Ο Παρκ Τσαν-γουκ (Χάνγκουλ: 박찬욱, 23 Αυγούστου 1963) είναι Νοτιοκορεάτης σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου, ο οποίος αναγνωρίζεται διεθνώς ως μία από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες του σινεμά της χώρας του.[3][4][5] Στις ταινίες του μελετά κυρίως τη φύση της βίας και την ανάγκη για εκδίκηση,[6] καθώς και άλλα θέματα, όπως η διαίρεση της Κορέας,[7] ο φεμινισμός και η ομοφυλοφιλία.[8] Είναι γνωστός για την άτυπη Τριλογία της εκδίκησης (Η τελευταία εκδίκηση – 2002, Oldboy – 2003, Η εκδίκηση μιας κυρίας – 2005), τη Δίψα (2009) και την Υπηρέτρια (2016). Ο Παρκ έχει βραβευτεί σε πολλά περίβλεπτα φεστιβάλ κινηματογράφου, συμπεριλαμβανομένων των Καννών, της Βενετίας και του Βερολίνου.
Βιογραφία και καριέρα
Πρώτα χρόνια
Ο Παρκ γεννήθηκε το 1963 στη Σεούλ. Γιος πανεπιστημιακού καθηγητή, μεγάλωσε σε μία σχετικά ευκατάστατη οικογένεια, με έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες.[7] Τελειώνοντας το σχολείο, έγινε φοιτητής φιλοσοφίας στο ΚαθολικόΠανεπιστήμιο Σόγκανγκ.[6] Στη διάρκεια των σπουδών του, έγινε ένθερμος θεατής ταινιών. Οι προβολές ταινιών του Άλφρεντ Χίτσκοκ από την κινηματογραφική λέσχη του πανεπιστημίου αποτέλεσαν καθοριστικό γεγονός, καθώς αποφάσισε να γίνει σκηνοθέτης.[7] Μεγαλώνοντας στη δεκαετία του 1980, μια ιδιαίτερα ταραχώδη περίοδο για τη Νότια Κορέα, ο Παρκ έζησε τη βία του δικτατορικού καθεστώτος του Τσουν Ντου-χουάν, κάτι που, σύμφωνα με τον ίδιο, διαμόρφωσε τη φαντασία του.[5]
Πρώτες ταινίες
Ο Παρκ είναι αυτοδίδακτος, καθώς στην Κορέα του 1980 δεν υπήρχε συστηματική εκπαίδευση πάνω στον κινηματογράφο.[5] Η πρώτη του κινηματογραφική εμπειρία ήρθε το 1988, όταν δούλεψε ως βοηθός σκηνοθέτη για την ταινία Ggamdong.[9] Έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1992, με την ταινία The Moon Is... the Sun's Dream, σε σενάριο του ίδιου. Τρία χρόνια αργότερα, ακολούθησε το Trio. Αυτές οι ταινίες δεν έτυχαν μεγάλης αποδοχής και ο Παρκ αναγκάστηκε να εργαστεί για ένα διάστημα ως κριτικός κινηματογράφου σε περιοδικά. Μάλιστα, επέλεγε να αρθρογραφήσει για ταινίες λιγότερο γνωστές στο κοινό και έγινε γνωστός για τη λεπτομερή ανάλυσή τους και για τα καλογραμμένα του κείμενα.[7] Το διάστημα αυτό, έστειλε πολυάριθμες ιδέες και σενάρια σε εταιρείες παραγωγής, χωρίς ωστόσο να βρίσκει γίνονται δεκτές.
Το 2000, ο Παρκ σκηνοθέτησε το Joint Security Area, ένα θρίλερ διαδραματιζόμενο στην αποστρατικοποιημένη ζώνη μεταξύ Νότιας και Βόρειας Κορέας. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στην μέχρι τότε ιστορία της χώρας, με σχεδόν 6 εκατομμύρια θεατές.[10] Μαζί με ταινίες άλλων σκηνοθετών, όπως το Shiri (1999), που κατείχε το ρεκόρ μέχρι το προηγούμενο έτος,[11] σήμανε μια νέα εποχή στον κινηματογράφο της Νότιας Κορέας, με υψηλότερες επενδύσεις και στόχευση ενός ευρύτερου κοινού.[12] Παράλληλα, ήταν η πρώτη ταινία του Παρκ που έγινε γνωστή και εκτός αυτής, αφού προβλήθηκε σε αρκετά διεθνή φεστιβάλ και προτάθηκε για τη Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου.[13]
Η «Τριλογία της Εκδίκησης» και διεθνής αναγνώριση
Η επιτυχία του Joint Security Area έδωσε στον Παρκ μεγαλύτερη καλλιτεχνική ελευθερία. Το 2002 σκηνοθέτησε και έγραψε το σενάριο για την Τελευταία Εκδίκηση, πρώτο μέρος της επονομαζόμενης «Τριλογίας της Εκδίκησης». Η ταινία δίχασε τους κριτικούς και δεν τα πήγε καλά στο box office.[14] Θεωρείται η πιο ακατέργαστη από τα τρεις ταινίες της τριλογίας.[3]
Παρά την εμπορική αποτυχία, ο Παρκ άρχισε να σχεδιάζει την επόμενη ταινία του, το Oldboy. Πριν ακόμα αρχίσουν τα γυρίσματα, σε μια συνομιλία του με τον πρωταγωνιστή Τσόι Μιν-σικ, ο Παρκ ισχυρίστηκε ότι το Oldboy θα ήταν μια περισσότερο εμπορική ταινία, αλλά δυστυχώς, για το λόγο αυτό, δε θα μπορούσε ποτέ να φτάσει σε διαγωνισμό υψηλού επιπέδου, σαν των Καννών.[7] Κατά ειρωνεία της τύχης, η ταινία προβλήθηκε σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και στις Κάννες, όπου προτάθηκε για το Χρυσό Φοίνικα και κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο.[15] Το Oldboy κατέχει εξέχουσα θέση στο σινεμά της Νότιας Κορέας, καθώς προσέλκυσε το ενδιαφέρον του δυτικού κοινού σε αυτό.[3]
Το 2004 ο Παρκ συμμετείχε στην ανθολογία τρόμου Νοσηρή τριλογία, μαζί με τον Φρούιτ Τσαν από το Χονγκ Κονγκ και τον ΙάπωναΤακάσι Μίικε. Τόσο η ταινία στο σύνολό της, όσο και η ιστορία του Παρκ μεμονωμένα, απέσπασαν πολύ καλές κριτικές.[16]
Η «Τριλογία της Εκδίκησης» έκλεισε με την ταινία Η εκδίκηση μιας κυρίας (2005). Μολονότι δεν έλαβε τόση δημοσιότητα όσο το Oldboy, ήταν υποψήφια για το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Στο τρίπτυχο συνολικά, τα όρια μεταξύ του θύτη και του θύματος θολώνουν, ενώ το προκλητικό ύφος χρησιμοποιείται για να θέσει ηθικά ερωτήματα πάνω στο θέμα της εκδίκησης.[17] Το 2005, στο 46ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης διοργανώθηκε αφιέρωμα στον Παρκ Τσαν-γουκ, στο πλαίσιο του οποίου προβλήθηκαν οι ταινίες της Τριλογίας της εκδίκησης: Η τελευταία εκδίκηση, Oldboy και Η εκδίκηση μιας κυρίας.[18]
Η επόμενη ταινία του Παρκ, Τι κι αν είμαι cyborg, είναι ΟΚ (2006), μια ρομαντική ιστορία που διαδραματίζεται σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα, έρχεται σε αντίθεση με τη σκοτεινή θεματολογία των προηγούμενων έργων του. Έλαβε γενικά καλές κριτικές[19][20] και τιμήθηκε με το Βραβείο Άλφρεντ Μπάουερ στο Φεστιβάλ του Βερολίνου.[21]
Το 2009 ο Παρκ σκηνοθέτησε τη Δίψα, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως ένα «νουάρ με σήριαλ κίλερ βαμπίρ».[22] Η ταινία έλαβε πολύ καλές κριτικές[22][23][24] και απέσπασε το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών.[15] Μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Παρκ σκόπευε να γυρίσει ένα ριμέικ της ταινίας Το τσεκούρι του Κώστα Γαβρά, αποφασίζοντας εν τέλει να αφοσιωθεί σε άλλα πρότζεκτ, ενώ ήταν ένας από τους υποψήφιους σκηνοθέτες για το κατασκοπικό Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι.[25] Το 2011, μαζί με τον νεότερο αδελφό του Τσαν-κυόνγκ, o Παρκ γύρισε τη διάρκειας 30 περίπου λεπτών Night Fishing, χρησιμοποιώντας αποκλειστικά το iPhone 4,[26] και συμμετείχε στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, κερδίζοντας τη Χρυσή Άρκτο Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους.[27]
Stoker και Η Υπηρέτρια
Το ψυχολογικό θρίλερ Stoker (2013) ήταν η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Παρκ. Το σενάριο ήταν γραμμένο από τον Γουέντγουορθ Μίλλερ, ενώ οι πρωταγωνιστικοί ρόλοι ανήκαν στους Μία Γουασικόφσκα, Μάθιου Γκουντ και Νικόλ Κίντμαν. Παρότι το σενάριο θεωρήθηκε σε γενικές γραμμές μέτριο, η σκηνοθεσία του Παρκ έλαβε εξαιρετικές κριτικές.[28][29][30] Την ίδια περίοδο, ο Παρκ εκτέλεσε χρέη παραγωγού για το επιτυχημένο Snowpiercer του Μπονγκ Τζουν-χο.
Τον Σεπτέμβριο του 2014 γνωστοποιήθηκε ότι η επόμενη ταινία του Παρκ θα βασιζόταν στο μυθιστόρημα Η κλέφτρα (Fingersmith) της Βρετανίδας συγγραφέως Σάρα Γουότερς.[31]Η υπηρέτρια (2016), που λαμβάνει χώρα στην κατεχόμενη από τους Ιάπωνες Κορέα των αρχών του 20ού αιώνα, έλαβε εξαιρετικές κριτικές[32][33][34] και έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις καλύτερες ταινίες του Παρκ.[35][36]
Τον Μάιο του 2017, ο Παρκ ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής του 70ού Φεστιβάλ των Καννών, στην οποία προέδρευε ο Πέδρο Αλμοδόβαρ.[37] Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, έγινε γνωστό ότι θα σκηνοθετήσει μια σειρά έξι επεισοδίων για το BBC, βασισμένο στο βιβλίο Η μικρή τυμπανίστρια του Τζον λε Καρρέ.[38]
Στυλ και επιρροές
Πολλές ταινίες του Παρκ χαρακτηρίζονται από έντονη βία και χρήση μαύρου χιούμορ, αλλά και την ύπαρξη φιλοσοφικών ερωτημάτων.[5][39][40] Η «Τριλογία της Εκδίκησης» έχει συγκριθεί με την αρχαία ελληνική τραγωδία και ιδιαίτερα με τα θεατρικά του Αισχύλου.[41] Χρησιμοποιεί παράξενες γωνίες λήψεις[42] και δίνει μεγάλη προσοχή στις λεπτομέρειες κάθε πλάνου.[33] Σύμφωνα με τη Νικόλ Κίντμαν, είναι τελειομανής σε βαθμό που θυμίζει τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ.[42]
Κατά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Σόγκανγκ, ο Παρκ γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του[6] και παντρεύτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ωστόσο, την εποχή εκείνη η εργασία στον τομέα του κινηματογράφου δεν ήταν προσοδοφόρα και ο Παρκ αναγκάστηκε να πει στην πεθερά του ότι θα γινόταν πανεπιστημιακός καθηγητής.[5]
Τον Οκτώβριο του 2016, η κυβέρνηση της Παρκ Γκέουν-χε έχει κατηγορηθεί για την ύπαρξη ενός εγγράφου εκατό σελίδων, στο οποίο απαγορεύεται η χρηματοδότηση σε 9.473 καλλιτέχνες, λόγω της υποστήριξης αυτών στον Μουν Τζε-ιν, πολιτικό αντίπαλο της Παρκ.[45] Μεταξύ των ονομάτων που εμπεριέχονταν στη λίστα ήταν πολλές προσωπικότητες του νοτιοκορεάτικου σινεμά, μεταξύ των οποίων οι Παρκ Τσαν-γουκ, Κιμ Τζι-γουν, Κιμ Κι-ντουκ και Σονγκ Κανγκ-χο.[45][46]
Herbert, Daniel (2012). «Trilogy as Third Term: Historical Narration in Park Chan-wook's Vengeance Trilogy». Στο: Perkins, Claire. Verevis, Constantine, επιμ. Film Trilogies: New Critical Approaches. Chichester: Palgrave Macmillan. ISBN9780230371972.