Οι αθλητικές του δραστηριότητες ξεκίνησαν σε ηλικία 15 ετών, αφού ήταν ιδιαιτέρως ψηλός για την ηλικία του (στα 17 του ήταν 2,09 μ.) και τελικά έφτασε τα 2,14 μέτρα. Οι σκληρές προπονήσεις και τα φυσικά του προσόντα τον έκαναν να κερδίσει γρήγορα μία θέση στην ομάδα. Ο Φασούλας ξεχώριζε κυρίως για τα εντυπωσιακά του κοψίματα και την ικανότητα του στα ριμπάουντ αλλά και στα τελειώματα κάτω από το καλάθι.[4] Όταν καθιερώθηκε στη βασική ομάδα συνέθεσε το καλύτερο δίδυμο ψηλών στην Ελλάδα μαζί με το Μάνθο Κατσούλη. Η ομάδα δεν ήταν πρωταγωνίστρια με τον συμπολίτη Άρη να είναι από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο κύριος αντίπαλος των αθηναϊκών συλλόγων που μονοπουλούσαν το πρωτάθλημα. Ο πρώτος τίτλος του Φασούλα ήρθε το 1984 και ήταν Κύπελλο Ελλάδας στον «τελικό των ξυρισμένων κεφαλιών» που έγινε στη Θεσσαλονίκη και έληξε με 74–70 (ονομάστηκε έτσι γιατί οι παίκτες του ΠΑΟΚ είχαν ξυρίσει τα κεφάλια τους πριν τον αγώνα σε ένδειξη πίστης προς τη νίκη μετά από ιδέα του προπονητή της ομάδας Φαίδωνα Ματθαίου).[5][6][7]
Η μεταγραφή του Παναγιώτη Γιαννάκη στον Άρη ισχυροποίησε τον μόνιμο ανταγωνιστή και αυτό αποδείκτηκε κίνητρο για τον ΠΑΟΚ να ισχυροποιήσει την ομάδα, κάτι που σταδιακά έγινε οδηγώντας από το 1984 το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στην πρωτεύουσα της Βόρειας Ελλάδας. Φημισμένες είναι οι συναντήσεις των δύο σωματείων από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως τις αρχές της επόμενης δεκαετίας οπότε συνήθως κρίνονταν οι περισσότεροι τίτλοι, με τον Άρη να κυριαρχεί σε όλες τις συγκρούσεις. Χαρακτηριστική περίπτωση για το πόσο αμφίρροπες ήταν οι συναντήσεις, υπήρξε η περίοδος 1990–91, όταν στους 6 αγώνες της χρονιάς (δύο για την κανονική περίοδο και τέσσερις για τα πλέι οφ), οι τρεις κρίθηκαν με έναν πόντο διαφορά (και οι τρεις υπέρ του Άρη), δύο κρίθηκαν στην παράταση (από μία νίκη οι δύο ομάδες) και έναν αγώνα κέρδισε ο ΠΑΟΚ με διαφορά 5 πόντων.[8] Ο Φασούλας αποτελούσε την κολώνα της ομάδας όλα αυτά τα χρόνια και με την είσοδο το 1984 ξένων παικτών στις διεθνείς διοργανώσεις πλαισιώθηκε από ικανούς συμπαίκτες δίνοντας την υπεροπλία στους ψηλούς του ΠΑΟΚ που άρχισε την ανοδική του πορεία σε Ελλάδα και Ευρώπη.[9]
Στον ΠΑΟΚ ο Φασούλας έμεινε από το 1979 έως το 1993 με εξαίρεση τη χρονιά 1985–1986 που έπαιξε στο North Carolina State University. [10] Με το αμερικανικό πανεπιστήμιο ο Φασούλας έπαιξε σε 29 αγώνες έχοντας 2,8 πόντους, 3,4 ριμπάουντ, 1,9 κοψίματα. Σούταρε με 44,1 % δίποντα και 48,8 % στις βολές. Ήταν τρίτος καλύτερος μπλοκέρ της ΑCC.[11] Έπειτα συνέχισε την καριέρα του στον Ολυμπιακό από το 1993 μέχρι το 1999. Το 1986 είχε επιλεγεί στη θέση 37 στον δεύτερο γύρο του ντραφτ του ΝΒΑ από τους Πόρτλαντ Τρεϊλ Μπλέιζερς, αλλά δεν θέλησε να συνεχίσει την καριέρα του στις ΗΠΑ. Με τον ΠΑΟΚ βρέθηκε στον ημιτελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων το 1990, αλλά η μετέπειτα κάτοχος του τίτλου Βίρτους Μπολόνια πέτυχε νίκη στην Ιταλία με 77–57 (με το Φασούλα πρώτο σκόρερ της ομάδας με 15 πόντους) που δεν μπορούσε να ανατραπεί στη ρεβάνς.[12][13] Την επόμενη χρονιά κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων στον τελικό της Γενεύης κερδίζοντας τη Σαραγόσα με 76–72 το 1991, ενώ την επόμενη σεζόν 1991–92 κατακτά και το πρώτο του πρωτάθλημα στην Ελλάδα.[14] Μία δύσκολη στιγμή στην καριέρα του ήταν όταν ο ΠΑΟΚ το 1992 έχασε στα τελευταία δευτερόλεπτα το Ευρωπαϊκό κύπελλο από μια λάθος πάσα του. Επτά δευτερόλεπτα πριν το τέλος του αγώνα, το σκορ ήταν ισόπαλο, ο Φασούλας πήρε το ριμπάουντ και πάσαρε ψηλοκρεμαστά στον συμπαίκτη του. Ένας παίκτης της Ρεάλ έκλεψε την μπάλα, έβαλε καλάθι και η Ρεάλ κέρδισε το κύπελλο με 65–63.[4][15] Η συμμετοχή στο Κύπελλο Πρωταθλητριών την επόμενη χρονιά ήταν η καλύτερη ευκαιρία για το σύλλογο να καταφέρει να κατακτήσει για πρώτη φορά από ελληνική ομάδα το μεγαλύτερο τρόπαιο συλλόγων με το φάιναλ φορ να διεξάγεται στον Πειραιά και αντίπαλο στον ημιτελικό τη Μπένετον Τρεβίζο. Στην αρχή του παιχνιδιού, ο Φασούλας άρχισε να «φορτώνεται» με φάουλ και είχε ήδη τρία πριν από τη συμπλήρωση του πεντάλεπτου. Ο ημιτελικός χάθηκε στις λεπτομέρειες (τελικό αποτέλεσμα 77–79) και η ιταλική ομάδα προκρίθηκε στον τελικό.
[16][17]
Ολυμπιακός
Η μεταγραφή του στους Πειραιώτες το 1993 ακολουθώντας το παράδειγμα του Γκάλη που είχε πάει σε αθηναϊκό σύλλογο και μαζί με τη μετακίνηση του Γιαννάκη
στον Πανιώνιο την ίδια χρονιά μετέφεραν την μπασκετική πρωτεύουσα, στην αθηναϊκή μεγαλούπολη.[18][19]
Στον Ολυμπιακό, την καινούργια ομάδα του, ο Φασούλας έπαιξε στο πλευρό μεγάλων παικτών όπως Ζάρκο Πάσπαλι, Ρόι Τάρπλεϊ, Ντράγκαν Τάρλατς και βελτίωσε αξιοσημείωτα το παιχνίδι του. Ο Πειραιώτικος σύλλογος ήταν ο πρωταθλητής του 1993 και συμμετείχε στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα καλαθοσφαίρισης φτάνοντας στο φάιναλ φορ του Τελ Αβίβ, μετά την αλλαγή του τρόπου διεξαγωγής της διοργάνωσης και τη συμμετοχή περισσότερων της μίας ομάδας από κάθε χώρα. Αντίπαλος ο Παναθηναϊκός του Κώστα Πολίτη που είχε ισχυροποιηθεί σημαντικά με την παρουσία των Νίκου Γκάλη, Αλεξάντερ Βολκόφ και τον Στόγιαν Βράνκοβιτς- τον δυσκολότερο αντίπαλο που είχε συναντήσει στην καριέρα του κατά δική του δήλωση. Ο ελληνικός «εμφύλιος» του ημιτελικού υπό την παρουσία χιλιάδων εκδρομέων ήταν συγκλονιστικός με το Γκάλη σημαντικά περιορισμένο από τον προπονητή του Ολυμπιακού και τέως στον Άρη Γιάννη Ιωαννίδη (8 πόντοι) και τους ερυθρόλευκους να επικρατούν με 77–72 με 13 πόντους του Φασούλα. Στον τελικό η Ζουβεντούτ Μπαδαλόνα που δεν θεωρούταν φαβορί επιβλήθηκε με 59–57 με σουτ της τελευταίας στιγμής.[20][21][22]
Την αμέσως επόμενη χρονιά ο δεύτερος ελληνικός ημιτελικός μεταξύ Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού το 1995 στη Σαραγόσα (νίκη των ερυθρόλευκων με 58–52), είχε την ίδια κατάληξη με του Τελ Αβίβ. Όπως κι ο τελικός, που τον έχασε ο Ολυμπιακός, όπως το 1994, από τη Ρεάλ Μαδρίτης του Άρβιντας Σαμπόνις. Στον τελικό ο Φασούλας δεν κατάφερε να ανταπεξέλθει στον κορυφαίο αντίπαλό του, ο οποίος σημείωσε 23 πόντους στο 73–61.[23][24][25]
Με τον Ολυμπιακό ο Φασούλας κέρδισε 4 συνεχόμενα πρωταθλήματα (με πρώτο το 1994), δύο κύπελλα και το 1997 κατέκτησε στη Ρώμη το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Προπονητής ήταν ο Ντούσαν Ίβκοβιτς με τον οποίο ο Φασούλας δεν είχε τις καλύτερες σχέσεις από την τελευταία χρονιά του στον ΠΑΟΚ.[4][18]
Διεθνής καριέρα
Υπήρξε μέλος της Εθνικής Ομάδας μπάσκετ ανδρών της Ελλάδας για 17 χρόνια. Η πρώτη μεγάλη διοργάνωση που συμμετείχε ήταν το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1983, όπου η Ελλάδα κατετάγη μόλις 11η, ο ίδιος όμως ήταν πρώτος στα κοψίματα με 20, ενώ είχε μέσο όρο 6,3 πόντους δίνοντας ελπίδες για το μέλλον.[26] Στις 23 Νοεμβρίου 1984 στον αγώνα Ελλάδας-Γαλλίας 94–90, που ήταν το πρώτο παιχνίδι στα προκριματικά για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1986 ο Φασούλας είχε κάνει 15 κοψίματα, ρεκόρ καριέρας και Εθνικής.[27] Δεν αγωνίστηκε στην τελική φάση της διοργάνωσης λόγω της απουσίας του στην Αμερική.
Ήταν από τους πρωταγωνιστές της κατάκτησης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στις 14 Ιουνίου του 1987 μαζί με τον Νίκο Γκάλη, τον Παναγιώτη Γιαννάκη και τον Φάνη Χριστοδούλου, που η συγκυρία τους ήθελε να αγωνίζονται σε διαφορετικές θέσεις. Στο πλευρό τους, ωστόσο, την ίδια στιγμή είχαν μία εξαιρετική φουρνιά παικτών που τους συμπλήρωνε ιδανικά. Στον εναρκτήριο αγώνα με τη Ρουμανία (3 Ιουνίου, μπροστά σε 8.000 θεατές) το αποτέλεσμα ήταν μία εύκολη νίκη 109–77 με 20 πόντους του Φασούλα. [28][29] Η Ελλάδα είχε όμως δυσκολότερους αντιπάλους στη φάση των ομίλων, την πρωταθλήτρια Ευρώπης Σοβιετική Ένωση (από την οποία έχασε με 69—66), τη Γιουγκοσλαβία, την Ισπανία (από την οποία έχασε σχετικά εύκολα με 106—89) και τη Γαλλία (νίκη με 82—69), με τις δύο ήττες να την οδηγούν στην τέταρτη θέση του ομίλου με πρώτη τη σοβιετική ομάδα.[30][31]
Το μεγάλο άλμα της ομάδας έγινε στον προημιτελικό με την Ιταλία, γεγονός που έστειλε την ομάδα στην τετράδα με τη νίκη με 90—78. Η δεύτερη νίκη επί της Γιουγκοσλαβίας στον ημιτελικό με 81—77 (με 11 πόντους του Φασούλα) και ο συγκλονιστικός τελικός με τη Σοβιετική Ένωση που κρίθηκε στην παράταση με δύο βολές του Αργύρη Καμπούρη ολοκλήρωσαν μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του αθλητισμού και ήταν η αρχή για μία διαφορετική πορεία του μπάσκετ τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Ο Φασούλας σημείωσε 12 πόντους στον τελικό, ήταν πρώτος στα κοψίματα στη διοργάνωση με 43[32] και συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη πεντάδα. Με μέσο όρο 12,3 πόντους ήταν ο τρίτος καλύτερος σκόρερ της Ελλάδας.[33][34][35] Στον πρόλογο στο βιβλίο του "87 Τίποτα δεν μας σταμάτησε" (κυκλοφόρησε το 2017) έγραφε: «Νομίζω ότι δεν υπάρχει Έλληνας που έχει ζήσει αυτό το πανηγύρι και δεν θυμάται πού ακριβώς βρισκόταν μόλις ολοκληρώθηκε ο τελικός με τη Σοβιετική Ένωση. Ήταν η πρώτη φορά, που η Ελλάδα αισθάνθηκε ικανή, που κατάλαβε ότι μπορεί κάπου να πρωταγωνιστήσει τόσο πολύ, ώστε στο τέλος να είναι πρώτη απ' όλους. Ανυποψίαστοι ήμασταν όλοι. Κι εμείς που παίζαμε, κι αυτοί που έρχονταν να μας δουν, ή μας παρακολουθούσαν από την τηλεόραση. Ανυποψίαστοι, αθώοι αλλά και έτοιμοι να αποδεχθούμε τις προκλήσεις μία προς μία».[36]
Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1989 είχε επίσης πολύ καλές εμφανίσεις και μέσο όρο πόντων 13,4 ήταν μαζί με το Γιαννάκη δεύτερος σκόρερ της Εθνικής. Σημείωσε 18 πόντους στο σημαντικό δεύτερο αγώνα απέναντι στη Γαλλία (80—74), 10 στον τρίτο με τη Βουλγαρία (103—73), έδωσε μάχες με τον Άρβιντας Σαμπόνις στον ημιτελικό με τη Σοβιετική Ένωση (81—80, 7 πόντοι), ενώ το καλύτερο παιχνίδι του ήταν στον χαμένο τελικό με τη Γιουγκοσλαβία (98—77, 22 πόντοι). Για πολλούς η επιτυχία της κατάκτησης της δεύτερης θέσης στη διοργάνωση ήταν ισάξια με το χρυσό της προηγούμενης, μιας και επαναλήφθηκε η νίκη επί των Σοβιετικών που ήταν χρυσοί Ολυμπιονίκες την προηγούμενη χρονιά, η δε Γιουγκοσλαβία στην έδρα της και παγκόσμιοι πρωταθλητές την επομένη. [37][38][39] Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1990, το πρώτο της καριέρας του, είχε μέσο όρο πόντων 11,9, με τη σημαντική αμυντική του παρουσία να συμβάλλει στην κατάκτηση της έκτης θέσης. [40][41]
Στις 27 Δεκεμβρίου 1990 αγωνίστηκε για πρώτη φορά με τη Μικτή Ευρώπης σε αγώνα με αντίπαλο την πρωταθλήτρια Ευρώπης Γιουγκοπλάστικα, ενώ συμμετείχε σε δύο ακόμα παιχνίδια της Μικτής, στις 12 Σεπτεμβρίου 1991 απέναντι στην Παλακανέστρο Καντού και στις 27 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους με αντίπαλο την Εθνική Γαλλίας στο Παρίσι.[42]
Έκανε ρεκόρ καριέρας στο σκοράρισμα φορώντας τη φανέλα της Εθνικής ομάδας στις 7 Ιουνίου 1991 και πιο συγκεκριμένα το «Ιωβηλαίο» στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.
Στη δεύτερη μέρα του τουρνουά και λίγες μέρες πριν από το Ευρωμπάσκετ της Ιταλίας, η Εθνική ομάδα αντιμετώπισε τη Σοβιετική Ένωση (λίγους μήνες πριν από τη διάσπαση) και μάλιστα έφτασε στη νίκη με 93–85.
Ένα παιχνίδι όπου έλαμψε ο Παναγιώτης Φασούλας σημειώνοντας ρεκόρ καριέρας φορώντας τη γαλανόλευκη φανέλα. Συγκεκριμένα είχε πετύχει 34 πόντους αφήνοντας πίσω του τον Νίκο Γκάλη, ο οποίος είχε μείνει στους 27 πόντους.[43] Παρέμεινε βασικός πυλώνας τη εθνικής στα επόμενα δύο ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, το 1991 έχοντας μέσο όρο 13,4 πόντους και το 1993 με μέσο όρο 11,7 πόντους και πάλι τρίτος σκόρερ της Ελλάδας.[44][45]
Το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 1994 στον Καναδά ήταν το καλύτερο διεθνές τουρνουά που αγωνίστηκε. Η απουσία του Γκάλη και τα 35 χρόνια του Γιαννάκη τον έχρισαν πρώτο σκόρερ της εθνικής με μέσο όρο 14,1 πόντους ενώ παράλληλα παρέμεινε και ο πρώτος ριμπάουντερ της ομάδας με μέσο όρο 7,2 ανά αγώνα, και την Ελλάδα στην τέταρτη θέση. Σημείωσε 18 πόντους και μάζεψε 10 ριμπάουντ στον πρώτο αγώνα με αντίπαλο τη Γερμανία (68—58), ενώ οι 21 πόντοι που σημείωσε στο Πουέρτο Ρίκο δεν ήταν αρκετοί για τη νίκη που όμως δεν εκτροχίασε την πορεία της ομάδας (αποτέλεσμα 64—72). Στις κρίσιμες συναντήσεις με τον Καναδά και την Κίνα πήρε 18 πόντους και μάζεψε 8 ριμπάουντ στον πρώτο (74—71) και 20 πόντους και 6 ριμπάουντ στο δεύτερο (77—61). Οι δύο αυτές συνεχόμενες επιτυχίες έβαλαν την Ελλάδα στη τετράδα, όπου οι ήττες από Αμερικανούς και Κροάτες δεν ήταν έκπληξη. Πριν την έναρξη της διοργάνωσης ο Φασούλας είχε έρθει σε σύγκρουση με τον Ομοσπονδιακό τεχνικό Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου που εξανάγκασε τον τελευταίο σε παραίτηση και τον Μάκη Δενδρινό να αναλαμβάνει τα ηνία του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος.[46][47][48]
Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1995 ήταν δεύτερος σκόρερ της εθνικής με μέσο όρο 10,4 πόντους και πρώτος ριμπάουντερ όπως πάντα με μέσο όρο 8,6 ανά αγώνα (τέταρτος στη διοργάνωση[49]). Στον κρίσιμο αγώνα με την Ισπανία (30 Ιουνίου, αποτέλεσμα 66—64) ήταν ο κορυφαίος της συνάντησης με 20 πόντους και 11 ριμπάουντ. Στο συγκλονιστικό ημιτελικό με τους Γιουγκοσλάβους στις 1 Ιουλίου στο ΟΑΚΑ, έδωσε μεγάλες μάχες στα καλάθια και σημείωσε 14 πόντους και μάζεψε 10 ριμπάουντ. Το τελικό 52—60 άφησε την ελληνική ομάδα με πολλά παράπονα από τη διαιτησία και ο μικρός τελικός εκτός βάθρου.[50][51]
Ήταν μέλος της Εθνικής ομάδας που για πρώτη φορά αγωνίστηκε σε Ολυμπιακούς Αγώνες το 1996. Η φανέλα του επιλέχθηκε από τη FIBA ως ανάμνηση της ελληνικής αποστολής για να διακοσμεί το Naismith Memorial Basketball Hall of Fame. Είναι δεύτερος σε συμμετοχές στην εθνική μετά τον Παναγιώτη Γιαννάκη με 244 συμμετοχές και 2.384 πόντους. Τελευταίο του παιχνίδι με το εθνόσημο στο στήθος ήταν στον μικρό τελικό του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος της Αθήνας το 1998 με αντίπαλο την ομάδα των ΗΠΑ (9 Αυγούστου 1998) όπου η εθνική ομάδα είχε ηττηθεί με 84–61 και είχε τέσσερις πόντους.[10][14]
Εκτός γηπέδων
Την περίοδο 1978 – 1982 ήταν μέλος της ΚΝΕ (Κομμουνιστική Νεολαία Ελλάδας), ενώ ασχολήθηκε ενεργά και με τον αθλητικό συνδικαλισμό. Υπήρξε συνιδρυτής του ΠΣΑΚ (Πανελλήνιος Σύνδεσμος Αθλητών Καλαθοσφαίρισης) του οποίου διετέλεσε πρόεδρος για μία δεκαετία.
Το 1990 εκλέχθηκε πρώτος δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης με το συνδυασμό του Δημήτρη Φατούρου.
Στις βουλευτικές εκλογές του 2000 εκλέχθηκε βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ στην Α΄ Περιφέρεια Πειραιά. Το 2004 ήρθε και πάλι πρώτος σε σταυρούς στην ίδια περιφέρεια, χωρίς, όμως, να καταφέρει να εκλεγεί λόγω του εκλογικού νόμου. Στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές της 15 Οκτωβρίου του 2006 εκλέχτηκε Δήμαρχος Πειραιά.[52]
Στις 8 Ιουλίου του 1995 νυμφεύθηκε τη Μάσα Ζαχαρία - πρώην μοντέλο - και απέκτησαν μία κόρη, τη Μαριέλλα (1997) που ακολουθεί τα χνάρια του στον κόσμο του αθλήματος, και έναν γιο, τον Γιάννη (2000).[3][53]
Στις 27 Αυγούστου 2016 εισήχθη στο Hall of Fame της FIBA. Με αυτόν τον τρόπο έγινε ο δεύτερος Έλληνας καλαθοσφαιριστής που γνώρισε αυτή την τιμή, ύστερα από τον Νίκο Γκάλη, ο οποίος μπήκε το 2007.[10][54]