Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: Συντακτικά λάθη
Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων.
Ο Γκας Βαν Σαντ έγραψε, αρχικά, το σενάριο στη δεκαετία του 1970, ωστόσο το πέταξε μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματος Πόλη το Βράδυ του Τζον Ρέτσι, καθώς συμπέρανε ότι ο Ρέτσι επεξεργάστηκε το θέμα καλύτερα από τον ίδιο.[2] Με την πάροδο του χρόνου, ο Βαν Σαντ ξαναέγραψε το σενάριο, το οποίο αποτελείται από δύο ιστορίες: ο Μάικ, που αναζητεί τη μητέρα του και η ιστορία του Σκοτ ως μια σύγχρονη διασκευή των θεατρικών έργων του ΣαίξπηρΕρρίκος ο Δ'. Ο Βαν Σαντ δυσκολεύθηκε να εξασφαλίσει χρηματοδότηση από το Χόλυγουντ και έκανε την ταινία διαθέτοντας έναν μικρό προϋπολογισμό και με ένα cast πραγματικών παιδιών του δρόμου.[3] Ο Βαν Σαντ έστειλε αντίγραφα του σεναρίου στον Ριβς, ο οποίος ανταποκρίθηκε θετικά, πείθοντας και τον Φίνιξ να πρωταγωνιστήσει στην ταινία.[4]
Το δικό μου Αϊντάχο έκανε επίσημη πρεμιέρα στο 48ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και έλαβε κυρίως θετικά σχόλια από τους κριτικούς, συμπεριλαμβανομένων του Ρότζερ Ίμπερτ και αυτών των New York Times και Entertainment Weekly. Η ταινία σημείωσε μέτρια οικονομική επιτυχία, αποφέροντας συνολικά εισπράξεις άνω των 6,4 εκατομμυρίων δολαρίων στην Βόρεια Αμερική, υπερβαίνοντας τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού για 2,5 εκατομμύρια δολάρια. Ο Ρίβερ Φίνιξ απέσπασε πολλά βραβεία για την ερμηνεία του στην ταινία, συμπεριλαμβανομένου του Κυπέλλου Βόλπι για τον Καλύτερo Ηθοποιό στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, το Ανεξάρτητο Βραβείο Spirit στην κατηγορία Καλύτερου Ανδρικού Πρωταγωνιστικού Ρόλου και το Βραβείο Καλύτερου Ηθοποιού από την Εθνική Εταιρεία των Κριτικών Κινηματογράφου το 1991.
Ο Μάικ (Ρίβερ Φίνιξ) στέκεται μόνος σε ένα ερημικό σημείο ενός αυτοκινητόδρομου.[6] Αρχίζει να μιλάει για τον εαυτό του, λέγοντας ότι ο δρόμος μοιάζει "σαν πρόσωπο, σαν στραπατσαρισμένο πρόσωπο." Ο Μάικ πάσχει από ναρκοληψία και βιώνει ένα επεισόδιο, όπου ονειρεύεται τη μητέρα του να τον παρηγορεί και επαναλαμβάνει στο μυαλό του σκηνές στο σπίτι της παιδικής του ηλικίας.
Αργότερα, αφού προσέφερε σεξουαλικές υπηρεσίες σε έναν πελάτη στην πόλη Σιάτλ,ο Μάικ επιστρέφει στο στέκι του, όπου αναζητάει πιθανούς πελάτες. Τον επιλέγει μια πλούσια γυναίκα (Γκρέις Ζαμπρίσκι) και τον οδηγεί στην έπαυλη της, όπου συναντά δύο συναδέλφους του, τον Σκοτ Φέιβορ (Κιάνου Ριβς), ο οποίος είναι ο καλύτερος φίλος του Μάικ και τον Γκάρι (Ρόντνεϊ Χάρβεϊ). Καθώς προετοιμάζεται να συνευρεθεί ερωτικά με τη γυναίκα, ο Μάικ βιώνει ακόμα ένα ναρκοληπτικό επεισόδιο και ξυπνά την επόμενη μέρα στο Πόρτλαντ μαζί με τον Σκοτ.
Ο Μάικ και ο Σκοτ σύντομα θα επανενωθούν με τον Μπομπ (Γουίλιαμ Ρίτσερτ), έναν μεσήλικα μέντορα μίας συμμορίας του δρόμου, στην οποία συμμετέχουν παιδιά και απατεώνες, κατοικώντας σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο. Ο Σκοτ είναι γιος του δημάρχου του Πόρτλαντ και όπως παραδέχεται στον Μπομπ κατ' ιδίαν, όταν κλείσει τα 21, θα κληρονομήσει την περιουσία του πατέρα του και θα αποσυρθεί από το δρόμο. Ο Μάικ θέλει να βρει την μητέρα του κι έτσι φεύγει μαζί με τον Σκοτ από το Πόρτλαντ, με προορισμό το Άινταχο για να επισκεφθούν τον μεγαλύτερο αδελφό του Μάικ, Ρίτσαρντ (Τζέιμς Ρούσο). Κατά την διάρκεια του ταξιδιού, ο Μάικ ομολογεί στον Σκοτ ότι είναι ερωτευμένος μαζί του. Στο τροχόσπιτο, όπου κατοικεί ο Ρίτσαρντ, ύστερα από έναν καυγά του Ρίτσαρντ με τον Μάικ, ο πρώτος προσπαθεί να αποκαλύψει στον Μάικ ποιος είναι ο πατέρας του, ωστόσο ο Μάικ του λέει ότι γνωρίζει πως πατέρας του είναι ο Ρίτσαρντ. Ο Ρίτσαρντ λέει, επίσης, στον Μάικ ότι η μητέρα τους δουλεύει ως καμαριέρα σε ένα ξενοδοχείο, αλλά όταν ο Μάικ και ο Σκοτ επισκεφθούν το ξενοδοχείο, θα ανακαλύψουν ότι έχει ταξιδέψει στην Ιταλία σε αναζήτηση της δικής της οικογένειας.
Ο Μάικ και ο Σκοτ ταξιδεύουν στην Ιταλία, όπου θα βρουν την αγροικία, στην οποία η μητέρα του Μάικ δούλευε ως καθαρίστρια και δίδασκε αγγλικά. Η νεαρή γυναίκα, η Καρμέλα (Κιάρα Κασέλι), που ζει εκεί, λέει στον Μάικ ότι η μητέρα του επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν καιρό. Η Καρμέλα και ο Σκοτ ερωτεύονται και επιστρέφουν στις ΗΠΑ, αφήνοντας τον Μάικ να επιστρέψει πίσω στο Πόρτλαντ μόνος και πληγωμένος. Ο πατέρας του Σκοτ πεθαίνει και ο Σκοτ κληρονομεί την περιουσία του.
Στο Πόρτλαντ, ο Μπομπ και η παρέα του, συμπεριλαμβανομένου του Μάικ, αντικρίζουν τον ανανεωμένο Σκοτ μαζί με την Καρμέλα, σε ένα ακριβό εστιατόριο, αλλά αυτός τους απαρνιέται. Το ίδιο βράδυ, ο Μπομπ υπέστη μια μοιραία καρδιακή προσβολή. Την επόμενη μέρα, οι απατεώνες έκαναν μια θορυβώδης κηδεία για τον Μπομπ, ενώ στο ίδιο νεκροταφείο, λίγα μέτρα μακριά, ο Σκοτ παρακολουθεί την, γεμάτη επισημότητα, κηδεία του πατέρα του.[6] Ο Μάικ βρίσκεται ξανά στο ερημικό σημείο στον αυτοκινητόδρομο του Άινταχο, όπου πέφτει ξανά σε ναρκοληπτκό επεισόδιο. Όσο είναι αναίσθητος, σταματούν με το φορτηγό τους δύο ξένοι και κλέβουν το σακίδιο και τα παπούτσια του ενώ αργότερα, ένας άγνωστος φορτώνει τον αναίσθητο Μάικ στο αυτοκίνητο του και οδηγεί μακριά.
Η ταινία κυκλοφόρησε ευρέως στις 27 Σεπτεμβρίου 1991 σε 98 κινηματογραφικές αίθουσες, αποφέροντας 6,4 εκατομμύρια δολάρια στην περιοχή της Βόρειας Αμερικής, υπερβαίνοντας τις εκτιμήσεις του προϋπολογισμού για 2,5 εκατομμύρια δολάρια εισπράξεις.[10]
Κριτικές
Η ταινία έχει γίνει πολλές φορές αντικείμενο κριτικής. Ο κριτικός κινηματογράφου Ρότζερ Ίμπερτ έγραψε: "Το επίτευγμα της ταινίας είναι ότι θέλει να υπονοήσει την κατάσταση, του να παρασύρεσαι από την ανάγκη και το καταφέρνει. Δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός, που οδηγεί την πλοκή σε μία χολυγουντιανή κατάληξη, ούτε σκηνοθετημένες δοκιμασίες που περνάνε οι ήρωες."[11]
Στην κριτική του για το περιοδικό Rolling Stone, ο Πίτερ Τράβερς έγραψε: "Η διορατικότητα του Βαν Σαντ, που δίχως συναισθηματισμούς προσεγγίζει μία πλοκή, η οποία περιστρέφεται γύρω από την προδοσία και το θάνατο, αντικατοπτρίζεται στις σαγηνευτικές ερμηνείες των Ριβς και Φίνιξ."[12]
Ο Βίνσεντ Κάνμπι, στην κριτική του για την εφημερίδα New York Times, επαίνεσε τις ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών: "Οι ερμηνείες, ειδικά των δύο νεαρών αστέρων, είναι εξίσου εκπληκτικές [....] Ο κ. Φίνιξ (Dogfight) και ο Κ. Ριβς (των κωμωδιών Μπιλ και Τεντ) είναι πολύ καλοί στους δύο ρόλους, που πιθανόν να είναι οι δύο καλύτεροι ρόλοι τους για χρόνια· ρόλοι τέτοιας πυκνότητας δεν εμφανίζονται συχνά για τους νέους ηθοποιούς".[13]
Στην κριτική του για το περιοδικό Newsweek, ο Ντέιβιντ Άνσεν εξήρε τον Φίνιξ για την ερμηνεία του: "Η σκηνή της κατασκήνωσης με τη φωτιά, όταν ο Μάικ αδέξια εκφράζει τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για τον Σκοτ, είναι ένα θαύμα ευαισθησίας. Σε αυτή, όπως και κάθε σκηνή, ο Φίνιξ βυθίζει τον εαυτό του τόσο βαθιά μέσα στον χαρακτήρα, που σχεδόν ξεχνάει κανείς ότι τον έχει ξαναδεί: είναι εντυπωσιακά ευαίσθητη ερμηνεία, οδυνηρή και κωμική, ταυτόχρονα."[14]
Το Entertainment Weekly αξιολόγησε την ταινία θετικά και ο κριτικός του περιοδικού, Όουεν Γκλάιμπερμαν, έγραψε: "Όταν ο Βαν Σαντ μας δείχνει γρήγορες εικόνες από σύννεφα να περνούν πάνω από χωράφια με σιτάρι, το γνωστό τέχνασμα υπερβαίνει τα κλισέ, επειδή συνδεεται με τον τρόπο που ο Μάικ, μουδιασμένος και σε απομόνωση, βιώνει τη δική του ζωή, σαν ένα γρήγορο έργο σουρεαλισμού. Η καθαρή, εκφραστική ομορφιά αυτών των εικόνων με στοιχειώνει για μέρες."[15]
Ο Χαλ Χίνσον της εφημερίδας Washington Post έγραψε: "Η ευαισθησία του Γκας Βαν Σαντ είναι εντελώς πρωτότυπη, εντελώς φρέσκια. Το Δικό μου Αϊντάχο προσθέτει ένα νέο στοιχείο: ένα είδος boho γλυκύτητας. Το αγάπησα."[17]
Αντιθέτως, η εφημερίδα USA Today έδωσε στην ταινία δυόμιση αστέρια στα τέσσερα, αποκαλώντας την "τίποτα, παρά ένα σύνολο από κομμάτια, πεταμένα σε ένα μίγμα, η έννοια των οποίων παραμένει, σχεδόν σίγουρα, ιδιωτική".[18]
Στο περιοδικό Time, ο Ρίτσαρντ Σίκελ έγραψε για την ταινία: "Η πλοκή προέρχεται, παραδόξως, από τα έργα Ερρίκος ο Δ' και κάθε φορά που κάποιος καταφέρνει να εκφέρει μια ολόκληρη παράγραφο, πρόκειται συνήθως για Σαιξπηρική παράφραση. Ωστόσο, το γεγονός αυτό αποτελεί μια απελπισμένη επιβολή σε μία, ουσιαστικά, αδρανή ταινία."[19]
Στην κριτική του για το New Yorker, ο Τέρενς Ράφερτι έγραψε: "Ο Βαν Σαντ ακινητοποίησε τον ηθοποιό (Ρίβερ Φίνιξ) σε μια ταινία γεμάτη από επίπεδους χαρακτήρες και κακές ιδέες, αλλά ο Φίνιξ διασχίζει τις εικόνες, τον ένα δρόμο μετά τον άλλον, σα να είναι περιτριγυρισμένος από ένδοξα φαντάσματα."[20]
Η ιστοσελίδα Rotten Tomatoes δίνει στην ταινία 81% βαθμολογία, σύμφωνα με 54 κριτικές[21] και η ιστοσελίδα Metacritic μέση βαθμολογία 77%, σύμφωνα με 18 κριτικές.[22]
Ο ηθοποιός ανέφερε σχετικά με τη βράβευσή του: "Δεν θέλω περισσότερα βραβεία. Το Φεστιβάλ της Βενετίας είναι το πιο προοδευτικό φεστιβάλ. Οποιοδήποτε άλλο βραβείο θα ήταν συμβολικό".[25]
Το 2005, ανακατασκευάστηκε (remastered) από την εταιρεία The Criterion Collection και κυκλοφόρησε σε ένα σετ δύο DVD.[6] Το δεύτερο DVD εμπεριέχει νέα, συνεντεύξεις, παραλειπόμενα και περισσότερες πληροφορίες για την ταινία. Αυτό το DVD συνοδεύεται από ένα εικονογραφημένο φυλλάδιο 64 σελίδων με δημοσιευμένα άρθρα και συνεντεύξεις από το καστ και το συνεργείο, δοκίμια των JT LeRoy και Έιμι Τόμπιν, ένα άρθρο του 1991 από τον Λανς Λουντ και ανατυπωμένες συνεντεύξεις των Βαν Σαντ, Ρίβερ Φίνιξ και Κιάνου Ριβς.[27]
Το περιοδικό Entertainment Weekly βαθμολόγησε το DVD με "Β+", γράφοντας: "Ενώ μπορεί να απολαμβάνεται την ταινία Το Δικό Μου Αϊντάχο, το αν θα επιλέξετε να δείτε αυτό το διπλό DVD από την The Criterion Collection, εξαρτάται από το πόσο μπορείτε να απολαύσετε ανθρώπους να μιλούν για το Δικό Μου Αϊντάχο", καταλήγοντας στο συμπέρασμα: "Αλλά με όλες τις διάφορες ιδέες και επιρροές της, πρόκειται σίγουρα για μια ταινία που αξίζει να την συζητάμε".[27]
↑Robbins, Tom· Van Sant, Gus. Fuller, Graham, επιμ. Even Cowgirls Get the Blues/My Own Private Idaho/2 Screen Plays in 1 Volume. Faber & Faber. σελ. xxiii. ISBN978-0571169207.
↑Robbins, Tom· Van Sant, Gus (1993). Fuller, Graham, επιμ. Even Cowgirls Get the Blues/My Own Private Idaho/2 Screen Plays in 1 Volume. Faber & Faber. σελ. xxvi. ISBN978-0571169207.