Κατά το θάνατο του πατέρα του, στις 4 Απριλίου 1588, ο Χριστιανός ήταν μόλις 11 ετών.[1][5] Τον διαδέχθηκε στο θρόνο, όμως, καθώς ήταν ακόμα ανήλικος, δημιουργήθηκε ένα συμβούλιο αντιβασιλείας για τη διαχείριση της χώρας μέχρι την ενηλικίωσή του.[1][5]
Ο Χριστιανός Γ΄ υπέγραψε στις 17 Αυγούστου 1596 το έγγραφο παραλαβής των βασιλείων του.[5] Δώδεκα ημέρες αργότερα, στις 29 Αυγούστου, ενθρονίστηκε σε τελετή που διεξήχθη στον Καθεδρικό Ναό της Κοπεγχάγης.[1][3]
Περίοδος βασιλείας
Στρατιωτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις
Ο Χριστιανός Δ΄ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη βελτίωση της ενόπλων δυνάμεων της Δανίας. Κατά τη βασιλεία του κατασκευάστηκαν νέα φρούρια με τη βοήθεια Ολλανδών μηχανικών και το πολεμικό ναυτικό εκσυγχρονίστηκε με νέα πλοία. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 1596 το ναυτικό αποτελούνταν από 22 πλοία, ενώ το 1610 από 60.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1620 η δανική οικονομία ωφελήθηκε από τις γενικά καλές παραγωγικές συνθήκες στην Ευρώπη. Με αφορμή αυτό, ο Χριστιανός Δ΄ εγκαινίασε μια πολιτική επέκτασης του εξωτερικού εμπορίου της Δανίας.[6] Ίδρυσε μια σειρά από εμπορικές πόλεις και στήριξε την κατασκευή εργοστασίων. Ευνόησε, επίσης, την κατασκευή κτιρίων σε ολλανδικό αναγεννησιακό στυλ.
Ωστόσο τα νέα οικονομικά σχέδια δεν απέφεραν κέρδος, με αποτέλεσμα να αναζητηθούν νέες πηγές εσόδων. Τα έτη 1605-1607 έγιναν μια σειρά από εξερευνητικά ταξίδια στη Γροιλανδία και την Αρκτική. Οι αποστολές αυτές ήταν ανεπιτυχείς, κυρίως εξαιτίας της ελλιπής εμπειρίας των επικεφαλής τους, καθώς και από τις δύσκολες καιρικές συνθήκες. Το 1619 ξεκίνησε μια αποστολή υπό τον Τζεν Μουνκ για την εξεύρεση του Βορειοδυτικού περάσματος. Ωστόσο, και αυτό το ταξίδι απέτυχε, εξαιτίας του ψύχους, της πείνας και του σκορβούτου, που αποδεκάτισε το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος.
Το 1618 ο Χριστιανός διόρισε το ναύαρχο Όβε Γκέντε για να ηγηθεί μιας δανικής αποστολής στην Κεϋλάνη. Η αποστολή έφτασε μετά από δύο χρόνια στον προορισμό της, έχοντας χάσει περισσότερο από το μισό πλήρωμά της εν πλω. Παρότι η ίδρυση αποικίας στην Κεϋλάνη απέτυχε, έγινε εφικτό η ίδρυση μιας εγκατάστασης στο Τράνκεμπαρ των νότιων ακτών της Ινδίας.[5]
Πόλεμος του Κάλμαρ και Τριακονταετής Πόλεμος
Το 1611 ο Χριστιανός εξαπέλυσε επίθεση στη Σουηδία, εξαιτίας των οικονομικών συμφερόντων του στη Βαλτική Θάλασσα.[5] Ο πόλεμος αυτός έμεινε αργότερα γνωστός ως Πόλεμος του Κάλμαρ, επειδή η μεγαλύτερη δανική επιχείρηση ήταν η κατάληψη του σουηδικού φρουρίου του Κάλμαρ. Ο Χριστιανός ανάγκασε τον Βασιλιά Γουσταύο Αδόλφο της Σουηδίας να υποκύψει σε όλες τις απαιτήσεις της Δανίας στη συνθήκη του Κνάρεντ στις 20 Ιανουαρίου 1613.[4]
Η αυξανόμενη δύναμη των Καθολικών στη βόρεια Γερμανία αποτελούσε απειλή για τα δανικά συμφέροντα στο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν. Μετά από εξωτερικές πιέσεις και με το φόβο ότι ο Γουσταύος Αδόλφος τον αντικαθιστούσε ως υπέρμαχος των Προτεσταντών, οδηγήθηκε να ενταχθεί στον Τριακονταετή πόλεμο στις 9 Μαΐου 1625.[4]
Ο Χριστιανός αρχικά σημείωσε κάποιες επιτυχίες. Όμως, στις 27 Αυγούστου 1626 γνώρισε συντριπτική ήττα από τον Καθολικό Γιόχαν Τσερκλάες στη Μάχη του Λούτερ. Το καλοκαίρι του 1627, ο Γιόχαν Τσερκλάες και ο Άλμπρεχτ φον Βάλλενσταϊν κατέλαβαν τα δανικά δουκάτα και όλη τη χερσόνησο της Γιουτλάνδης.[5][3]
Το 1628, ο Χριστιανός, πιεζόμενος έκανε συμμαχία με τη Σουηδία, καθώς ο Γουσταύος Αδόλφος δεν επιθυμούσε περαιτέρω γερμανική επέκταση στην περιοχή της Βαλτικής. Λίγο αργότερα ο κοινός σουηδοδανικός στρατός και στόλος ανάγκασε τον Βάλλενσταϊν να υποχωρήσει στη Μάχη του Στράλσουντ. Το Μάιο του 1629 ο Χριστιανός κατάφερε να συνάψει ειρήνη με τον Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, χωρίς να έχει υποστεί απώλεια εδαφών.[3] Ωστόσο, η συνθήκη δέσμευε τη Δανία, ώστε να μην παρέμβει περαιτέρω στον Τριακονταετή Πόλεμο.
Πόλεμος του Τόρστενσον
Ο Χριστιανός, για να αντισταθμίσει την έλλειψη εσόδων από τις εξαγωγές και για να αποθαρρύνει την προώθηση της Σουηδίας στον Τριακονταετή Πόλεμο, θέσπισε μια σειρά από αυξήσεις στα τέλη διέλευσης από τα χωρικά ύδατα της Δανίας. Αποτέλεσμα της πολιτικής του αυτής, ήταν άλλος ένας δανοσουηδικός πόλεμος, στον οποίο οι Ολλανδοί είχαν πάρει το μέρος της Σουηδίας.[3][4]
Στα τέλη Ιανουαρίου του 1644 όλη η χερσόνησος της Γιουτλάνδης βρισκόταν στην κατοχή των Σουηδών. Παρά ταύτα, ο Χριστιανός συνέχισε να μάχεται εναντίον τους. Το Μάιο του 1644, ο δανικός στόλος απέτρεψε τη διέλευση του Σουηδού στρατάρχη Λέναρτ Τόρστενσον από τη Γιουτλάνδη στη Φιονία και νίκησε τα ολλανδικά πλοία, που έφθασαν για επιβοήθηση του Τόρστενσον. Μια άλλη προσπάθεια για μεταφορά του στρατού του Τόρστενσον στα δανικά νησιά αντιμετωπίστηκε από το Χριστιανό Δ΄ στις 1 Ιουλίου 1644.[5] Κατά τη διάρκεια της ημέρας εκείνης ο Χριστιανός τραυματίστηκε από μια σουηδική οβίδα, ωστόσο συνέχισε να πολεμά μέχρι το τέλος της μάχης.[5][3]
Κατά τα τέλη Σεπτεμβρίου, η υπεροχή των Σουηδών και των Ολλανδών, ανάγκασε το Χριστιανό να δεχθεί τη μεσολάβηση της Γαλλίας και των Κάτω Χωρών για την υπογραφή ειρήνης με τη Σουηδία. Η συνθήκη αυτή υπογράφηκε στις 8 Φεβρουαρίου 1645 και σύμφωνα με αυτήν η Δανία έπρεπε να παραχωρήσει το Γκότλαντ, το Όσελ και (για τριάντα χρόνια ) το Χάλαντ, ενώ η Νορβηγία έχανε τις επαρχίες Τζάμτλαντ και Χαρτζεντάλεν.[1][3]
Ταξίδια στη Νορβηγία
Ο Χριστιανός Δ΄ πέρασε περισσότερο χρόνο στη Νορβηγία από οποιονδήποτε άλλο μονάρχη της δυναστείας του Όλντενμπουργκ.[1] Εκεί, ίδρυσε τέσσερις πόλεις, ένα ορυχείο αργύρου, ένα ορυχείο χαλκού και προσπάθησε να ιδρύσει ένα εργοστάσιο σιδήρου.[1][5] Αναπαλαίωσε, επίσης, το φρούριο του Άκερσους, στο οποίο αργότερα προσκάλεσε το λαό της Νορβηγίας.[3]
Την περίοδο της επιδιόρθωσης και ανοικοδόμησης του φρουρίου του Όσλο, διέμεινε στη χώρα για όλο το καλοκαίρι.[3] Το 1623 επισκέφθηκε και πάλι τη Νορβηγία για ένα ολόκληρο καλοκαίρι, αυτή τη φορά για να επιβλέπει την ίδρυση του Κόνγκσμπεργκ.[5][3]
Τελευταία χρόνια
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του Χριστιανού Δ΄ σημαδεύτηκαν από τις διαμάχες με τους γαμπρούς του. Ήταν υπεύθυνος, επίσης, για πολλές καύσεις μαγισσών.
Ούλρικ 1611–1633, διοικητής του πριγκιπάτου-επισκοπής του Σβερίν.
Ελισάβετ 1606-1608 απεβ. 2 ετών, Φρειδερίκος 1599 απεβ. νήπιο, Ελισάβετ 1606 απεβ. νήπιο, ένας γιος 1598 θνησιγενής.
Το 1612 απεβίωσε η Άννα-Αικατερίνη και τέσσερα χρόνια μετά, ο Χριστιανός Δ΄ νυμφεύτηκε την Κίρστεν Μουνκ. Ο γάμος ήταν μοργανατικός και απέκτησε τα εξής τέκνα (που επέζησαν της ενηλικίωσης):[5]
Σοφία-Ελισάβετ 1619–1657, παντρεύτηκε τον Χρίστιαν φον Πεντς.
Ελεονόρα-Χριστίνα 1621–1698, παντρεύτηκε τον Κόνφιτς Ούλφελτ, γιο του καγκελάριου Γιάκομπ Ούλφελτ.
Χριστιανή 1626–1670, παντρεύτηκε τον Χάννιμπαλ Σέχεστετ αντιβασιλιά της Νορβηγίας.
Χέντβιχ 1626–1678, δίδυμη με τη Χριστιανή. Παντρεύτηκε τον Έμπε Ούλφελτ, γιο του Συμβούλου του Κράτους και Αρχιναυάρχου Μόγκενς Ούλφελτ. Ο Μόγκενς ήταν αδελφός του καγκελάριου Γιάκομπ Ούλφελτ.
Δωροθέα-Ελισάβετ 1629–1687, μοναχή. Οι φήμες και ο πατέρας της τη θεωρούσαν κόρη του Όθωνα-Λούντβιχ του Ζαλμ, εραστή της Κίρστεν.