Το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας (λατινικάUniversitas Basiliensis, γερμαν.Universität Basel) είναι πανεπιστήμιο στην πόλη Βασιλεία της Ελβετίας. Ιδρύθηκε το 1460, γεγονός που το καθιστά το παλαιότερο πανεπιστήμιο της Ελβετίας και ένα από τα παλαιότερα πανεπιστήμια του κόσμου που λειτουργούν συνεχώς από την ίδρυσή τους μέχρι σήμερα. Συγκαταλέγεται παραδοσιακά ανάμεσα στα κορυφαία ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας.[1]
Η βιβλιοθήκη του είναι η μεγαλύτερη και μία από τις σημαντικότερες βιβλιοθήκες όλης της Ελβετίας, με περισσότερα από τρία εκατομμύρια βιβλία και χειρόγραφα. Εκτός από τις συνηθισμένες σχολές, το ίδρυμα διδάσκει αρκετά διεπιστημονικά θέματα και έχει αντίστοιχα ινστιτούτα, από τα οποία ξεχωρίζει το «Biozentrum» για τις βιοϊατρικές έρευνες και το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Παγκόσμιων Μελετών. Το 2020 το Πανεπιστήμιο είχε 13.139 φοιτητές και φοιτήτριες, και 378 καθηγητές και καθηγήτριες α΄ βαθμίδας. Το ποσοστό του φοιτητικού σώματος που ήταν υπήκοοι άλλων κρατών αντιστοιχούσε στο 27% του συνόλου.[2]
Το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας ιδρύθηκε σε σύνδεση με την εκκλησιαστική Σύνοδο της Βασιλείας-Φλωρεντίας.[3] Τα χρόνια που ο συμμετέχων σε αυτή ρωμαιοκαθολικός κλήρος διέμενε στη Βασιλεία, ιδρύθηκε ένα προσωρινό πανεπιστήμιο, που λειτούργησε από το 1432 μέχρι το 1448.[3] Μετά την αναχώρηση των συμμετασχόντων στη Σύνοδο, όσοι είχαν διδάξει στο προσωρινό αυτό ίδρυμα, έκαναν έκκληση για την ίδρυση ενός μόνιμου πανεπιστημίου στην πόλη.[3] Η ιδρυτική πράξη αυτού υπογράφηκε με τη μορφή μιας παπικής βούλας από τον Πάπα Πίο Β΄ στις 12 Νοεμβρίου 1459 στη Μάντοβα και η επίσημη τελετή των εγκαινίων του νέου Πανεπιστημίου έλαβε χώρα στις 4 Απριλίου 1460, ημέρα εορτασμού του Αγίου Αμβροσίου, στον τότε Καθεδρικό Ναό της Βασιλείας.[4] Αρχικώς το πανεπιστήμιο ιδρύθηκε με τις 4 παραδοσιακές Σχολές: φιλοσοφική, ιατρική, θεολογική και νομική. Καθώς πολλοί λόγιοι επισκέπτονταν και κάποιοι παρέμεναν στην πόλη, η Βασιλεία έγινε κέντρο της πρώιμης τυπογραφίας και του κινήματος του ουμανισμού.
Τον 18ο αιώνα ωστόσο, καθώς το εμπόριο άρχισε να ευδοκιμεί στην πόλη, το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, που είχε υπάρξει ένα από τα κέντρα μαθήσεως στην Ευρώπη της Αναγεννήσεως, απώλεσε τη σημασία του. Ο αριθμός των φοιτητών, που ήταν πάνω από 1.000 περί το έτος 1600, έπεσε σε μόλις 60 το 1785, ενώ οι καθηγητές ήταν μόλις 18.[5]
Το 1833 το Καντόνι της Βασιλείας χωρίσθηκε στα δύο και η Ομοσπονδιακή Βουλή απαίτησε η περιουσία του, ακόμα και τα βιβλία στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου, να μοιρασθούν και τα δύο τρίτα να παραχωρηθούν στο νέο «ημι-καντόνιο» Basel-Landschaft. Η πόλη αναγκάσθηκε να πληρώσει για να ανακτήσει το μερίδιο αυτό, οπότε το Πανεπιστήμιο έγινε πλέον τόσο φτωχό, ώστε μείωσε ακόμα περισσότερο τα προσφερόμενα μαθήματα. Οι φοιτητές αναμενόταν να συνεχίσουν τις σπουδές τους μετά από δυο-τρία χρόνια σε κάποιο γερμανικό πανεπιστήμιο.[5]
Ο αριθμός των φοιτητών ανήλθε και πάλι απότομα μετά την κατάργηση του μεσαιωνικού προγράμματος από το Πανεπιστήμιο (και της λατινικής ως της επίσημης γλώσσας το 1822) και την προσθήκη και άλλων σχολών, ιδίως στις ανθρωπιστικές και τις φυσικές επιστήμες.[6] Το Πανεπιστήμιο ίδρυσε επισήμως τη Σχολή Φυσικών Επιστημών μόλις το 1937, τη Σχολή Οικονομικών και Επιχειρήσεων το 1996 και τη Σχολή Ψυχολογίας το 2003.[6] Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα ο αριθμός των φοιτούντων αυξήθηκε από περίπου χίλιους το 1918 σε 8.000 το 1994.[7] Η πρώτη γυναίκα που έγινε δεκτή για φοίτηση στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, η Emilie Frey[8], άρχισε τις σπουδές της στην ιατρική το 1890.
Μετά την άνοδο των ναζιστών στην εξουσία στη Γερμανία το 1933, πολυάριθμοι ξακουστοί Γερμανοί καθηγητές μετανάστευσαν στη Βασιλεία και βρήκαν απασχόληση στο εκεί πανεπιστήμιο. Εξάλλου επέστρεψαν στην πόλη από τη Γερμανία αρκετοί Ελβετοί πανεπιστημιακοί, όπως ο καθηγητής της Νομικής Άρτουρ Μπάουμγκάρτεν (1933), οι θεολόγοι Καρλ Μπαρτ (1935) και Φριτς Λημπ (1937) και, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (1948) και ο χειρουργός Ρούντολφ Νίσεν (1952).[9]
Την 1η Ιανουαρίου 1996 το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας έγινε ανεξάρτητο από την κυβέρνηση του Καντονίου, καθιστάμενο αυτοδιοίκητο.[10]
Δομή και οργάνωση
Διοίκηση και λειτουργία
Από την ημέρα που έγινε αυτοδιοίκητο το 1996 με βάση τον νόμο περί πανεπιστημίων του 1995 «το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας είναι ίδρυμα ΝΠΔΔ με δική του νομική προσωπικότητα και το δικαίωμα στην αυτοδιοίκηση».[11] Το Πανεπιστήμιο διοικείται με εξουσιοδότηση Leistungsauftrag εκ μέρους των δύο καντονίων από το «Πανεπιστημιακό Συμβούλιο» (Universitätsrat), ως το ανώτατο σώμα λήψεως αποφάσεων του ιδρύματος.[12] Το Συμβούλιο αποτελείται από 11 μέλη με δικαίωμα ψήφου και τρία χωρίς δικαίωμα ψήφου. Κάτω από το Πανεπιστημιακό Συμβούλιο βρίσκονται η Σύγκλητος (Regenz) και η Προεδρική Επιτροπή. Η Σύγκλητος αποτελείται από 80 μέλη, που περιλαμβάνουν τα παλαιότερα μέλη της Προεδρικής Επιτροπής, τους κοσμήτορες των Σχολών, καθηγητές, λέκτορες, ερευνητές, εκπρόσωποι του φοιτητικού σώματος, διοικητικοί και τεχνικοί υπάλληλοι. Το Γραφείο του/της Προέδρου είναι επιφορτισμένο με το «μάνατζμεντ» του Πανεπιστημίου και περιλαμβάνει τη Γενική Γραμματεία, ένα «διοικητικό διευθυντήριο», το Γραφείο Επικοινωνίας και Μάρκετινγκ, καθώς και δύο αντιπροέδρους, έναν για την έρευνα και έναν για την εκπαίδευση.[13]
Σχολές και τμήματα
Το Ινστιτούτο Μουσικολογίας
Το «Biozentrum» και το Τμήμα Φαρμακευτικών Επιστημών
Η Νομική Σχολή
Το «Bernoullianum», που στεγάζει το Τμήμα Περιβαλλοντικών Επιστημών
Το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο
Το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας έχει σήμερα επτά σχολές, τις εξής (με τα αντίστοιχα τμήματά τους)[14]:
Παρατίθενται μερικοί αξιοσημείωτοι πρώην φοιτητές και καθηγητές του Πανενεπιστημίου της Βασιλείας, με ελληνική αλφαβητική σειρά. Αρκετοί προήλθαν από άλλες χώρες.[24]