Ο Τιβέριος Ιούλιος Ρησκούπορις ΣΤ΄[2][3] και μερικές φορές γνωστός ως ο Έσχατος[4], είναι ο τελευταίος πολύ γνωστός βασιλιάς τού Κιμμερίου Βοσπόρου (βασ. 314–341) και ο τελευταίος γνωστός εκπρόσωπος της αρχαίας Τιβεριο-Ιουλιανής δυναστείας. Λίγα είναι γνωστά για το παρελθόν και τη βασιλεία του Ρησκούπορι ΣΤ΄: ξεκίνησε τη θητεία του ως βασιλιάς είτε μέσω συγκυβέρνησης, είτε μέσω ανταγωνισμού με τον προκάτοχό του Ραδαμσάδη μέχρι το 322. Η βασιλεία του Ρησκούπορι ΣΤ΄ έληξε γύρω στο 341, όταν μπορεί να είχε ανατραπεί από τους Σαρμάτες ή τους Αλανούς, ομάδες που εκείνη την εποχή γίνονταν ολοένα και πιο ισχυρές και με επιρροή στην Κριμαία.
Η βασιλεία του
Ήταν το τελευταίο γνωστό μέλος της Τιβεριο-Ιουλιανής δυναστείας[2]. Η βασιλεία τού Ρησκούπορι ΣΤ΄ μπορεί να χρονολογηθεί με ακρίβεια μέσω νομισματικών και αρχαιολογικών δεδομένων, [2] που τον τοποθετούν να εξουσιάζει από το 314 έως το 341. [3][5] Η βασιλεία του επικαλύπτεται με τον άλλο βασιλιά τού Βοσπόρου Τ. Ι. Ραδαμσάδη (βασ. 309–322), [6][5] ο οποίος με τη σειρά του είχε διαδεχτεί τον Τ. Ι. Θεοθόρση (βασ. 279–309 ). [7] Η σχέση μεταξύ τού Ρησκούπορι ΣΤ΄ και των άμεσων προκατόχων του (και συγκυβερνήτη στην περίπτωση των Ραδαμσάδη) δεν περιγράφεται σε καμία σωζόμενη πηγή. [2] Ο Γάλλος γενεαλόγος Κριστιάν Σετιπανί πιστεύει ότι ο Ρησκούπορις ΣΤ΄ ήταν ο μικρότερος αδελφός τού Ραδαμσάδη και γιος του Θεοθόρση. [8]
Έχει επισημανθεί, για παράδειγμα, από τον Astakhov (2021), ότι ο Ραδαμσάδης και Θεοθόρσης είναι περσικά ονόματα και ότι αυτοί οι δύο βασιλείς μπορεί επομένως να μην ήταν γνήσιοι εκπρόσωποι της Τιβεριο-Ιουλιανής δυναστείας. [2] Περαιτέρω ένδειξη μίας περσικής καταγωγής για τον Θεοθόρση, είναι η προσθήκη ενός σαρματικού μονογράμματος στην -κατά τα άλλα παραδοσιακή- εικονογραφία των νομισμάτων τού Βοσπόρου. Τα νομίσματα των δύο τελευταίων ετών της βασιλείας τού Θεοθόρση είναι πιο σπάνια από τα προηγούμενα χρόνια, γεγονός που θα μπορούσε να υποδηλώνει εσωτερικά προβλήματα στο βασίλειο, ίσως σύγκρουση είτε με την αριστοκρατία τού Βοσπόρου, είτε με τις ρωμαϊκές αρχές, λόγω της μη δυναστικής ανόδου του στον θρόνο. [9] Η περσική προέλευση των ονομάτων και το σαρματικό μονόγραμμα στα νομίσματα του Θεοθόρση δεν είναι απολύτως πειστική απόδειξη, καθώς η ίδια η δυναστεία των Τιβεριο-Ιουλιανών ήταν εν μέρει σαρματικής καταγωγής (για παράδειγμα τα Σαυρομάτης, Ρησκούπορις ήταν ονόματα σαρματικής προέλευσης) και τα μονογράμματα (tamgas) χρησιμοποιούνταν συχνά ως σύμβολα στο βασίλειο. [10]
Το τέλος της βασιλείας του Ρησκούπορι ΣΤ΄ συνδέεται γενικά από τους ιστορικούς με το τέλος της παραγωγής νομισμάτων τού Βοσπόρου το 341, αν και δεν υπάρχουν σωζόμενες πηγές, που να το επιβεβαιώνουν. Δεδομένου ότι οι πηγές για τον Βόσπορο μετά το 341 είναι σχεδόν ανύπαρκτες, ο Ρησκούπορις ΣΤ΄ αναφέρεται συχνά ως ο τελευταίος βασιλιάς τού βασιλείου τού Βοσπόρου. [2][5] Παραδοσιακά το βασίλειο τού Βοσπόρου πιστεύεται ότι καταστράφηκε από τους Γότθους και τους Ούννους στο τέλος της βασιλείας του [7], αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία γι' αυτό. [2] Τα νομίσματα τού Βοσπόρου από τις αρχές του 4ου αι. σε όλη την επικράτεια τού βασιλείου συνδέονται πιθανότατα με τη δραστηριότητα των περσικών φυλών των Σαρματών και των Αλανών στην περιοχή. Η αυξανόμενη δύναμη και επιρροή αυτών των φυλών υποδηλώνει ότι ο Ρησκούπορις ΣΤ΄ μπορεί να είχε ανατραπεί από έναν ηγέτη της φυλής των Σαρματών ή των Άλανών. [2]
Η μοίρα του βασιλείου του Βοσπόρου
Η διάδοχοι
Ο επόμενος καλά επιβεβαιωμένος βασιλιάς του βασιλείου τού Βοσπόρου μετά τον Ρησκούπορι ΣΤ΄ είναι ο Δουπτούνος, ο οποίος είναι γνωστός από μία επιγραφή, όπου υποστηρίζεται ότι ήταν μέλος της Τιβεριο-Ιουλιανής δυναστείας. Αν και η χρονολόγηση της επιγραφής τού Δουπτούνου συζητείται, μία σχετικά ευρέως αποδεκτή χρονολογία είναι το 483, σχεδόν ενάμιση αιώνα μετά τον Ρησκούπορι ΣΤ΄. Είναι προφανές ότι το βασίλειο του Βοσπόρου βρισκόταν σε βαθιά πολιτική κρίση την εποχή του Ρησκούπορι ΣΤ΄, αλλά τα αρχαιολογικά δεδομένα δείχνουν επίσης ότι η ζωή συνεχιζόταν στις πόλεις τού βασιλείου και μάλιστα υποδηλώνουν μία ανάκαμψη της οικονομίας. Αν και τα στοιχεία είναι περιορισμένα, θεωρείται απίθανο να τελείωσε η γραμμή των βασιλέων τού Βοσπόρου μετά από έναν αιώνα. [2]
Κάποιες προσπάθειες έχουν γίνει για την ανακατασκευή της σειράς των διαδόχων τού Ρησκούπορι ΣΤ΄, ιδίως από τον Richard Garnett στα τέλη του 19ου αι., μέσω των γραπτών τού Αυτοκράτορα τού 10ου αι. Κωνσταντίνου Ζ΄. Τα γραπτά του Πορφυρογέννητου Αυτοκράτορα περιγράφουν μία σύγκρουση μετά τον Ρησκούπορι ΣΤ΄ με τους κατοίκους τού Βοσπόρου, την οποία κέρδισαν οι Ρωμαίοι και ο Αυτοκράτορας σημειώνει ότι αυτή η νίκη σήμαινε ότι «η βασιλεία των Σαυροματών [είχε] τελειώσει», μία φράση που ερμηνεύτηκε από τον Garnett ότι υποδηλώνει ότι τον Ρησκούπορι ΣΤ΄ διαδέχτηκαν δύο βασιλείς με το όνομα Σαυρομάτης. Οι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν μία τέτοια ερμηνεία υπερβολικά υποθετική. [9]
Εάν ο Ρησκούπορις ΣΤ΄ ανατράπηκε από έναν Σαρμάτη ή Αλανό ηγέτη, μπορεί να τον διαδέχθηκε ως βασιλιάς ένας Σαρμάτης ή Αλανός ευγενής. Μετά από μία βραχύβια δυναστεία Σαρματο-Αλανών, είναι προφανές ότι οι Γότθοι ανέλαβαν την εξουσία τουλάχιστον σε τμήματα τού βασιλείου τού Βοσπόρου π. το 380. Το ότι υπήρξε μία γοτθική κατάληψη είναι ξεκάθαρο μεταξύ άλλων από μία επιστολή τού 404 προς τον Ιωάννη Χρυσόστομο, αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινούπολης, στην οποία ένας βασιλιάς των Γότθων (rex Gothiorum) ζητά νέο επίσκοπο στον Βόσπορο. Το μόνο αρκετά ισχυρό κράτος στην περιοχή για να υποστηρίξει μια επισκοπή ήταν το βασίλειο τού Βοσπόρου. [2]
Το τέλος του βασιλείου
Η περίοδος της γοτθικής κυριαρχίας πιθανότατα ακολουθήθηκε από μία εισβολή των Ούννων. Αν το βασίλειο τού Βοσπόρου καταστράφηκε προσωρινά ή έγινε αυτόνομο υποτελές κράτος της Ουννικής αυτοκρατορίας, δεν είναι σαφές. Αφού οι Ούννοι υπέστησαν ήττες στις δεκαετίες 450 και 460, η περιοχή του Βοσπόρου, όπως και άλλες χώρες υπό την κυριαρχία των Ούννων, πιθανότατα έγινε για άλλη μία φορά πλήρως ανεξάρτητη. Όπως αποδεικνύεται από τον Ρωμαίο συγγραφέα του 6ου αι. Προκόπιο, γράφοντας ότι οι Ουτίγουροι πολέμησαν και στη συνέχεια συμμάχησαν με τους «Γότθους-τετραχίτες» στην Κριμαία, οι Γότθοι εξακολουθούσαν να κυβερνούν την περιοχή σε αυτό το σημείο. Τελικά οι Γότθοι φαίνεται ότι έφυγαν, ή εκδιώχθηκαν μακριά από τον Βόσπορο, οδηγώντας στην επανάληψη της ελληνιστικής κυριαρχίας υπό προσωπικότητες όπως ο Δουπτούνος, ο οποίος επαναπροσανατόλισε το βασίλειο προς τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως πελατειακό κράτος. [2] Πέρα από τη χρήση των φιλικών προς τη Ρώμη επιθέτων από τον Δουπτούνο και την παραδοχή των ονομάτων Τιβέριος και Ιούλιος, η ευθυγράμμιση προς τους Ρωμαίους υποδηλώνεται επίσης από την παρουσία νομισμάτων από τη βασιλεία τού Αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄ (βασ. 518–527 ) και Ιουστινιανού Α΄ (βασ. 527–565 ) στην Κριμαία. [11] Την εποχή του Ιουστινιανού Α΄, ηγεμόνας τού βασιλείου τού Βοσπόρου ήταν ο Ούννος βασιλιάς Γορδάς. Αυτός ασπάστηκε τον Χριστιανισμό υπό την προστασία τού Ιουστινιανού Α΄ στην Κωνσταντινούπολη το 527, αλλά σκοτώθηκε σε μία εξέγερση, όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, λόγω των προσπαθειών του να προσηλυτίσει βίαια τους υποστηρικτές του και τον λαό. Μετά το τέλος τού Γορδά ένας ρωμαϊκός στρατός στάλθηκε στον Βόσπορο, ο οποίος κατέπνιξε την εξέγερση και παγίωσε τον αυτοκρατορικό έλεγχο εκεί. [12]
↑ 3,03,1Vlasov, Vladimir· Smokotina, Anna (2013). «The Cultural Layer Overlying the Cemetery of Neyzats». Στο: Khrapunov, Igor, επιμ. Exploring the Cemetery of Neyzats. DOLYA Publishing House.
↑Settipani, Christian (2006). Continuité des élites à Byzance durant les siècles obscurs: les princes caucasiens et l'Empire du VI:e au IX:e siècle (στα French). Paris: De Boccard. σελ. 408. ISBN978-2-7018-0226-8.CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)