Η Πύλη του Αδριανού (ή Αψίδα του Αδριανού), είναι μνημειώδης πύλη που μοιάζει - σύμφωνα με ορισμένες απόψεις - με Ρωμαϊκήθριαμβική αψίδα. Κάλυπτε έναν αρχαίο δρόμο από το κέντρο της Αθήνας, προς ένα συγκρότημα οικισμάτων στην ανατολική πλευρά της πόλης, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν ο Ναός του Ολυμπίου Διός. Θεωρήθηκε πως η πύλη αυτή κατασκευάστηκε για να εορταστεί η άφιξη (adventus) του Ρωμαίου ΑυτοκράτοραΑδριανού και για να τιμηθεί για τις πολλές ευεργεσίες του στη πόλη, με την ευκαιρία της αφιέρωσης παρακείμενου ναού το 131 με 132 μ.Χ.[2][3] Δεν είναι σίγουρο για το ποιός ανέθεσε την κατασκευή της πύλης, αν και είναι πιθανόν πως πολίτες της Αθήνας ή άλλοι Έλληνες ήταν υπεύθυνοι για την κατασκευή και το σχεδιασμό της. Υπήρχαν δύο επιγραφές στην πύλη, στις αντίθετες κατευθύνσεις, οι οποίες έχριζαν Θησέα και Αδριανό ως τους ιδρυτές της Αθήνας. Αν και είναι ξεκάθαρο πως οι επιγραφές τιμούσαν τον Αδριανό, παραμένει αβέβαιο αν αναφέρονται στην πόλη ως μία ή αν χωρίζουν τη πόλη σε δύο τμήματα (την παλαιά και την καινούρια). Η αρχική ιδέα, πάντως, πως η πύλη βρισκόταν πάνω στο αρχαίο τείχος της πόλης, και χώριζε τα παλαιά με τα νέα τμήματα της πόλης, έχει αποδειχθεί ως εσφαλμένη από επιπλέον ανασκαφές. Η πύλη βρίσκεται 325 μ. νοτιοανατολικά της Ακρόπολης.
Κατασκευή και σχεδιασμός
Υλικά και σχεδιασμός
Ολόκληρο το μνημείο είναι κατασκευασμένο από Πεντελικό μάρμαρο. Πεντελικό μάρμαρο χρησιμοποιήθηκε στον Παρθενώνα αλλά και σε άλλα σημαντικά κτίρια της Αθήνας, αν και η ποιότητα του μπορεί να διαφέρει σημαντικά. Το μάρμαρο που χρησιμοποιήθηκε στην πύλη είναι χαμηλότερης ποιότητας και είχε περισσότερα εγκλείσματα από αυτό που χρησιμοποιήθηκε στα καλύτερα Αθηναϊκά κτίρια. Η πύλη κατασκευάστηκε χωρίς τη χρήση τσιμέντου η κονιάματος μαρμάρου, και χρησιμοποιήθηκαν σφιγκτήρες για τη σύνδεση των λίθων. Έχει ύψος 18 μέτρα, μήκος 13,5 μ. και πλάτος 2,3 μ. Ο σχεδιασμός της είναι πλήρως συμμετρικός και από τις δύο πλευρές. Το κάτω μέρος μιμείται τις Ρωμαϊκές αψίδες, ενώ το πάνω μέρος τα αρχαιοελληνικά πρόπυλα.[3]
Το μονότοξο πέρασμα στο κάτω επίπεδο έχει μήκος 6,5 μ. και υποστηρίζεται από τετράπλευρες στήλες με κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού. Παρόμοιες, αλλά ψηλότερες, στήλες βρίσκονται στις εξωτερικές γωνίες του κάτω επιπέδου. Ο χώρος μεταξύ των εξωτερικών στηλών και του τοξωτού ανοίγματος ήταν γεμισμένος με τετράγωνους λίθους με σχεδιασμένες άκρες για να δοθεί έμφαση στο σχεδιασμό.[4] Σε κάθε πλευρά του κεντρικού περάσματος υπήρχε ένας κίονας κορινθιακού ρυθμού πάνω σε μια υψωμένη βάση που προεξείχε από το κέντρο του τοίχου. Το κάτω επίπεδο στέφθηκε με επιστύλιο ιωνικού ρυθμού, το οποίο ήταν καλυμμένο με γεισίπους και ένα προεξέχον γείσο.
Το άνω τμήμα της πύλης (το υπερώο) ήταν συντιθεμένο από μια σειρά κιόνων κορινθιακού ρυθμού και στήλες χώριζαν το χώρο σε τρία ορθογώνια ανοίγματα. Καθένα από τα εξωτερικά ανοίγματα είχε στεφθεί με περιστύλιο ιωνικού ρυθμού, καλυμμένο με γείσιπους και προεξέχον γείσο, όπως και στο κάτω επίπεδο. Το κεντρικό άνοιγμα, όμως, ήταν περιγυρισμένο από παραστάδες με κορινθιακού ρυθμού ημι-κίονες οι οποίοι υποστήριζαν το τριγωνικό αέτωμα, το οποίο βρισκόταν πάνω από τους γεισίπους, το γείσο και το σήμα που συνέδεε τις δύο πτέρυγες. Στην κορυφή του αετώματος, υπήρχε ένα μικρό φυτώδης ακρωτήριο. Το κεντρικό άνοιγμα του άνω επιπέδου ήταν αρχικά κλεισμένο με ένα λεπτό επίπεδο μαρμάρου, πάχους περίπου 7 εκατοστών.[5] Μόνον οι υποδοχές για την τοποθέτηση τους διατηρούνται σήμερα.
Ακόμη και μια απλή εξέταση αυτής της πύλης, με λίγες από τις συντηρημένες Ρωμαϊκές θριαμβικές αψίδες[6] φανερώνει τις σημαντικές σχεδιαστικές διαφορές μεταξύ των κτισμάτων. Ο αριθμός των τοξωτών περασμάτων στο κάτω επίπεδο των Ρωμαϊκών θριαμβικών αψίδων ήταν μεταβλητός όπως και η παρουσία ενός δευτερεύοντος περάσματος κατά μήκους του μεγάλου άξονα του κτίσματος. Όπως και η ύπαρξη ενός δίπυλου με απλό πέρασμα, το κάτω επίπεδο της Πύλης του Αδριανού εμπίπτει στην γκάμα του αρχιτεκτονικού ύφους. Οι Ρωμαϊκές θριαμβικές αψίδες, όμως, έχουν συνήθως ένα μεγάλο, συμπαγές υπερώο (άνω επίπεδο), συχνά γεμάτο επιγραφές και γλυπτικό διάκοσμο. Επιπροσθέτως, οι Ρωμαϊκές αψίδες υποστήριζαν κατά κανόνα σημαντικά μαρμάρινα ή μπρούτζινα αγάλματα, τα οποία συχνά περιελάμβαναν ένα τέθριππο (πομπή τεσσάρων ίππων) ή κάτι παρόμοιο στο μέσο της κορυφής. Όπως σημειώνει ο Willers, ο σχεδιασμός της Πύλης του Αδριανού έχει ένα πολύ εκλεπτυσμένο άνω επίπεδο ο οποίος δεν επιτρέπει την τοποθέτηση μεγάλης διακόσμησης στη κορυφή του υπερώου.
Γλυπτός διάκοσμος
Θεωρείται πως υπήρχαν αγάλματα τοποθετημένα στην κορυφή του κάτω επιπέδου, σε κάθε πλευρά του κεντρικού σηκού του άνω επιπέδου, μιας και ήταν κοινότυπο για αυτό το αρχιτεκτονικό ύφος. Οι Θησέας και Αδριανός είναι οι πιθανότεροι αναπαριστάμενοι σε αυτά τα δύο αγάλματα, σύμφωνα με τις επιγραφές.[7] Ο Ward-Perkins υποστήριξε πως στο υπερώο βρισκόταν επιπλέον αγάλματα, τα οποία ήταν τοποθετημένα πάνω από τους προεξέχοντες κορινθιακούς κίονες του κάτω επιπέδου. Σε πλήρη αντίθεση με αυτές τις απόψεις, ο Willers αναφέρει πως δεν υπάρχει καμία ένδειξη την τοποθέτηση αγαλμάτων στην κορυφή του κάτω επιπέδου, και πως το μάρμαρο στο κάτω επίπεδο είναι δουλεμένο πάρα πολύ χονδρικά, ώστε να υπάρχουν αγάλματα πάνω του.[8] Αν και ο Willers πραγματοποίησε μια εξαιρετική μελέτη στο κάτω επίπεδο της πύλης, δεν του δώθηκε άδεια για την εκτενή μελέτη του άνω επιπέδου, έτσι οι θεωρίες του αναφορικά με το άνω επίπεδο, βασίζονται σε προηγούμενες μετρήσεις και εικόνες. Απομένει να γίνει μια ολοκληρωμένη μελέτη του μνημείου, με ίσως περιορισμένες ανασκαφές στα θεμέλια όπως προτείνει ο Willers.
Επιγραφές και τοποθεσία
Δύο επιγραφές έχουν χαραχθεί στο επιστήλιο του κάτω επιπέδου της πύλης, με την μια να είναι στο μέσο κάτω από το τοξωτό άνοιγμα σε κάθε πλευρά. Στη βορειοδυτική πλευρά (προς την Ακρόπολη), η επιγραφή ήταν η εξής:
ΑΙΔ' ΕIΣΙΝ ΑΘΗΝΑΙ ΘΗΣΕΩΣ Η ΠΡΙΝ ΠΟΛΙΣ (Εδώ είναι η Αθήνα, η αρχαία πόλη του Θησέα).
Η επιγραφή στη νοτιοανατολική πλευρά (προς το Ναό του Ολυμπίου Διός) αναγράφει:
ΑΙΔE ΑΔΡΙΑΝΟΥ ΚΟΥΧI ΘΗΣΕΩΣ ΠΟΛΙΣ (αυτή είναι η πόλη του Αδριανού, και όχι του Θησέως).[9]
Ένα αρχαίο σχόλιον (περιθωριακή σημείωση) σε ένα χειρόγραφο του Αριστείδη αναφέρει πως ο αυτοκράτορας Αδριανός, όταν επεξέτεινε το τείχος της πόλης, έγραψε (επέγραψε) στο διαχωριστικό παλαιάς και νέας πόλης μια διπλή επιγραφή με συμπληρωματική έννοια, αλλά με διαφορετικές λέξεις, τις επιγραφές της πύλης.[10] Σύμφωνα με μια συνδυασμένη ανάγνωση των επιγραφών της πύλης και του σχολίου, θεωρήθηκε αρχικά πως η πύλη βρισκόταν πάνω στα Θεμιστόκλεια τείχη, και σηματοδοτούσε τον διαχωρισμό μεταξύ της παλαιάς πόλης του Θησέα και της νέας πόλης του Αδριανού.[11] Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η δεύτερη επιγραφή αναφερόταν σε ένα νέο τμήμα πόλης στην ανατολική πλευρά της Αθήνας το οποίο δημιουργήθηκε από τον Αδριανό, και - για λόγους ευκολίας - αυτή η περιοχή ονομάστηκε Αδριανούπολις σε επόμενες επιστημονικές συζητήσεις.[12] Αυτό το νεότερο, Ρωμαϊκό τμήμα της πόλης θεωρείται πως προστέθηκε στην αρχαιοελληνική πόλη την περίοδο της pax romana (Ρωμαϊκή ειρήνη).[13]
Ο Adams υποστήριξε πως οι επιγραφές, αντί να διαχωρίζουν τη πόλη στο παλαιό τμήμα του Θησέα και το νέο του Αδριανού, υποστηρίζουν πως ολόκληρη η πόλη αποτελεί επανίδρυση από τον αυτοκράτορα.[14] Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι επιγραφές ανέφεραν πως: Αυτή είναι η Αθήνα, κάποτε πόλη του Θησέα, Αυτή είναι η πόλη του Αδριανού, και όχι του Θησέα. Η μία επιλογή ισχυρίζεται πως ένα μέρος, ενώ η άλλη πως ολόκληρη η πόλη ανήκει στον αυτοκράτορα. Ο Adams επίσης αμφισβήτησε την ιδέα πως η πύλη βρισκόταν στη γραμμή του Θεμιστόκλειου τείχους, και η θέση του αυτή σήμερα γίνεται γενικά αποδεκτή. Μια πύλη του Θεμιστόκλειου τείχους ανασκάφηκε περίπου 140 μέτρα ανατολικά της πύλης του Αδριανού, η οποία και έδωσε τέλος στο ζήτημα αυτό. Οι Stuart και Revett, οι οποίοι πραγματοποιήσαν την πρωιμότερη και πλέον ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική μελέτη στην αψίδα τη περίοδο 1751-1753, απόρησαν με το γεγονός πως η πύλη δεν ήταν στην ίδια ευθεία με το Ναό του Ολυμπίου Διός, παρόλο που είναι μόλις 20 μ. από τον περίβολο του.[15] Ανασκαφές στο ενδιάμεσο διάστημα έδειξαν πως η πύλη ηταν ευθυγραμμισμένη με μια αρχαία οδό που βρισκόταν σχεδόν στην ίδια θέση με τη σύγχρονη οδό Λυσικράτους. Η πύλη του Αδριανού είναι 207 μ. νοτιοανατολικά από το Μνημείο του Λυσικράτη, μέσω της οδού αυτής.
Διατήρηση
Το 1778 η αψίδα ενσωματώθηκε στο ανατολικό τμήμα του τούρκικου τείχους της πόλης της Αθήνας, γνωστού και ως «τείχος του Χασεκή». Τότε μετατράπηκε σε πύλη, η οποία έγινε γνωστή ως «πόρτα της βασιλοπούλας» ή «καμαρόπορτα».[3]
Την περίοδο όπου η πύλη καταγράφηκε αρχιτεκτονικά από τον Τζέιμς Στούαρτ και τον Νίκολας Ρεβέττ στα μέσα του 18ου αιώνα, η βάση της πύλης ήταν κατά 1 μέτρο θαμμένη στο έδαφος. Δεδομένου πως δεν προστατεύθηκε ποτέ από το να θαφτεί κατά τους 19 αιώνες ύπαρξής της, η πύλη διασώζεται στη σύγχρονη εποχή σε εξαιρετική κατάσταση. Αν και απουσιάζουν οι κίονες του κάτω επιπέδου, η πύλη διατηρείται σε ολόκληρη την έκταση της και υψώνεται πάνω από τη σύγχρονη Λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας. Τις τελευταίες δεκαετίες, η ατμοσφαιρική ρύπανση κατέστρεψε το μνημείο. Υπάρχει εκτεταμένος αποχρωματισμός του μαρμάρου και υποβάθμιση των επιγραφών.[16]
Πατρότητα
Η πατρότητα της πύλης αποδιδόταν είτε από το Αθηναϊκό κράτος ή τους Πανέλληνες, μια νεοσύστατη ένωση όλων των Ελληνικών πόλεων, με βάση την Αθήνα. Οι αρχικές μελέτες διατείνονταν πως οι Αθηναίοι ήταν υπεύθυνοι για την δημιουργία της, με το επιχείρημα πως η ποιότητα του υλικού και της κατασκευής δεν ισούταν με τα άλλα γνωστά κτίρια του Αδριανού στην Αθήνα, και με την υπόθεση πως ένας αυτοκράτορας που αγαπούσε τόσο πολύ την Αθήνα, δε θα μπορούσε να ήταν τόσο αλαζόνας ώστε να τοποθετήσει μια τέτοια επιγραφή στη βάση ενός δικού του δημιουργήματος.[17] Δύο αψίδες της ίδιας κλίμακας και σχεδίου που κατασκευάστηκαν στο ιερό της Δήμητρας και της Κόρης στη Ελευσίνα αργότερα κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. και αφιερώθηκαν σε έναν αυτοκράτορα (ίσως τον Μάρκο Αυρήλιο) από τους Πανέλληνες. Αυτές οι αψίδες ενσωμάτωναν το πρόπυλο εντός του ναού και στεκόταν στις άκρες δρόμων στα Μέγαρα και στο λιμάνι αντίστοιχα.[18] Η νοτιοανατολική αψίδα είχε μια επιγραφή στην οποία αναγραφόταν:
ΤΟΙΝ ΘΕΟΙΝ ΚΑΙ ΤΩΙ ΑΥΤΟΚ[Ρ]ΑΤΟΡΙ ΟΙ ΠΑΝΕ[ΛΛΗ]ΝΕΣ (στις δύο θεές και τον αυτοκράτορα, οι Πανέλληνες).
Η χρήση του ίδιου σχεδίου για να τιμηθούν δύο αυτοκράτορες σε διάστημα λίγων δεκαετιών και σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων, οδήγησε στην ιδέα πως οι Πανέλληνες ήταν υπεύθυνοι και για αψίδες και στις δύο τοποθεσίες.[18]
↑Η τεχνική αυτή αναφέρεται στην κοπή μιας διακοσμητικής ζώνης γύρω από τις ορατές πλευρές του λίθου.
↑Ο Graindor αναφέρει πως το επίπεδο λίθου στο κεντρικό άνοιγμα του υπερώου αφαιρέθηκε για αισθητικούς λόγους υπό τις εντολές της Βασίλισσας Αμαλίας, της οποίας το όνομα φέρει η λεωφόρος που περνά δίπλα από τη πύλη. Ο Hill αναφέρει πως και τα τρία ανοίγματα ήταν κλεισμένα, αλλά αυτή η άποψη δεν υπερίσχυσε.
↑Ο Willers υποθέτει πως το λεπτό επίπεδο στο κεντρικό άνοιγμα του άνω επιπέδου ίσως να χρησιμοποιήθηκε για τη παράσταση ζωγραφικού διακόσμου, ή πως το διακοσμητικό πρόγραμμα της πύλης δεον ολοκληρώθηκε ποτέ.
↑IG II² 5185: Ο Αδριανός ελθών και μείζονα ποιήσας τον περίβολον ένθα μεν ην προ του τείχος το ταλαιόν έγραψε - τούτο ο Θησεύς έκτισε και ουκ Αδριανός – ένθα δε αυτόν έκτισεν, - τούτο Αδριανός και ου Θησεύς ωικοδόμησεν.
↑Ο Graindor αναφέρει πως η πύλη σηματοδοτεί τον περίμετρο της πόλης του Θησέα. Ο Τραυλός συμφωνεί.
↑Επρόκειτο για κοινή πρακτική, οι αρχαίες ελληνικές επιγραφές να βρίσκονται στην πλευρά των περιοχών στην οποία αναφέρονται, όπως αναφέρει ο Vanderpool. Ο βιογράφος Πλούταρχος, στο έργο του Βίος Θησέως (25.3), αναφέρεται σε ένα τέτοιο μνημείο μεταξύ Πελοποννήσου και Αττικής.
↑Η πρόταση πως αυτή η περιοχή ήταν εξ ολοκλήρου δημιούργημα του Αδριανού αμφισβητήθηκε.
↑Ο Adams παίρνει θέση στο ζήτημα με την ερμηνεία της πρόθεσης ΠΡΙΝ κάτι που μέχρι πρόσφατα γινόταν αποδεκτό, και προσφέρει μια εναλλακτική έννοια (κάτι που δεν έχει ισχύ πλέον).
↑Το μέσο της νοτιοανατολικής επιγραφής είναι εξαιρετικά δυσανάγνωστο. Η βορειοδυτική επιγραφή είναι σε αρκετά καλύτερη κατάσταση αν και το λευκό μάρμαρο έχει γίνει σχεδόν μαύρο.
↑Ο Τραυλός συμφωνεί με τον Graindor πως επρόκειτο για τους Αθηναίους. Ο απλός Φιλελληνισμός του αυτοκράτορα Αδριανού ήταν κοινός τόπος στις ακαδημαϊκές συζητήσεις. Ο Willers, όμως, εξέτασε την πραγματιστική πολιτική του Αδριανού στις Ελληνικές πόλεις και τον πολιτισμό.