Η ενοποίηση της Ιταλίας σε μία ενιαία οντότητα, συνέβη κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής επέκτασης στη χερσόνησο, όταν η Ρώμη σχημάτισε μία μόνιμη ένωση με τις περισσότερες από τις τοπικές φυλές και πόλεις. [5] Η δύναμη της ιταλικής συνομοσπονδίας ήταν ένας κρίσιμος παράγοντας για την άνοδο της Ρώμης, ξεκινώντας από τους Καρχηδονιακούς και Μακεδονικούς πολέμους μεταξύ του 3ου και του 2ου αι. π.Χ. Καθώς οι ρωμαϊκές επαρχίες ιδρύονταν σε όλη τη Μεσόγειο, η Ιταλία διατήρησε ένα ειδικό καθεστώς, που την έκανε domina provinciarum («κυβερνήτη των επαρχιών»), [6][7][8] και –ειδικά σε σχέση με τους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορικής σταθερότητας– rectrix mundi ("κυβερνήτη του κόσμου") [9][10] και omnium terrarum parens («γονέας όλων των γαιών»). [11][12] Ένα τέτοιο καθεστώς σήμαινε ότι, εντός της Ιταλίας σε περιόδους ειρήνης, οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι ασκούσαν επίσης το imperium domi (αστυνομική εξουσία) ως εναλλακτική λύση στις imperium militiae (στρατιωτική εξουσία). Οι κάτοικοι της Ιταλίας είχαν λατινικά δικαιώματα, καθώς και θρησκευτικά και οικονομικά προνόμια.
Η κρίση του 3ου αι. έπληξε την Ιταλία ιδιαίτερα σκληρά και άφησε το ανατολικό μισό της Αυτοκρατορίας πιο ακμάζον. Το 286 ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός την αυτοκρατορική κατοικία, που συνδέεται με τις δυτικές επαρχίες (τη μετέπειτα Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), τη μετέφερε από τη Ρώμη στο Μεδιόλανον. [13] Εν τω μεταξύ, τα νησιά Κορσική, Σαρδηνία, Σικελία και Μάλτα προστέθηκαν στην Ιταλία από τον Διοκλητιανό το 292, και ιταλικές πόλεις όπως το Mεδιόλανον και η Ραβέννα συνέχισαν να λειτουργούν ως de facto πρωτεύουσες για τη Δύση.
Aφού υπήρξε για αιώνες η καρδιά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τον 3ο αι. η κυβέρνηση και το πολιτιστικό κέντρο άρχισαν να κινούνται προς τα ανατολικά: πρώτα το Έδικτο του Καρακάλλα το 212, επέκτεινε τη ρωμαϊκή υπηκοότητα σε όλους τους ελεύθερους ανθρώπους εντός των αυτοκρατορικών συνόρων. Στη συνέχεια ο Χριστιανισμός άρχισε να καθιερώνεται ως η κυρίαρχη θρησκεία από τη βασιλεία του Κωνσταντίνου Α΄ (306–337), αυξάνονατας τη δύναμη των ανατολικών μητροπόλεων, που αργότερα ομαδοποιήθηκαν στην Πενταρχία. Aν και δεν ιδρύθηκε ως πρωτεύουσα το 330, η Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη) απέκτησε μεγάλη σημασία. Τελικά απέκτησε τον βαθμό της ανατολικής πρωτεύουσας, όταν της δόθηκε έπαρχος της πόλης (praefectus urbi) τo 359 και οι συγκλητικοίτης που ήταν clari έγιναν συγκλητικοί clarissimi.
Ως αποτέλεσμα η Ιταλία άρχισε να παρακμάζει προς όφελος των επαρχιών, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα τη διαίρεση της Αυτοκρατορίας σε δύο διοικητικές ενότητες το 395: τη Δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, με την πρωτεύουσά της στο Mεδιόλανον (νυν Mιλάνο), και την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, με την πρωτεύουσά της την Κωνσταντινούπολη. Το 402 η αυτοκρατορική κατοικία άπό το Μιλάνο μεταφέρθηκε στη Ραβέννα, επιβεβαιώνοντας την παρακμή της πόλης της Ρώμης (που λεηλατήθηκε το 410 για πρώτη φορά μετά από σχεδόν 8 αιώνες).
Το 49 π.Χ. με τη Lex Roscia, Ιούλιος Καίσαρας έδωσε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη στους ανθρώπους της Εντός των Άλπεων Γαλατίας;[15] ενώ το 42 π.Χ. καταργήθηκε η ως τότε υπάρχουσα επαρχία, επεκτείνοντας έτσι την ΙΤαλία προς τα βόρεια, μέχρι τους πρόποδες των Άλπεων.[16][17]
Υπό τον Αύγουστο, οι λαοί της σημερινής κοιλάδας της Αόστα και των δυτικών και βορείων Άλπεων υποτάχθηκαν (έτσι τα δυτικά σύνορα της ρωμαϊκής Ιταλίας μεταφέρθηκαν στον ποταμό Βάρο), και τα ιταλικά ανατολικά σύνορα μεταφέρθηκαν στην Άρσια στην Ίστρια.[17] Τέλος, στα τέλη του 3ου αι., η Ιταλία περιέλαβε επίσης τα νησιά Σικελία, Κορσική και Σαρδηνία, καθώς και τη Ραιτία και μέρος της Παννονίας.[18] Η πόλη Ήμονα (σημερινή Λιουμπλιάνα, Σλοβενία) ήταν η πιο ανατολική πόλη της Ιταλίας.
Οργάνωση επί Αυγούστου
Στην αρχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορικής εποχής, η Ιταλία ήταν μία συλλογή εδαφών με διαφορετικά πολιτικά καθεστώτα. Μερικές πόλεις, που ονομάζονταν δήμοι (municipia), είχαν κάποια ανεξαρτησία από τη Ρώμη, ενώ άλλες, οι αποικίες (coloniae), ιδρύθηκαν από τους ίδιους τους Ρωμαίους. Γύρω στο 7 π.Χ. ο Αύγουστος χώρισε την Ιταλία σε 11 περιοχές (regiones), όπως αναφέρει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στο Φυσική Ιστορία:
Η Ιταλία έγινε προνομιακή από τον Αύγουστο και τους κληρονόμους του, με την κατασκευή, μεταξύ άλλων δημόσιων κατασκευών, ενός πυκνού δικτύου ρωμαϊκών δρόμων. Η ιταλική οικονομία άνθισε: η γεωργία, η βιοτεχνία και η βιομηχανία είχαν μία λογική ανάπτυξη, επιτρέποντας την εξαγωγή αγαθών στις επαρχίες. [19] Ο ιταλικός πληθυσμός μπορεί να αυξήθηκε επίσης: τρεις απογραφές διέταξε ο Αύγουστος, ο οποίος ανέλαβε επίσης το ρόλο του Ρωμαίου τιμητή (censor), προκειμένου να καταγραφεί ο αριθμός των Ρωμαίων πολιτών σε όλη την Aυτοκρατορία. Oι ζώντες όλοι ήταν 4.063.000 το 28 π.Χ., 4.233.000 το 8 π.Χ. και 4.937.000 το 14 μ.Χ., αλλά εξακολουθεί να συζητείται, αν αυτοί μετρούσαν όλους τους πολίτες, όλους τους ενήλικους άνδρες πολίτες, ή τους πολίτες sui iuris. [20] Οι εκτιμήσεις για τον πληθυσμό της ηπειρωτικής Ιταλίας, συμπεριλαμβανομένης της Εντός των Άλπεων Γαλατίας, στις αρχές του 1ου αι. κυμαίνονται από 6.000.000 σύμφωνα με τον Kαρλ-Γιούλιους Μπέλοχ το 1886, έως 14.000.000 σύμφωνα με τον Eλιο Λο Κάσσo το 2009. [21]
Διοκλητιανικές και Κωνσταντινικές αναδιοργανώσεις
Κατά τη διάρκεια της Κρίσης του 3ου αι. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία βρισκόταν στα πρόθυρα της αποσύνθεσης υπό τις συνδυασμένες πιέσεις εισβολών, στρατιωτικής αναρχίας και εμφυλίων πολέμων και υπερπληθωρισμού. Το 284 ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός αποκατέστησε την πολιτική σταθερότητα. Πραγματοποίησε εκτεταμένες διοικητικές μεταρρυθμίσεις για να διατηρήσει την τάξη. Δημιούργησε τη λεγόμενη Τετραρχία, όπου η Αυτοκρατορία διοικούνταν από δύο ανώτερους Αυτοκράτορες που ονομάζονταν Aύγουστοι, και δύο κατώτερους συναυτοκράτορες που ονομάζονταν Καίσαρες. Μείωσε το μέγεθος των ρωμαϊκών επαρχιών διπλασιάζοντας τον αριθμό τους, για να μειώσει την εξουσία των επαρχιακών κυβερνητών. Ομαδοποίησε τις επαρχίες σε πολλές διοικήσεις (διοίκησις, λατινικά: diocesis) και τις έθεσε υπό την εποπτεία του αυτοκρατορικού βικάριου (εκπρόσωπου, αναπληρωτής), ο οποίος ήταν επικεφαλής της διοίκησης. Κατά τη διάρκεια της κρίσης του 3ου αι. η σημασία της Ρώμης μειώθηκε, επειδή η πόλη ήταν μακριά από τα ταραγμένα σύνορα. Ο Διοκλητιανός και οι συνεργάτες του διέμεναν συνήθως σε τέσσερις αυτοκρατορικές έδρες. Οι Αύγουστοι, ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, που ήταν υπεύθυνοι για την Ανατολή και τη Δύση αντίστοιχα, εγκαταστάθηκαν στη Νικομήδεια, στη βορειοδυτική Μ. Ασία (πιο κοντά στα ανατολικά σύνορα με την Περσία) και στο Μιλάνο, στη βόρεια Ιταλία (πιο κοντά στα ευρωπαϊκά σύνορα). αντίστοιχα. Οι έδρες των Καίσαρων ήταν η Augusta Treverorum (Τρεβήροι, Τρηρ, στα σύνορα του ποταμού Ρήνου) για τον Κωνστάνιο Α΄ Χλωρό και το Σίρμιον (στα σύνορα του ποταμού Δούναβη) για τον Γαλέριο, που επίσης διέμενε στη Θεσσαλονίκη.
Επί Διοκλητιανού η Ιταλία έγινε η Διοίκησις Ιταλίας. Περιλάμβανε τη Ραιτία. Υποδιαιρέθηκε στις ακόλουθες επαρχίες:
Ο Κωνσταντίνος Α΄ υποδιαίρεσε την Αυτοκρατορία σε τέσσερις πραιτωριανές επαρχίες. Η Diocesis Italiciana έγινε η Υπαρχία της Ιταλίας (praefectura praetoria Italiae), και υποδιαιρέθηκε σε δύο διοικήσεις. Περιλάμβανε ακόμα τη Ραετία. Οι δύο διοικήσεις και οι επαρχίες τους ήταν:
Diocesis Italia annonaria (Διοίκησις Ιταλίας των προμηθειών (annona): οι κάτοικοί της είχαν την υποχρέωση να παρέχουν στην αυλή, τη διοίκηση και τα στρατεύματα, που διέμεναν αρχικά στο Μιλάνο και στη συνέχεια στη Ραβέννα, προμήθειες, κρασί και ξυλεία) [22].
Το 330 ο Κωνσταντίνος Α΄ ολοκλήρωσε την ανοικοδόμηση του Βυζαντίου ως Νέας Ρώμης. Ίδρυσε την αυτοκρατορική αυλή, μία Σύγκλητο, τις οικονομικές και δικαστικές διοικήσεις, καθώς και τις στρατιωτικές δομές. Η νέα πόλη, ωστόσο, δεν είχε έπαρχο της πόλης μέχρι το 359, που την ανέδειξε στο καθεστώς της ανατολικής πρωτεύουσας. Μετά το τέλος του Θεοδοσίου Α΄ το 395 και την επακόλουθη διαίρεση της Αυτοκρατορίας, η Ιταλία ήταν η έδρα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ως αποτέλεσμα της εισβολής του Aλάριχ το 402, η δυτική έδρα μεταφέρθηκε από το Mεδιόλανον στη Ραβέννα. Ο Αλάριχ, βασιλιάς των Βησιγότθων, λεηλάτησε τη Ρώμη το 410, κάτι που δεν είχε συμβεί για οκτώ αιώνες. Η Βόρεια Ιταλία δέχθηκε επίθεση από τους Ούννους του Αττίλα το 452. Η Ρώμη λεηλατήθηκε ξανά το 455 από τους Βάνδαλους υπό τη διοίκηση του Γιζέριχ.
Σύμφωνα με το Notitia Dignitatum, ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα έγγραφα της ρωμαϊκής κυβέρνησης, που ενημερώθηκαν στη δεκαετία του 420, η Ρωμαϊκή Ιταλία διοικούνταν από έναν πραιτωριανό έπαρχο, τον prefectus praetorio Italiae (ο οποίος κυβερνούσε επίσης τη διοίκηση Αφρικής και τη διοίκηση της Παννονίας), έναν βικάριο, και έναν comes rei militaris. Οι περιοχές της Ιταλίας διοικούνταν, στα τέλη του 4ου αι., από οκτώ υπάτους (consulares) (Venetiae et Histriae, Aemiliae, Liguriae, Flaminiae et Piceni annonarii, Tusciaeet Umbriae, Piceni suburbicarii, Campaniae, και Siciliae) δύο επιμελητές (correctore (Apulia et Calabriae καιLucaniae et Bruttiorum) και επτά προέδρους (praeside) (Alpium Cottiarum, Rhaetia Prima and Secunda, Samnii, Valeriae, Sardiniae και Corsicae). Τον 5ο αι., με τους Αυτοκράτορες να ελέγχονται από τους βάρβαρους στρατηγούς τους, η δυτική αυτοκρατορική κυβέρνηση διατηρούσε αδύναμο έλεγχο στην ίδια την Ιταλία, της οποίας οι ακτές δέχονταν περιοδικά επιθέσεις.
Το 476 με την παραίτηση του Ρωμύλου Αυγουστύλου, η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε επίσημα πέσει, εκτός και αν θεωρήσει κάποιος τον Ιούλιο Νέποτα, τον νόμιμο Αυτοκράτορα, που είχε αναγνωριστεί από την Κωνσταντινούπολη. Αυτός δολοφονήθηκε το 480 και ίσως είχε αναγνωριστεί από τον Οδόακρο. Η Ιταλία παρέμεινε υπό τον Oδόακρο και το βασίλειό του της Ιταλίας, και μετά υπό το βασίλειο των Οστρογότθων. Τα γερμανικά διάδοχα κράτη υπό τον Oδόακρο και τον Θεοδώριχο τον Μεγάλο συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον ρωμαϊκό διοικητικό μηχανισμό, καθώς και να είναι ονομαστικά υπήκοοι του Ανατολικού Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Το 535 ο Ρωμαίος ΑυτοκράτοραςΙουστινιανός Α΄ εισέβαλε στην ΙΤαλία, που υπέστη 20 έτη καταστροφικού πολέμου. Τον Αύγουστο του 554 ο Ιουστινιανός Α΄ εξέδωσε μία Πραγματική Κύρωση, που διατήρησε τον μεγαλύτερο μέρος της οργάνωσης του Διοκλητιανού. Η "Υπαρχία της Ιταλίας" επέζησε έτσι και επανιδρύθηκε υπό τον έλεγχο των Ρωμαίων κατά τη διάρκεια του Γοτθικού Πολέμου του Ιουστινιανού Α΄. Το 568, ως αποτέλεσμα της εισβολής των Λομβαρδών, οι Bυζαντινοί έχασαν το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας, εκτός από το Eξαρχάτο της Ραβέννας –έναν διάδορομο από τη Βενετία, μέσω της Περούτζια, στο Λάτσιο– και τα ερείσματα στη νότια Νάπολη, την Καλαβρία (το πόδι) και την Απουλία (τη φτέρνα της χερσονήσου).
↑Salvatore Cosentino (2008). Storia dell'Italia bizantina (VI-XI secolo): da Giustiniano ai Normanni (στα Ιταλικά). Bononia University Press. σελ. 19. ISBN9788873953609.