Στεφανιαία καρδιακή νόσος, ή απλά στεφανιαία νόσος, προκαλείται όταν οι αθηρωματικές πλάκες πληρώνουν, δηλαδή γεμίζουν, στον αυλό των αιμοφόρων αγγείων της καρδιάς (λέγονται στεφανιαίες αρτηρίες), και εμποδίζουν τη ροή του αίματος στην καρδιά.[1][2] Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μειωμένη παροχή οξυγόνου και θρεπτικών ουσιών στους ιστούς της καρδιάς. Η ελάττωση της παροχής οξυγόνου στο μυοκάρδιο προκαλεί κλινικά τη στηθάγχη (σταθερή ή ασταθή), και μπορεί να οδηγήσει στο έμφραγμα του μυοκαρδίου (καρδιακή προσβολή).[3] Με την πάροδο του χρόνου, η στεφανιαία νόσος μπορεί επίσης να αποδυναμώσει το μυοκάρδιο και να συμβάλει στην καρδιακή ανεπάρκεια, και στις αρρυθμίες.[4]
Υπεύθυνη τις περισσότερες φορές για την εμφάνιση της νόσου είναι μια κατάσταση γνωστή με το όνομα αθηρoσκλήρωση, η οποία οφείλεται στην δημιουργία αθηρωματικών πλακών που επικάθονται στο εσωτερικό των στεφανιαίων αρτηριών προκαλώντας έτσι την στένωση του αυλού τους και τη μείωση του παρεχόμενου αίματος. Οι αθηρωματικές πλάκες αποτελούνται κυρίως από χοληστερόλη, λιπώδη στοιχεία, ινώδη ιστό και ενίοτε από κατά τόπους εναποθέσεις ασβεστίου. Η σταδιακή αυτή συσσώρευση, που ονομάζεται αρτηριοσκλήρυνση, προκαλεί στένωση ή απόφραξη των αγγείων.
Η ρήξη της πλάκας, ή αθηρώματος,[5] και η δημιουργία θρόμβου, που ονομάζεται αθηροθρόμβωση αποτελεί αιτία οξέων ισχαιμικών ή στεφανιαίων συνδρόμων. Ο σχηματισμός αποφρακτικού θρόμβου έχει ως αποτέλεσμα την παντελή και παρατεταμένη έλλειψη οξυγόνου στο μυοκάρδιο, η οποία με τη σειρά της προκαλεί νέκρωση του μυοκαρδίου, ή αλλιώς έμφραγμα.[4]
Τα συμπτώματα της στεφανιαίας νόσου μπορεί να είναι διαφορετικά από άτομο σε άτομο, ακόμη και αν έχουν τον ίδιο τύπο στεφανιαίας νόσου. Ωστόσο, επειδή πολλοί άνθρωποι δεν έχουν συμπτώματα, δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν από στεφανιαία νόσο μέχρι να εμφανίσουν πόνο στο στήθος, καρδιακή προσβολή ή ξαφνική καρδιακή ανακοπή.[2] Στα ύποπτα συμπτώματα περιλαμβάνονται πόνος ή δυσφορία στο στήθος που μπορεί να ταξιδέψει στον ώμο, στο χέρι, στην πλάτη, στο λαιμό ή στη γνάθο. Τα συμπτώματα συνήθως εμφανίζονται με την άσκηση ή συναισθηματικό στρες, διαρκούν λιγότερο από λίγα λεπτά και βελτιώνονται με την ανάπαυση. Περιστασιακά εμφανίζεται κάψιμο στην περιοχή της καρδιάς, όπως επίσης δύσπνοια.[6] Στους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη της νόσου περιλαμβάνονται η υψηλή αρτηριακή πίεση, το κάπνισμα, ο διαβήτης, η έλλειψη άσκησης, η παχυσαρκία, η υψηλή χοληστερόλη στο αίμα, η κακή διατροφή, η κατάθλιψη, και η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας αλκοόλ.[7][8]
Ένας αριθμός εξετάσεων μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση της νόσου. Αυτές περιλαμβάνουν το ηλεκτροκαρδιογράφημα, το τεστ κοπώσεως, την αξονική στεφανιογραφία, τις εξετάσεις αίματος κ.α.[9][10] Η πρόληψη της νόσου μπορεί να επιτευχθεί μέσω της υγιεινής διατροφής, τακτικής άσκησης, διατήρησης υγιούς βάρους, και αποφυγής του καπνίσματος.[11] Μετά τη διάγνωση, η θεραπεία περιλαμβάνει αλλαγές στον τρόπο ζωής, φαρμακευτική αγωγή, και χειρουργικές επεμβάσεις. Τα φάρμακα που συνήθως χρησιμοποιούνται είναι τα αντιαιμοπεταλιακά (αραιωτικά του αίματος), όπως η ασπιρίνη,[12] όπως επίσης β-αναστολείς, φαρμακευτική νιτρογλυκερίνη, στατίνες κ.α. Στις χειρουργικές επεμβάσεις περιλαμβάνονται η διαδερμική στεφανιαία παρέμβαση (PCI), και η επέμβαση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης - bypass (CABG).[13]
Η στεφανιαία νόσος είναι η πιο κοινή ασθένεια μεταξύ των καρδιαγγειακών παθήσεων.[14] Το 2015, επηρέασε 110 εκατομμύρια ανθρώπους και οδήγησε σε 8,9 εκατομμύρια θανάτους. Αποτελεί το 15,6% όλων των θανάτων, κάτι που την καθιστά την πρωταρχική αιτία θανάτου παγκοσμίως.[3]
Συμπτώματα
Η στένωση των στεφανιαίων αρτηριών μειώνει την παροχή αίματος πλούσιου σε οξυγόνο που ρέει στην καρδιά, κάτι το οποίο γίνεται πιο εμφανές κατά τη διάρκεια επίπονων δραστηριοτήτων κατά τις οποίες η καρδιά χτυπά πιο γρήγορα.[15] Σε κάποιους ανθρώπους οι δραστηριότητες αυτές προκαλούν σοβαρά συμπτώματα, ενώ σε άλλους δεν εμφανίζονται καθόλου συμπτώματα.[6]
Το πιο κοινό σύμπτωμα είναι ο πόνος ή η δυσφορία στο στήθος που εμφανίζεται τακτικά μετά τη δραστηριότητα, μετά το φαγητό ή σε άλλες προβλέψιμες ώρες. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται σταθερή στηθάγχη. Η στηθάγχη περιλαμβάνει επίσης σφίξιμο στο στήθος, βάρος, πίεση, και μούδιασμα.[16] Όταν αλλάζει σε ένταση ή συχνότητα ονομάζεται ασταθής στηθάγχη. Η ασταθής στηθάγχη μπορεί να προηγείται του εμφράγματος του μυοκαρδίου. Σε ενήλικες που καταλήγουν στα τμήματα επειγόντων περιστατικών με ασαφή αιτία πόνου, περίπου το 30% έχει πόνο λόγω στεφανιαίας νόσου.[17] Η στηθάγχη, η δύσπνοια, η εφίδρωση, η ναυτία ή ο έμετος και η ζαλάδα είναι σημάδια εμφράγματος του μυοκαρδίου και οι άμεσες ιατρικές υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης είναι ζωτικής σημασίας.[16]
Διάγνωση
Σε όσους διατρέχουν υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης της στεφανιαίας νόσου ή όσοι έχουν ήδη συμπτώματα, μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορες εξετάσεις για τη διάγνωση της νόσου, όπως[1]:
Ηλεκτροκαρδιογράφημα (μετρά την ηλεκτρική δραστηριότητα, τον ρυθμό και την κανονικότητα του καρδιακού παλμού).
Χειρουργικές επεμβάσεις: μπορεί να αποφασιστεί να πραγματοποιηθεί αγγειοπλαστική με την τοποθέτηση μπαλονιού ή στεντ (διαδερμική στεφανιαία παρέμβαση) ή να πραγματοποιηθεί επέμβαση ανοιχτής καρδιάς για την παράκαμψη της αποφραγμένης στεφανιαίας αρτηρίας (επέμβαση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης - bypass).
Διαδερμική στεφανιαία παρέμβαση
Η διαδερμική στεφανιαία παρέμβαση (PCI) είναι μια ελάχιστα επεμβατική διαδικασία που χρησιμοποιείται για το άνοιγμα φραγμένων στεφανιαίων αρτηριών (αυτών που μεταφέρουν αίμα στην καρδιά). Με την αποκατάσταση της ροής του αίματος, η θεραπεία μπορεί να βελτιώσει τα συμπτώματα των φραγμένων αρτηριών, όπως πόνο στο στήθος ή δύσπνοια.[19]
Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας γίνεται με μια μικρή τομή στο πόδι και προσεγγίζεται το φραγμένο αγγείο μέσω μιας αρτηρίας που οδηγεί στην καρδιά με τη βοήθεια ενός καθετήρα. Παράλληλα χρησιμοποιούνται ακτίνες Χ της καρδιάς ως οδηγός για να εντοπιστεί η απόφραξη. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με τη χρήση των κατάλληλων τεχνικών (τοποθέτηση μπαλονιού ή στεντ) για να ανοίξει το αγγείο.[19]
Επέμβαση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης - bypass
Η επέμβαση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης (CABG) είναι μια διαδικασία για τη βελτίωση της κακής ροής του αίματος στην καρδιά. Πραγματοποιείται όταν οι στεφανιαίες αρτηρίες είναι στενωμένες ή αποφραγμένες. Μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο σοβαρών επιπλοκών για άτομα που έχουν αποφρακτική στεφανιαία νόσο, έναν τύπο ισχαιμικής καρδιακής νόσου, όπως επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, όπως σε σοβαρή καρδιακή προσβολή.[20]
Κατά τη διάρκεια της επέμβασης χρησιμοποιούνται αιμοφόρα αγγεία από άλλο μέρος του σώματος, τα οποία συνδέονται με αιμοφόρα αγγεία πάνω και κάτω από τη στενωμένη αρτηρία κι έτσι παρακάμπτεται η αρτηρία αυτή. Στην επέμβαση μπορεί να χρησιμοποιηθούν ένα ή περισσότερα αιμοφόρα αγγεία, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τον αριθμό των αποφράξεων. Τα αιμοφόρα αγγεία είναι συνήθως αρτηρίες από το χέρι ή το στήθος ή φλέβες από τα πόδια. Μετά τη διαδικασία συνιστώνται αλλαγές στον τρόπο ζωής και χρήση φαρμάκων για την πρόληψη των επιπλοκών, όπως οι θρόμβοι του αίματος.[20]
Έρευνα
Οι ερευνητικές προσπάθειες είναι το αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ των διαφορετικών επιστημονικών κλάδων, όπως η βιοτεχνολογία και η μηχανική ιστών, κάτι το οποίο έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων θεραπευτικών στρατηγικών, όπως τα βλαστοκύτταρα, η νανοτεχνολογία, η ρομποτική χειρουργική και άλλες εξελίξεις (τρισδιάστατη εκτύπωση και φάρμακα). Η έρευνα στα βλαστοκύτταρα επικεντρώνεται στη μελέτη της δυνατότητας καρδιακής αναγέννησης, ενώ η έρευνα στη νανοτεχνολογία διερευνά τη χορήγηση νανοφαρμάκων και τη διαδερμική στεφανιαία παρέμβαση, συμπεριλαμβανομένων τροποποιήσεων και επικαλύψεων στεντ. Η ρομποτική είναι ένας ταχέως εξελισσόμενος τομέας, ο οποίος χρησιμοποιείται στην καρδιοχειρουργική για τουλάχιστον δέκα χρόνια σε επεμβάσεις όπως η επιδιόρθωση της μιτροειδούς βαλβίδας και η επέμβαση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης (μπαϊπάς). Κάποια από τα πλεονεκτήματα της ρομποτικής χειρουργικής είναι η βελτιωμένη εργονομία, η ακρίβεια και μερικές φορές η συντόμευση του διεγχειρητικού χρόνου. Επίσης υπάρχουν αναφορές ότι η ρομποτική χειρουργική μπορεί να συμβάλλει στη συντόμευση της παραμονής του ασθενούς στο νοσοκομείο.[21]
↑Αθήρωμα, λατ.atheroma, ονομάζεται η απόφραξη της αρτηρίας —πιο συγκεκριμένα του αυλού της αρτηρίας— από υπολείμματα κυττάρων και περιλαμβάνει λιπίδια, ασβέστιο και ινώδη συνδετικό ιστό. Έχει χρώμα «αθηρό», δηλαδή υπόξανθο ή υποκίτρινο, από το οποίο παίρνει το όνομά του.