Η "Συννεφιασμένη Κυριακή" είναι ένα ρεμπέτικο τραγούδι του 1948, σε μουσική του Βασίλη Τσιτσάνη και στίχους του συνθέτη με τη συμμετοχή του Αλέκου Γκούβερη. Γύρω από το θέμα της πατρότητας των στίχων ξέσπασε έντονη διαμάχη, η οποία διήρκεσε αρκετά χρόνια.
"Συννεφιασμένη Κυριακή"
"Συννεφιασμένη Κυριακή" Εξώφυλλο
Ρεμπέτικο από Πρόδρομος Τσαουσάκης & Σωτηρία Μπέλλου
Κυκλοφόρησε
1948
Δισκογραφική
His Master's Voice, The Gramophone Co. Ltd.
Στιχουργός
Βασίλης Τσιτσάνης, Αλέκος Γκούβερης
Συνθέτης
Βασίλης Τσιτσάνης
Ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του Ρεμπέτικα Τραγούδια αναφέρει ότι θεωρείται το ωραιότερο ρεμπέτικο τραγούδι[1]. Σε ψηφοφορία του περιοδικού Δίφωνο τον Μάιο του 1999, ψηφίστηκε ως το καλύτερο ελληνικό τραγούδι του 20ού αιώνα[2].
Δημιουργία του τραγουδιού
Ο Τσιτσάνης αφηγείται την ιστορία του τραγουδιού λέγοντας: «Κατά την περίοδο της κατοχής, στη Θεσσαλονίκη, εμπνεύστηκα και τη Συννεφιασμένη Κυριακή. Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μού ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη «συννεφιά» της κατοχής και την απελπισία που μας έδερνε όλους μας - τότε που όλα τα 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπερηφάνεια του λαού μας που δε σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά. Η Συννεφιασμένη Κυριακή δεν είναι μόνο ένα περιστατικό της κατοχής, αλλά κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο. Ό,τι είχα μέσα μου και ό,τι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα τα είπα με το τραγούδι μου αυτό. Το είχα έτοιμο από τότε, με αρχικό τίτλο Ματωμένη Κυριακή, διότι εκείνη τη βαριά χειμωνιάτικη νύχτα Κυριακή είδα με τα μάτια μου το θάνατο ενός παλικαριού. Μάτωσε η καρδιά μου και εγώ με τη σειρά μου μάτωσα το τραγούδι. Το γραμμοφώνησα το 1948, αφού βασανίστηκα περίπου ένα χρόνο, επειδή μία λέξη έλειπε από το κουπλέ. Αισθάνθηκα, και δεν το κρύβω, μια ιδιαίτερη υπερηφάνεια που αμέσως κατέκτησε τον κόσμο. Η εξάπλωσή του από τη μία άκρη μέχρι την άλλη με γέμισε πίστη και αισιοδοξία, αλλά και υπέρμετρες ευθύνες για την πορεία μου στο χώρο της λαϊκής μουσικής[3]».
Το τραγούδι χρειάστηκε 5 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Ο Τσιτσάνης ξεκίνησε τη δημιουργία του το 1943 εν μέσω κατοχής, όταν βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, και το ολοκλήρωσε το 1948. Όπως έλεγε ο ίδιος, ο λόγος ήταν ότι δεν μπορούσε να βρει μια συγκεκριμένη λέξη. «Την πιο μεγάλη κούραση και στενοχώρια μού έδωσε η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Δεν μπορούσα να βρω μια επαναληπτική λέξη τρισύλλαβο. Τελικά η λέξη βγήκε από το ίδιο το κείμενο: «που έχει πάντα συννεφιά – συννεφιά». Η επναλαμβανόμενη λέξη είναι η ζητούμενη. Κάθε άλλη αντ’ αυτής ήταν αρνητική μουσικώς[4]».
Υπόθεση Νίκου Ρούτσου
Το 1977, ο Νίκος Ρούτσος μιλώντας στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία (15 Μαΐου 1976) και τον Γιώργο Γκιώνη, ισχυρίστηκε ότι όχι μόνο η Συννεφιασμένη Κυριακή, αλλά και άλλα 17 τραγούδια του Τσιτσάνη είχαν δικούς του στίχους ή έστω ότι γράφηκαν σε συνεργασία μαζί του. Ο Τσιτσάνης απάντησε οργισμένος και ένα χρόνο αργότερα το αρμόδιο δικαστήριο δικαίωσε τον συνθέτη[5].
Υπόθεση Αλέκου Γκούβερη
Το 1992, στην Ρεμπέτικη Ανθολογία του, ο Τάσος Σχορέλης αναφέρει μία διαφορετική προέλευση για τους στίχους του τραγουδιού: «Τους στίχους έγραψε το 1947 ο Αλέκος Γκούβερης. Κάποια Κυριακή έχασε στο ποδόσφαιρο η Α.Ε. Λαρίσης κι ο Γκούβερης, φανατικός οπαδός της, έγραψε τους στίχους. Ο Τσιτσάνης έκανε μια διόρθωση στον τρίτο στίχο του πρώτου τετράστιχου. Ούτε κατοχές, ούτε σκοτωμένα παλικάρια[6]».
Αν και ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν απάντησε στο δημοσίευμα του Σχορέλη, σε μετέπειτα συνέντευξή του στον Πάνο Γεραμάνη, παραδέχτηκε ότι οι στίχοι έγιναν σε συνεργασία με το φίλο του Αλέκο Γκούβερη από τη Λάρισα. Τέλος, στο αφιέρωμα του περιοδικού Ταχυδρόμος για τα εικοσάχρονα από το θάνατο του Τσιτσάνη, ο Κώστας Χατζηδουλής δημοσίευσε μία σημαντική και διαφωτιστική «δήλωση» του Γκούβερη, γραμμένη στην Αθήνα στις 17/9/1947, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος λέει: «συνέβαλα στην αποπεράτωση των στίχων με την προσθήκη ενός και μόνο κουπλέ». Στο ίδιο τεύχος ο Χατζηδουλής προσθέτει και ένα νέο στοιχείο, ότι η ποδοσφαιρική ομάδα Α.Ε. Λαρίσης είχε δημιουργηθεί αρκετά χρόνια μετά το γράψιμο της Συννεφιασμένης Κυριακής[6]. Πράγματι ο Γκούβερης εμφανίζεται στην αντίστοιχη καρτέλα της ΑΕΠΙ ότι συμμετέχει σαν στιχουργός του εν λόγω τραγουδιού με ποσοστό 20%[7].
Ο Μάνος Χατζιδάκις διασκεύασε το κομμάτι για πιάνο το 1949-50, και το συμπεριέλαβε στο δίσκο του Έξι λαϊκές ζωγραφιές (Έργο 5), που κυκλοφόρησε το 1954[11].