιρροές από συγκροτήματα όπως οι The Who και οι Led Zeppelin.
Ακολουθεί το "White Queen (As It Began)", μία από τις πιο μελαγχολικές μπαλάντες του Μέι,[8] ο οποίος ανέλαβε και τα κύρια φωνητικά στο επόμενο τραγούδι, "Some Day One Day", του οποίου οι στίχοι αναφέρονται σε επικά θέματα.[9] Οι επιρροές από τους The Who φαίνονται και πάλι στο "The Loser in the End", με το οποίο ολοκληρώνεται η πρώτη πλευρά του άλμπουμ.
Η δεύτερη πλευρά του "Queen II" ονομάστηκε "Side Black" (Μαύρη πλευρά) και τα κομμάτια της είχαν ως κύριο συνθέτη τον Φρέντι Μέρκιουρι. Πρώτο κομμάτι αυτής της πλευράς είναι το δυναμικό "Ogre Battle", το οποίο είχε συνθέσει ο Μέρκιουρι το 1972 σε κιθάρα. Ο Ρότζερ Τέιλορ ηχογράφησε τα δεύτερα φωνητικά για το συγκεκριμένο κομμάτι, που ήταν ένα από τα πιο βαριά τραγούδια στην δισκογραφία τους και παρέμεινε στο set-list των ζωντανών τους εμφανίσεων μέχρι το 1977.[10]
Ακολουθεί το "The Fairy Feller's Master-Stroke", εμπνευσμένο από τον ομώνυμο πίνακα του Ρίτσαρντ Νταντ,[11] όπου ο Μέρκιουρι παίζει πιάνο και αρπίχορδο και ο παραγωγός του άλμπουμ, Ρόι Τόμας Μπέικερ παίζει καστανιέτες.[12] Οι στίχοι του τραγουδιού είναι βασισμένοι στην επική θεματολογία και κάνουν σαφείς αναφορές στους χαρακτήρες του πίνακα.[13] Το κομμάτι ολοκληρώνεται με την τριπλή φωνητική αρμονία των Μέι, Μέρκιουρι και Τέιλορ και ακολουθεί το πιάνο του Μέρκιουρι με το οποίο ξεκινάει το "Nevermore", μία σύντομη μπαλάντα που αναφέρεται στα συναισθήματα του χωρισμού.[14]
Το "The March of the Black Queen" συντέθηκε το 1973 και ήταν ένα περίτεχνο κομμάτι με φωνητικά τα οποία καλύπτουν δυόμισι οκτάβες. Μαζί με το "Bohemian Rhapsody", ήταν τα δύο πολυρυθμικά κομμάτια του συγκροτήματος. Το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν πολύ δύσκολο για να παιχτεί στις συναυλίες τους και αφέθηκε εκτός set-list, αν και υπήρξαν μέρη του που ακούστηκαν ζωντανά σε ποτ-πουρί.[15]
Το "Funny How Love Is" δεν παίχτηκε ποτέ ζωντανά λόγω των απαιτητικών φωνητικών του και ήταν επηρεασμένο από την μουσική των The Beach Boys, ενώ το άλμπουμ κλείνει με το "Seven Seas of Rhye", το οποίο αναφέρεται σε ένα φανταστικό μέρος και αποτέλεσε εξ αρχής μέρος των ζωντανών τους εμφανίσεων.[16]
Εξώφυλλο
Το εξώφυλλο ήταν δημιουργία του Μικ Ροκ και είναι μία φωτογραφία του συγκροτήματος σε στυλ ρολογιού και με την μεγαλύτερη δυνατή χρήση φωτισμού και σκίασης, με σκοπό να δημιουργήσει μία μελαγχολική εικόνα. Η συγκεκριμένη εικόνα χρησιμοποιήθηκε και στο βίντεο-κλιπ του "Bohemian Rhapsody" την επόμενη χρονιά.[17]
Εμπορική επιτυχία
Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1974, ανεβαίνοντας στην πέμπτη θέση του βρετανικού καταλόγου επιτυχιών και αποτέλεσε το πρώτο τους Top-50 στο αμερικάνικοBillboard. Το μοναδικό σινγκλ του ήταν το "Seven Seas of Rhye", το οποίο έφθασε μέχρι το # 10 στην πατρίδα του συγκροτήματος.
Το άλμπουμ επανεκδόθηκε από την "Hollywood Records" το 1991 σε μορφή CD, με την προσθήκη του κομματιού "See What A Fool I've Been", το οποίο συμπεριλήφθηκε μόνο στο σινγκλ του "Seven Seas of Rhye".[18]
Επίσης, το 2011 κυκλοφόρησε από την "Universal Records" ως διπλό CD, με το πρώτο μέρος να αποτελείται από τα έντεκα τραγούδια του άλμπουμ και το δεύτερο μέρος από ζωντανές εκτελέσεις και ηχογραφήσεις του ραδιοτηλεοπτικού δικτύου BBC από την περίοδο 1973-1974.[19]