Ο Ουίλιαμ Φέλτον «Μπιλ» Ράσελ (αγγλικά: William Felton "Bill" Russell, 21 Φεβρουαρίου 1934 – 31 Ιουλίου 2022) ήταν Αμερικανόςκαλαθοσφαιριστής που αγωνίζονταν ως σέντερ σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του με τους Μπόστον Σέλτικς. Θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους στην ιστορία του αθλήματος με πέντε τίτλους πολυτιμότερου παίκτη του πρωταθλήματος (NBA MVP), ενώ σε συλλογικό επίπεδο κατέκτησε τον αριθμό ρεκόρ των 11 πρωταθλημάτων στα 13 χρόνια της ενεργού δράσης του. Ήταν χρυσός Ολυμπιονίκης το 1956 με την εθνική ομάδα των ΗΠΑ.[1][2][3][4]
Η συσσώρευση ομαδικών τίτλων ξεκίνησε από την κολεγιακή περίοδο της ζωής του και συνεχίστηκε με την ομάδα της Βοστώνης, η οποία υπήρξε η πρώτη μεγάλη δυναστεία στην ιστορία του αθλήματος έχοντας σπουδαίους παίκτες και τον γεννημένο νικητή Ράσελ. Τα τρία τελευταία χρόνια της αγωνιστικής του παρουσίας ήταν και προπονητής καθοδηγώντας την ομάδα εντός και εκτός αγωνιστικού χώρου με απαράμιλλη επιτυχία. Έχοντας ως χαρακτηριστικό του παιχνιδιού του την αμυντική παρουσία σε μία εποχή που η στατιστική σε αυτό τον τομέα δεν ήταν ανεπτυγμένη, οδήγησε την ομάδα σε πέντε από τις επτά καλύτερες επιδόσεις άμυνας όλων των εποχών.[5][6] Η επιπλέον δραστηριοποίησή του σε κοινωνικά ζητήματα συνέβαλε στην αναγνώρισή του ως ενός από τους μεγαλύτερους αθλητές της ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών.[7]
Βιογραφία
Τα πρώτα χρόνια
Ο Μπιλ Ράσελ γεννήθηκε στο Μονρόε της Λουιζιάνα, σε μία από τις νότιες Πολιτείες των ΗΠΑ, όπου ο ρατσισμός ήταν ακόμη πολύ έντονος τη δεκαετία του 1940 και του 1950 και η οικογένειά του υπέφερε από αυτό. Λόγω του επαναλαμβανόμενου ρατσιστικού εκφοβισμού, η οικογένεια Ράσελ μετακόμισε στο Όκλαντ της Καλιφόρνια, όταν ακόμα ο Μπιλ ήταν 9 ετών. Εκεί βίωσε τη φτώχεια και μεγάλωσε σε μία περιθωριακή γειτονιά.[8][9][10]
Ο πατέρας του περιγράφεται ως «σκληρός άντρας» και αρχικά ήταν επιστάτης σε εργοστάσιο χαρτιού. Αργότερα έγινε οδηγός φορτηγού όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Πιο κοντά στη μητέρα του παρά στον πατέρα του, ο Ράσελ πληγώθηκε όταν αυτή πεθαίνει ξαφνικά όταν ο μικρός ήταν 12 ετών. Ο πατέρας του εγκατέλειψε τη δουλειά του για μια θέση εργασίας σε χαλυβουργεία, ώστε να είναι πιο κοντά στα παιδιά του, καθώς δεν θα δούλευε νυχτερινές ώρες. Ο Ράσελ δήλωνε ότι ο πατέρας του έγινε τότε ο παιδικός του ήρωας.[11][12]
Ως αγόρι ο Ράσελ αγωνίστηκε για να μάθει τις βασικές αρχές του μπάσκετ. Δεν επιλέγεται καν στην ομάδα του γυμνασίου του αν και ήταν καλός δρομέας και εξαιρετικός άλτης.[13] Περισσότερο επιμελής παρά προικισμένος, εξασκήθηκε σκληρά τόσο στο μπάσκετ όσο και στο στίβο, και σταδιακά η μακρόπνοη ευφυΐα του, σε συνδυασμό με την εργασιακή ηθική και την εξυπνάδα του, άρχισαν να παράγουν αποτελέσματα.[8] Έπαιξε με την ομάδα στο πρώτο έτος του γυμνασίου στο Γυμνάσιο McClymonds. Είναι μόνο κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου έτους όταν αρχίζει να ανακαλύπτει τον εαυτό του στο μπάσκετ. Περίπου αυτή την περίοδο, συνάντησε τον Τζορτζ Μάικαν, τον κορυφαίο καλαθοσφαιριστή των Μινεάπολις Λέικερς, ο οποίος τον ώθησε να προχωρήσει στο άθλημα. Ο Ράσελ αναγνωρίστηκε γρήγορα για το ασυνήθιστο τρόπο παιχνιδιού του στην άμυνα.[14]
Κολέγιο
Ο Ράσελ αγνοήθηκε από τις ομάδες των κολεγίων και δεν έλαβε καμία προσφορά έως ότου ο Χαλ ΝτεΤζούλιο του Πανεπιστημίου του Σαν Φρανσίσκο (USF) τον είδε σε παιχνίδι με την ομάδα του γυμνασίου. Παρά τον χαμηλό αριθμό πόντων που σημείωσε ο Ράσελ και τα «κακά βασικά του», ο ΝτεΤζούλιο αντιλαμβάνεται το εξαιρετικό ένστικτο του νεαρού για το παιχνίδι, ειδικά σε κρίσιμες καταστάσεις. Γι' αυτό του πρόσφερε υποτροφία που ο Ράσελ αποδέχθηκε με ενθουσιασμό. Είναι ένα σημείο καμπής στη ζωή του νεαρού, που συνειδητοποιεί ότι το μπάσκετ είναι η μόνη του ευκαιρία να ξεφύγει από τη φτώχεια και τον ρατσισμό.[12][15][16]
Ως εκ τούτου, ο Ράσελ εντάχθηκε στην ομάδα του Πανεπιστημίου του Σαν Φρανσίσκο το 1953. Όμως ο ίδιος και οι δύο ακόμη συμπαίκτες του Αφροαμερικάνοι έγιναν στόχοι ρατσιστικής κοροϊδίας από οπαδούς των αντίπαλων ομάδων καθώς και από υποστηρικτές του πανεπιστημίου.[17] Σε ένα τουρνουά στην Οκλαχόμα το 1954, τα ξενοδοχεία αρνήθηκαν να φιλοξενήσουν μαύρους παίκτες. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας, όλη η ομάδα αποφάσισε να κοιμηθεί σε ένα πανεπιστημιακό κοιτώνα που είχε μείνει κενός κατά τη διάρκεια των διακοπών. Χρόνια αργότερα, ο Ράσελ εξηγεί ότι αυτές οι εμπειρίες τον έκαναν ισχυρότερο: «Δεν επέτρεψα ποτέ να γίνω θύμα». Από την άλλη πλευρά στο γήπεδο, τα πάντα είναι πολύ πιο ευχάριστα για τον ταλαντούχο παίκτη καθώς οδηγεί τους Σαν Φρανσίσκο Ντονς σε δύο τίτλους πρωταθλήματος κολεγίων NCAA, το 1955 και το 1956, με εντυπωσιακή σειρά 55 συνεχόμενων νίκων. Το 1955 ονομάστηκε καλύτερος παίκτης του NCAA και το 1956 UPI Player of the Year. Και τα δύο χρόνια ονομάστηκε Παίκτης της Χρονιάς του Ιδρύματος Χελμς και ήταν μέλος της All-American First Team.[18][19][20]
Κατά τη διάρκεια των χρόνων στο USF, ο Ράσελ έγινε ευρύτατα γνωστός για τη σιδερένια άμυνά του καθώς και για τις ικανότητες του στα κοψίματα με το μεγάλο άνοιγμα χεριών του (2,24 μέτρα), καταγράφοντας έως και 13 κοψίματα στο ίδιο παιχνίδι. Έγινε το επίκεντρο της ομάδας του USF που γίνεται γρήγορα σημείο αναφοράς στον κόσμο του κολεγιακού μπάσκετ. Το περιοδικό Sports Illustrated γράφει στη συνέχεια: «Εάν ο Ράσελ μάθει ποτέ να σκοράρει καλάθια, θα πρέπει να ξαναγράψουμε τους κανόνες του μπάσκετ». Κατά τη διάρκεια της καριέρας του στο κολέγιο είχε κατά μέσο όρο 20,7 πόντους και 20,3 ριμπάουντ ανά παιχνίδι.[21][22] Η αμυντική του συμβολή δεν αντικατοπρίζεται πάντα καλά από τα στατιστικά στοιχεία, όμως όπως είπε και ο ίδιος αργότερα «όπως παίζω, η ομάδα μου κερδίζει».[23] Στον τελικό του NCAA του 1956 απέναντι στο Πανεπιστήμιο της Άιοβα (24 Μαρτίου) είχε 26 πόντους, 27 ριμπάουντ και 20 κοψίματα.[24] Η κυριαρχία του είναι τέτοια που το NCAA πρέπει να θεσπίσει νέους κανόνες: από το 1956, το πλάτος της ρακέτας διευρύνθηκε σε 12 από 6 πόδια (3,66 μέτρα από 1,83). Ένας άλλος κανόνας εφαρμόστηκε σε απάντηση στο παιχνίδι του Ράσελ (και του αντιπάλου του Ουίλτ Τσάμπερλεϊν) ήταν η απαγόρευση κοψίματος της μπάλας στην καθοδική πορεία της, καθώς και οι δύο παίκτες υπήρξαν οι κορυφαίοι της ιστορίας του αθλήματος στα κοψίματα.[18][25][26]
Εκτός από μπάσκετ, ο Ράσελ αντιπροσωπεύει το USF στη διαδρομή και σε αγώνες στίβου, όπως τα 400 μέτρα. Στην ετήσια κατάταξη του Track and Field News τερμάτισε το έτος 1956 με την έβδομη καλύτερη επίδοση στον κόσμο. Την ίδια χρονιά, ο Ράσελ κέρδισε σε αγώνες άλματος σε ύψος στους διαγωνισμούς της Ένωσης Αμερικανικών Πανεπιστημίων (AAU), όπου πήδηξε 2,06 μέτρα.[15][13][27] Η επίδοση αυτή παραμένει ακατάρριπτη για το Πανεπιστήμιο, ήταν μόλις έξι εκατοστά χαμηλότερη από την επίδοση του χρυσού Ολυμπιονίκη των Αγώνων της Μελβούρνης και θα του έδινε την τέταρτη θέση.[13][28][29]
Μετά τα χρόνια του στο USF, οι Χάρλεμ Γκλομπτρότερς (Harlem Globetrotters) του προτείνουν να συμμετάσχει στην ομάδα επίδειξης του μπάσκετ, πρόταση που τελικά ο Ράσελ δεν αποδέχθηκε.[16]
Ολυμπιακοί Αγώνες 1956
Ο Ράσελ επιλέχθηκε ως αρχηγός της αμερικανικής εθνικής ομάδας που θα συμμετείχε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1956 στη Μελβούρνη.[9] Είχε την ευκαιρία να μην συμμετάσχει καθώς είχε ήδη έρθει σε συμφωνία με τους Μπόστον Σέλτικς αλλά ο ίδιος επέμενε να αγωνιστεί αποδεικνύοντας ότι το συμβόλαιό του ήταν για μετά την Ολυμπιάδα. Βοήθησε στην επιτυχία της ομάδας των Ηνωμένων Πολιτειών που κέρδισε το χρυσό μετάλλιο, νικώντας τη Σοβιετική Ένωση με 89–55 στον τελικό. Η αμερικανική επιλογή κυριάρχησε στη διοργάνωση, νικώντας τους αγώνες της με διαφορά 53,5 πόντων κατά μέσο όρο. Ο Ράσελ ήταν ο κορυφαίος σκόρερ της ομάδας με 14,1 πόντους ανά παιχνίδι.[30]
NBA
Τα τρία πρώτα χρόνια
Το καλοκαίρι του 1956 ο προπονητής των Σέλτικς Ρεντ Άουερμπαχ έχει πληροφορηθεί για τις ικανότητες του Ράσελ και τελικά συμφωνεί μαζί του. Ο Ράσελ αρνήθηκε να αγωνιστεί στους Σεντ Λούις Χοκς από τους οποίους και επιλέχθηκε στο νούμερο 3 τονίζοντας πως δεν πρόκειται να αγωνιστεί σε μία τόσο ρατσιστική πόλη, και συμφώνησε με το σύλλογο της Βοστώνης που ήταν ο πρώτος που είχε μαύρο παίκτη στις τάξεις της. Η άφιξή του δεν ήταν ευπρόσδεκτη από όλους εστιάζοντας στην έλλειψη επιθετικών ικανοτήτων, όμως ο Άουερμπαχ τον εμπιστεύτηκε απόλυτα.[31][32][33]
Λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων, έχασε την αρχή της πρώτης σεζόν του ΝΒΑ και δεν συμμετείχε στους αγώνες μέχρι τον Δεκέμβριο. Σε αυτό το πρώτο έτος είχε κατά μέσο όρο 14,7 πόντους σε 48 παιχνίδια, ενώ καθιερώθηκε ως ο καλύτερος ριμπάουντερ με 19,6 ριμπάουντ ανά παιχνίδι.[34][35] Κατά τη διάρκεια αυτής της αγωνιστικής περιόδου, η ομάδα της Βοστώνης έχει πέντε μελλοντικά μέλη του Hall of Fame στις τάξεις της.[11][36] Η διοίκηση πίστευε τόσο τον νεαρό σέντερ που του πρόσφερε πρώτο ετήσιο μισθό 24.000 δολαρίων, μόλις χίλια λιγότερα από του κορυφαίου της Μπομπ Κούζι.[15][37] Στις προηγούμενες χρονιές, οι Σέλτικς είχαν δείξει καλή επιθετική δράση, αλλά δεν είχαν αυστηρότητα στην άμυνα για να κερδίσουν τους μεγάλους αγώνες. Με την αμυντική παρουσία του Ράσελ έθεσαν τα θεμέλια για μία από τις κορυφαίες ομάδες μπάσκετ όλων των εποχών.[38][39][40] Η ομάδα δουλεύοντας πολύ με την άμυνα και με τον ψηλό της παίκτη να κόβει ασταμάτητα τις προσπάθειες των αντιπάλων (δεν καταγράφονταν τότε στην στατιστική) οδηγούσε τελικά σε απώλεια επιθέσεων, στοιχείο συνώνυμο με εύκολα καλάθια στην αντεπίθεση.[33][41][42]
Αυτή η προσέγγιση στο παιχνίδι τους επέτρεψε να ολοκληρώσουν την κανονική περίοδο με επίδοση 44 νίκες και 28 ήττες και την πρώτη θέση στην Ανατολική Περιφέρεια αλλά και σε ολόκληρο το NBA. Αυτό ήταν το δεύτερο καλύτερο ρεκόρ της ομάδας μετά από την πρώτη σεζόν 1946–47.[43] Χάρη στη θέση τους, οι Σέλτικς παίζουν απευθείας τον τελικό της περιφέρειας κατά τη διάρκεια των πλέι οφ. Εκεί συναντούν την ομάδα των Σίρακιουζ Νάσιοναλς. Στο πρώτο παιχνίδι της σειράς (31 Μαρτίου 1957), ο Ράσελ έχει ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της καριέρας του με 16 πόντους και 31 ριμπάουντ καθώς και 7 κοψίματα, οδηγώντας την ομάδα στη νίκη με 108–89. Οι Σέλτικς αποκλείουν τους αντιπάλους σε τρεις αγώνες και προχωρούν στους τελικούς του ΝΒΑ.
Στον τελικό η ομάδα της Βοστώνης είναι αντιμέτωποι με την Σεντ Λούις Χοκς. Μετά τα πρώτα έξι παιχνίδια της σειράς, οι δύο ομάδες έχουν από τρεις νίκες. Η τύχη του τελικού αποφασίζεται στον έβδομο και τελευταίο αγώνα, στις 13 Απριλίου 1957. Κατά τη διάρκεια αυτού του αγώνα ο Ράσελ έκανε μια αποφασιστική κίνηση: με 40 δευτερόλεπτα να απομένουν, ο παίκτης των Χοκς Τζακ Κόλεμαν βγήκε σε αντεπίθεση και κατευθύνθηκε για το καλάθι. Ο Ράσελ με ταχύτητα από την άλλη άκρη του γηπέδου, έκανε μια απελπισμένη επιστροφή και κόβει το σουτ που θα είχε δώσει στους αντιπάλους προβάδισμα τριών πόντων. Κρατά την μπάλα και σκοράρει το καλάθι που δίνει στους Σέλτικς πλεονέκτημα ενός πόντου (102–101) τελειώνοντας τη συνάντηση με 19 πόντους και 32 ριμπάουντ. Το παιχνίδι κέρδισαν τελικά οι Σέλτικς με 125–123 μετά από δύο παρατάσεις. Ήταν ο πρώτος τίτλος ΝΒΑ για το σύλλογο της Βοστώνης.[44][45] Ο Ράσελ έγινε ο πρώτος παίκτης που κέρδισε κολεγιακό τίτλο, πρωτάθλημα NBA και χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο.[46]
Στη δεύτερη σεζόν του, ο Ράσελ είχε κατά μέσο όρο 16,6 πόντους και 22,7 ριμπάουντ ανά παιχνίδι και ήταν ο πρώτος ριμπάουντερ στο πρωτάθλημα.[47][48] Στον αγώνα της 16ης Νοεμβρίου 1957 με αντίπαλο τους Φιλαδέλφεια Ουόριορς μάζεψε 49 ριμπάουντ, από τα οποία τα 32 στο πρώτο ημίχρονο (επίδοση ρεκόρ που παραμένει) συντρίβοντας το προηγούμενο ρεκόρ που ήταν 39.[49][50] Παράδοξα, ο σέντερ των Σέλτικς ανακηρύχθηκε ο πολυτιμότερος παίκτης στο NBA (ο πρώτος τίτλος του NBA MVP), ενώ εξελέγη μόνο στη δεύτερη καλύτερη ομάδα του πρωταθλήματος.[51] Αυτή η κατάσταση συνέβη πολλές φορές στην καριέρα του: το NBA εξηγεί ότι άλλοι παίκτες του πρωταθλήματος είναι πιο ολοκληρωμένοι από αυτόν, αλλά ότι ο Ράσελ είναι πράγματι ο πιο πολύτιμος παίκτης για την ομάδα του. Για δεύτερη συνεχή χρονιά, οι Σέλτικς έχουν το καλύτερο ρεκόρ κατά τη διάρκεια της κανονικής περιόδου με 49 νίκες, κυριαρχούν στους τελικούς της Ανατολικούς Περιφέρειας και προχωρούν στους τελικούς του ΝΒΑ με τον ίδιο αντίπαλο, τους Χοκς. Οι ομάδες ήταν ισόπαλες στα δύο πρώτα παιχνίδια αλλά στο τρίτο παιχνίδι, ο Ράσελ τραυματίστηκε στον αστράγαλο, απουσίαζε στα επόμενα δύο και επέστρεψε στο έκτο της σειράς. Οι Χοκς εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και κατέκτησαν το πρωτάθλημα με 4–2.[52][53] Κατά τη διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου 1958–59, ο Ράσελ συνέχισε να επιδεικνύει το ταλέντο του με 16,7 πόντους και 23,0 ριμπάουντ ανά παιχνίδι.[48] Αυτή η σεζόν σηματοδότησε την έναρξη μίας από τα μεγαλύτερες παραστάσεις ριμπάουντ όλων των εποχών: κατά τα επόμενα επτά χρόνια ο Ράσελ είχε κατά μέσο όρο πάνω από 23 ριμπάουντ κάθε σεζόν. Οι Σέλτικς καταρρίπτουν το ρεκόρ για τον αριθμό των νικών με 52 νίκες και ο Ράσελ φέρνει την ομάδα στους τελικούς του NBA. Ο τελευταίος αγώνας του 1959 είδε τους Σέλτικς να ξαναπαίρνουν το στέμμα τους νικώντας τους Μινεάπολις Λέικερς με 4–0.[37][54][55]
1960–1966
Η σεζόν 1959–60 σηματοδότησε το ντεμπούτο στο NBA του θρυλικού σέντερ των Φιλαδέλφεια ΟυόριορςΟυίλτ Τσάμπερλεϊν και την αρχή των εμβληματικών μονομαχιών τους. Στις 5 Φεβρουαρίου 1960 με αντίπαλο τους Σίρακιουζ Νάσιοναλς ο Ράσελ κατέβασε 51 ριμπάουντ καταρρίπτοντας το δικό του ρεκόρ που όμως κράτησε για λίγους μήνες με τον Τσάμπερλεϊν να το ξεπερνά λίγους μήνες αργότερα.[50][56][57] Οι Σέλτικς κέρδισαν 59 παιχνίδια στην κανονική περίοδο, συμπεριλαμβανομένης μιας σειράς 17 νικών και συναντήθηκαν με τους Ουόριορς στον τελικό της Ανατολικής Περιφέρειας.[58][59] Ο Τσάμπερλεϊν σημείωσε περισσότερους πόντους από τον αντίπαλό του αλλά οι Σέλτικς νίκησαν στη σειρά με 4–2. Στον τελικό η ομάδα της Βοστώνης νίκησε τους Χοκς με 4–3 και κατέκτησε ένα νέο τίτλο του NBA. Ο Ράσελ κατέγραψε 40 ριμπάουντ στο δεύτερο παιχνίδι, μετά καταγράφει 22 πόντους και 35 ριμπάουντ στην έβδομη αποφασιστική συνάντηση που δίνει τη νίκη στους Σέλτικς με σκορ 122–103.[37][60][61]
Η σεζόν 1960–61 ήταν μια ακόμη καλή χρονιά για τον Ράσελ, ο οποίος είχε κατά μέσο όρο 16,9 πόντους και 23,9 ριμπάουντ ανά παιχνίδι και αναδεικνύεται πολυτιμότερος παίκτης για δεύτερη φορά στην καριέρα του.[62] Η ομάδα του ολοκλήρωσε την κανονική περίοδο με επίδοση 57 νίκων και 22 ήττες, εξασφαλίζοντας μία νέα συμμετοχή στα πλέι οφ.[63] Οι Σέλτικς κέρδισαν τις Συρακούσες στους τελικούς της Ανατολικής Περιφέρειας με 4–0, πριν κατακτήσουν έναν άλλο τίτλο νικώντας τους Χοκς του Σεντ Λούις στον τελικό με 4–1. Στο πέμπτο παιχνίδι ο Ράσελ σημείωσε 30 πόντους και μάζεψε 38 ριμπάουντ.[57][64] Στα πλέι οφ ο Ράσελ κατέγραψε μέσο όρο 29,9 ριμπάουντ ανά παιχνίδι, επίδοση ρεκόρ.[37][65]
Πριν την έναρξη της σεζόν 1961–62, σε αγώνα προετοιμασίας πριν την έναρξη του πρωταθλήματος που διοργανώθηκε στο Λέξινγκτον της Βιρτζίνια με αντίπαλο τους Χοκς, η άρνηση υπαλλήλων του ξενοδοχείου φιλοξενίας να σερβίρουν καφέ σε δύο μαύρους παίκτες, οδήγησε το Ράσελ να πρωτοστάτησει στην αποχώρηση και των άλλων μαύρων καλαθοσφαιριστών των Σέλτικς και δύο ακόμη από τους Χοκς πριν την έναρξη της συνάντησης. Ο αγώνας τελικά διεξηχθεί χωρίς αυτούς, όμως η δήλωση του Ράσελ έμεινε περισσότερο στις μνήμες: «Συνειδητοποιώ ότι είμαστε αποδεκτοί ως διασκεδαστές, αλλά ότι δεν είμαστε αποδεκτοί ως άνθρωποι σε ορισμένα μέρη».[66] Στον αγωνιστικό τομέα, ο Ράσελ είχε την καλύτερη επιθετική χρονιά με 18,9 πόντους μαζί με 23,6 ριμπάουντ.[62] Ήταν στην τρίτη θέση στις προβλέψεις για τον τίτλο του καλύτερου παίκτη στο NBA, πίσω από τον Τσάμπερλεϊν - ο οποίος δημιουργεί νέα ρεκόρ με μέσο όρο στη σεζόν 50,4 πόντους και το ρεκόρ πόντων σε μια συνάντηση με 100 πόντους και είναι ο κορυφαίος ριμπάουντερ του πρωταθλήματος με κατά μέσο όρο 25,6 ανά παιχνίδι - και ο Όσκαρ Ρόμπερτσον - που έχει την πρώτη σεζόν με τριπλ-νταμπλ μέσους όρους από ένα παίκτη.[67]
Ωστόσο, παρά την εξαιρετική χρονιά αυτών των δύο παικτών, ο Ράσελ κατέκτησε τον τίτλο του MVP λαμβάνοντας 297 ψήφους στην πιο αμφιλεγόμενη αντίστοιχη εκλογή στην ιστορία του πρωταθλήματος.[68][69] Οι Σέλτικς έγιναν η πρώτη ομάδα που νίκησε σε 60 παιχνίδια σε μία κανονική περίοδο και κέρδισε τον τέταρτο τίτλο στους τελικούς του ΝΒΑ το 1962, νικώντας τους Λος Άντζελες Λέικερς στο έβδομο παιχνίδι με 122–108.[70][71] Ο Ράσελ έκανε ρεκόρ με 189 ριμπάουντ σε σειρά επτά αγώνων τελικών.[72][73] Κατά τη διάρκεια αυτού του τελευταίου παιχνιδιού (29 Μαρτίου) ήταν αποφασιστικός: σημειώνει 30 πόντους και μαζεύει 40 ριμπάουντ, επίδοση ρεκόρ σε τελικούς του πρωταθλήματος, ενώ είχε και τουλάχιστον 8 κοψίματα.[74][75][76]
Κατά τη διάρκεια της σεζόν 1962–63, οι Σέλτικς οδηγήθηκαν και πάλι από το Ράσελ: είχε εξαιρετική χρονιά κερδίζοντας τον τέταρτο τίτλο του καλύτερου παίκτη του NBA,[51] καθώς και το τρόπαιο του καλύτερου παίκτη του All Star Game του 1963 μετά το παιχνίδι του με 19 πόντους και 24 ριμπάουντ για την ομάδα της Ανατολής.[77] Η ομάδα της Βοστώνης φτάνει και πάλι στους τελικούς του ΝΒΑ, όπου συναντούν και πάλι τους Λος Άντζελες Λέικερς. Αυτή τη φορά οι Σέλτικς κέρδισαν τον τίτλο σε έξι παιχνίδια.[78] Κατά τη διάρκεια της κανονικής περιόδου 1963–64, η ομάδα της Βοστώνης επιτυγχάνει και πάλι πολύ καλή επίδοση με 58 νίκες και 22 ήττες.[79] Ο Ράσελ συμβάλλει με 15 πόντους και 24,7 ριμπάουντ ανά παιχνίδι, που είναι το ρεκόρ της καριέρας του.[60][80] Τελείωσε έτσι στην πρώτη θέση στην κατάταξη των ριμπάουντερ, μπροστά από τον Τσάμπερλεϊν, ο οποίος του στερούσε την πρώτη θέση από την άφιξή του στο NBA.[48] Στον τελικό του πρωταθλήματος η νίκη επί του Σαν Φρανσίσκο με 4–1, δίνει τον έκτο συνεχόμενο τίτλο και οι Σέλτικς γίνονται το πρώτο αμερικανικό επαγγελματικό αθλητικό σωματείο σε όλα τα αθλήματα που πέτυχε ένα τέτοιο επίτευγμα.[81][82]
Την επόμενη σεζόν (1964–65), οι Σέλτικς κατέρριψαν το δικό τους ρεκόρ με 62 νίκες στην κανονική περίοδο. Με 14,1 πόντους και 24,1 ριμπάουντ, ο Ράσελ κέρδισε τον δεύτερο συνεχόμενο τίτλο καλύτερου ριμπάουντερ του ΝΒΑ.[48][83] Στις 11 Μαρτίου 1965 μάζεψε 49 ριμπάουντ σε συνάντηση με τους Ντιτρόιτ Πίστονς (112–100), .[84] Εκλέγεται επίσης για πέμπτη φορά MVP της κανονικής περιόδου, επίδοση ρεκόρ.[51] Οι Σέλτικς προχωρούν ξανά στον τελικό της Ανατολικής Περιφέρειας με αντιπάλους τους Φιλαδέλφεια 76ερς, όπου παίζει ο Τσάμπερλεϊν. Η σύγκρουση των δύο παικτών είναι και πάλι το σημαντικότερο στοιχείο της σειράς: στο τρίτο παιχνίδι, ο Ράσελ μείωσε την επιθετική συμβολή του αντιπάλου του κατά τα πρώτα τρία τέταρτα της συνάντησης. Στην πέμπτη συνάντηση, ο Ράσελ έχει 28 ριμπάουντ, 10 κοψίματα και 7 ασίστ. Η νίκη κρίνεται στην έβδομη και τελευταία συνάντηση: ο Ράσελ χάνει την μπάλα, ενώ οι Σέλτικς προηγούνται με ένα πόντο, 110–109 με πέντε δευτερόλεπτα να μένουν. Αλλά ο Τζον Χάβλιτσεκ έκανε ένα καθοριστικό κλέψιμο και κρατήσε τη νίκη και την πρόκριση για την ομάδα του.[85][86][87] Ο Τσάμπερλεϊν μετά τις συναντήσεις είπε για το Ράσελ: «Αν είχα παίξει στους Σέλτικς αντί για τον Ράσελ, αμφιβάλλω ότι θα ήταν εξίσου σπουδαίοι. Τους έδωσε ό,τι χρειάζονταν χωρίς να αφαιρεί από αυτό που κάνουν οι άλλοι παίκτης. Μερικές φορές απλά έχεις την τέλεια εφαρμογή».[88] Το κλασικό Σέλτικς-Λέικερς βρίσκεται πάλι στο πρόγραμμα για τους τελικούς του NBA με την ομάδα της Ανατολής να νικά και πάλι με 4–1 νίκες.[60][72] Το συμβόλαιό του έληξε το καλοκαίρι του 1965 και ο Ράσελ υπέγραψε ένα νέο στις 25 Αυγούστου 1965 με το ποσό των 100.001 δολαρίων καθιστώντας τον έτσι τον υψηλότερο αμειβόμενο παίκτη στο πρωτάθλημα μπροστά από τον Τσάμπερλεϊν για μόνο ένα δολάριο περισσότερο.[36][89]
Το επόμενο έτος ο Ράσελ για πρώτη φορά σε επτά σεζόν, δεν ξεπέρασε τα 23 ριμπάουντ στην κανονική περίοδο. Σημείωσε 12,9 πόντους και 22,8 ριμπάουντ στην ομάδα του που βρήκε τη Φιλαδέλφεια στον τελικό της Ανατολής.[90] Ο Τσάμπερλεϊν και οι συμπαίκτες του αποτυγχάνουν ξανά με τελικό σκορ 4–1. Για πέμπτη φορά, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων σε πέντε σεζόν, ο τελικός βάζει τους Λέικερς εναντίον των Σέλτικς με τον τίτλο να πηγαίνει στη Βοστώνη, με τη νίκη που επιτεύχθηκε στο έβδομο παιχνίδι της σειράς. Ο Ράσελ, παρά τον τραυματισμό στο πόδι, μάζεψε 32 ριμπάουντ.[60][41][91] Τα πλέι οφ εκείνης της χρονιάς ήταν τα καλύτερα της καριέρας του έχοντας μέσο όρο 19,1 πόντους και 25,2 ριμπάουντ.[92]
Τα τρία τελευταία χρόνια
Στο τέλος της σεζόν 1965–66, ο Άουερμπαχ αποφάσισε να παραιτηθεί από την προπονητική του θέση. Η διοίκηση της συλλόγου αποφάσισε να αναθέσει στον Ράσελ τη θέση του προπονητή (με τις άλλες εναλλακτικές λύσεις να μην καταλήγουν σε θετικό αποτέλεσμα[93]) συνεχίζοντας όμως και τη δραστηριότητα του ως παίκτη. Ο Ράσελ δεν το επιθυμούσε αλλά τελικά αποδέχθηκε και έγινε έτσι ο πρώτος Αφροαμερικανός που έγινε επικεφαλής προπονητής ομάδας του NBA και οποιασδήποτε άλλης σε όλα τα θεωρούμενα σημαντικά ομαδικά αθλήματα.[41][94] Η ατομική του απόδοση παρέμεινε στα ίδια επίπεδα με την προηγούμενη χρονιά.[93] Οι Σέλτικς τερμάτισαν δεύτεροι στην κανονική περίοδο με 60 νίκες, με την ομάδα της Φιλαδέλφειας να τερματίζει με 68 νίκες και 13 ήττες, το καλύτερο ρεκόρ που είχε επιτευχθεί μέχρι τότε. Οι δύο ομάδες συναντιούνται στον τελικό της Ανατολής, όπου η άμυνα της Βοστώνης ξεπεράστηκε από την επίθεση των Σίξερς που κέρδισε τη σειρά με 4–1. Η επόμενη χρονιά κυριαρχείται ξανά από την ομάδα της Φιλαδέλφειας. Οι Σέλτικς τελειώνουν την κανονική περίοδο με επίδοση 54 νίκες και 28 ήττες και στον τελικό της Ανατολής οι δύο ομάδες συναντώνται και πάλι.[95][96][97] Οι Σέλτικς νίκησαν την πρώτη συνάντηση με σκορ 127–118, αγώνας που έγινε την επομένη του θανάτου του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ με την πρωτοβουλία των Ράσελ-Τσάμπερλεϊν για αναβολή της συνάντησης να αποτυγχάνει. Το δεύτερο παιχνίδι πραγματοποιείται μόνο πέντε ημέρες αργότερα, για να δοθεί το δικαίωμα στους συνολικά 13 μαύρους παίκτες (επτά των Σέλτικς και έξι των Σίξερς) να παρευρεθούν στην κηδεία. Οι Σίξερς νικούν όπως και στις δύο επόμενες συναντήσεις.[98][99][100] Η απόφαση φαίνεται να έχει ληφθεί, ειδικά επειδή καμία ομάδα του NBA δεν κατάφερε ποτέ να καλύψει διαφορά 3 προς 1 για να νικήσει. Με δύο νίκες 122–104 και 114–106, οι Σέλτικς ισοσταθμίζουν και ταξιδεύουν στη Φιλαδέλφεια για το τελικό παιχνίδι της σειράς. Ο Ράσελ με την άμυνά του εμποδίζει τον Τσάμπερλεϊν να εκφράσει όλες τις επιθετικές του δυνατότητες, του αφήνει μόνο δύο προσπάθειες στο δεύτερο ημίχρονο. Στα 97–95 για τους Σέλτικς και 34 δευτερόλεπτα πριν τη λήξη, έγινε αποφασιστικός στις στιγμές κλεισίματος του παιχνιδιού: ευστόχησε σε ένα σουτ, έπειτα είχε ένα κόψιμο και συνέλαβε με ένα αμυντικό ριμπάουντ για να προσφέρει στη συνέχεια ασίστ για την τελευταία προσπάθεια. Οι Σέλτικς νίκησαν στον αγώνα με 100–96. Βρήκαν τους Λέικερς στον τελικό του ΝΒΑ, τον οποίο κέρδισαν με 4–2 νίκες.[60][101][102] Ο Ράσελ, παρά τα μειωμένα στατιστικά στοιχεία, παρέμεινε ο πρωταγωνιστής της ομάδας του: εξακολουθεί να καταγράφει 18,6 ριμπάουντ ανά παιχνίδι, που τον τοποθετεί τρίτο στο πρωτάθλημα, 12,5 πόντους και 4,6 ασίστ.[103]
Τα εξωτερικά γεγονότα επηρεάζουν σημαντικά την αθλητική του καριέρα: η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Ρόμπερτ Κένεντι τον Ιούνιο του 1968, τον οδήγησαν να προβληματίζεται για το αμερικανικό έθνος. Ήταν πεπεισμένος ότι οι ΗΠΑ ήταν ένα διεφθαρμένο έθνος και ότι σπαταλά τον χρόνο του παίζοντας κάτι τόσο επιφανειακό όσο το μπάσκετ. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο Ράσελ υποστήριξε τα κινήματα πολιτικών δικαιωμάτων, τοποθετήθηκε εναντίον του Πολέμου του Βιετνάμ και του απαρτχάιντ της Νότιας Αφρικής και υπήρξε δραστήριος στα κινήματα των Αφροαμερικανών ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950.[31][16][97] Στάθηκε στο πλευρό του Κινγκ, κατά τη διάρκεια της μεγάλης πορείας στην Ουάσιγκτον υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μαύρων πολιτών στις ΗΠΑ και κατά της δουλείας το 1963. Ο ίδιος, μάλιστα, προσκλήθηκε να καθίσει στη σκηνή πίσω από εκείνον, αλλά αρνήθηκε. Την ίδια χρονιά, και ενώ βρισκόταν στον τέταρτό του χρόνο στην ομάδα, στήριξε δημόσια της διαδηλώσεις κατά του διαχωρισμού μεταξύ λευκών και μαύρων παιδιών στα δημόσια σχολεία της Βοστώνης, ενώ μίλησε προσωπικά στους μαύρους μαθητές που συμμετείχαν σε καθιστική διαμαρτυρία. Δεν ήταν, όμως, μόνο, αυτά. Όταν το 1963 ο ακτιβιστής Μέντγκαρ Έβερς δολοφονήθηκε από φασίστες στο Τζάκσον του Μισισίπι, ο Ράσελ επικοινώνησε με τον αδερφό του, ο οποίος του ζήτησε να δημιουργήσει ένα μικτό καμπ στην ταραγμένη περιοχή, εκεί που ο ρατσισμός κατά των μαύρων άκμαζε ακόμη. Ο Ράσελ δέχθηκε να το κάνει, παρά τις δεκάδες απειλές που δέχθηκε ακόμη και για την ίδια του τη ζωή. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στήριξε τον Μοχάμεντ Άλι, όταν αυτός βρέθηκε αντιμέτωπος με εκτεταμένη κριτική επειδή αρνήθηκε να λάβει μέρος στον Πόλεμο του Βιετνάμ.[104][105][106] Ήταν ο πρώτος μεγάλος καλαθοσφαιριστής του ΝΒΑ που επισκέφθηκε την Αφρική στις αρχές της δεκαετίας του 1960, δημιουργώντας ομάδες μπάσκετ στη Λιβύη, την Αιθιοπία, τη Γουινέα και τη Λιβερία, όπου επένδυσε σε φυτεία καουτσούκ που απασχολούσε μόνο Αφρικανούς.[107] Βίωσε επίσης προβλήματα στην οικογενειακή του ζωή. Η συμμετοχή του στο μπάσκετ είναι επομένως λιγότερο σημαντική και χάνει προπονήσεις, ενώ παράλληλα αυξήθηκε το βάρος του. Οι Σέλτικς τερμάτισαν στην τέταρτη θέση στην Ανατολή κατά τη διάρκεια της σεζόν 1968–69 έχοντας τη χειρότερη επίδοση από το 1955–56. Κατάφεραν όμως να φτάσουν στον τελικό εναντίον των Λέικερς, οι οποίοι μαζί με τους Έλτζιν Μπέιλορ και τον Τζέρι Ουέστ είχαν και τον Τσάμπερλεϊν και ήταν το φαβορί, όπως απέδειξε η πορεία τους στην κανονική περίοδο: είχαν νικήσει τα τέσσερα από τα έξι μεταξύ τους παιχνίδια και είχαν πλεονέκτημα έδρας.[2][72] Οι Λέικερς κερδίζουν τα δύο πρώτα παιχνίδια που παίζονται στο Λος Άντζελες. Κατά την επόμενη φάση ο Ράσελ αλλάζει στρατηγική και ως αποτέλεσμα έρχονται δύο συνεχόμενες νίκες. Πίσω στο Λος Άντζελες, οι Λέικερς ξανακερδίζουν το πλεονέκτημα, με νίκη 117–104 πριν η Βοστώνη ισοσταθμίσει με νίκη 99–90. Ο τίτλος λοιπόν παίχθηκε στο Λος Άντζελες στο έβδομο παιχνίδι. Με πέντε λεπτά να έχουν απομείνει, η απόφαση φαίνεται να έχει ληφθεί: οι Σέλτικς προηγούνται με εννέα πόντους και ο Τσάμπερλεϊν βρίσκεται στον πάγκο λόγω τραυματισμού στα πόδια. Ωστόσο, μετά από ένα καλάθι και τέσσερα σουτ από τον Ουέστ, οι Λέικερς προηγήθηκαν αλλά λίγο αργότερα, οι Σέλτικς νίκησαν τον αγώνα με σκορ 108–106.[108][109][110] Η φιέστα που είχε προετοιμάσει ο ιδιοκτήτης των Λέικερς με 5.000 μπαλόνια στους στύλους του γηπέδου ματαιώθηκε και ο Ράσελ μόλις κατέκτησε τον 11ο τίτλο του σε 12 τελικούς, επίδοση που παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ.[41][111][112] Το 1968 επιλέχθηκε ως Sportsman of the Year από το αμερικανικό περιοδικό Sports Illustrated.[94][113]
Η πόλη της Βοστώνης περιμένει τους Σέλτικς για να γιορτάσει τους ήρωές της, αλλά ο κύριος παίκτης απουσιάζει: ο Ράσελ τερματίζει την καριέρα του σε ηλικία 35 ετών αμέσως μετά τον τελευταίο αγώνα των τελικών (30 Ιουνίου) και διακόπτει όλους τους δεσμούς με το σύλλογο. Κύρια αιτία η κακή εικόνα του ιδίου για την κοινωνία της πόλης που πολλές φορές τον αντιμετώπισε με τρόπο κάθε άλλο παρά ως ήρωά της.[10] Οπαδοί και οι δημοσιογράφοι αισθάνονται προδομένοι επειδή ο παίκτης εγκατέλειψε το σύλλογο, αφήνοντας την ομάδα χωρίς προπονητή και σέντερ και πούλησε την ιστορία της συνταξιοδότησής του για 10.000 δολάρια στο Sports Illustrated.[36]
Ο Ράσελ θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες στην ιστορία του NBA. Με πέντε τίτλους MVP της κανονικής περιόδου υστερεί μόνο του Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ και μόνο ο Μάικλ Τζόρνταν έχει τον ίδιο αριθμό.[51] Σε σύνολο ατομικών και ομαδικών τίτλων είναι δεύτερος με 17 μόνο πίσω από το Τζόρνταν.[114] Αρχέτυπο ανιδιοτέλειας, κέρδισε διαπρέπωντας στην άμυνα, έχοντας ατομικές επιδόσεις που έμειναν στην ιστορία του NBA: έγινε ο πρώτος παίκτης που ολοκλήρωσε μία σεζόν με μέσο όρο περισσότερα από 20 ριμπάουντ.[56] Κατά τη διάρκεια των 13 χρόνων της καριέρας του, πέτυχε αυτήν την επίδοση 10 φορές. Ήταν πρώτος ριμπάουντερ στην ιστορία του ΝΒΑ με 21.620, ρεκόρ που καταρρίφθηκε από τον Τσάμπερλεϊν, ενώ ο Ράσελ παραμένει δεύτερος, όπως και στο μέσο όρο (22,5 ανά παιχνίδι).[32][115] Ήταν πρώτος ριμπάουντερ του πρωταθλήματος πέντε φορές: στις τρεις πρώτες σεζόν του με το 1957, 1958, 1959, 1964 και το 1965.[48] Εξακολουθεί να κατέχει τη δεύτερη καλύτερη επίδοση σε ένα παιχνίδι στην ιστορία με 51 ριμπάουντ.[116] Ωστόσο, έχει την καλύτερη απόδοση στο ημίχρονο, 37 ριμπάουντ, που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης με αντίπαλο τη Φιλαδέλφεια το 1957. Είναι επίσης στην κορυφή των ρεκόρ για τον αριθμό των ριμπάουντ που καταγράφηκαν σε μία συνάντηση τελικών: 40 εναντίον των Χοκς (29 Μαρτίου 1960).[57] Τέλος, ο μέσος όρος ριμπάουντ σε πλέι οφ (24,9 ανά παιχνίδι) παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ.[56] Η αμυντική του συμβολή θα ήταν περισσότερο στατιστικά εμφανής αν τα κοψίματα καταγράφονταν επίσημα κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Από τα μέχρι τώρα γνωστά ο μέσος όρος του σε 159 παιχνίδια ήταν 8,1 ανά αγώνα, με τη χρησιμότητά τους (σύμφωνα με τους ειδικούς) ιδιαίτερη συγκρινόμενη με αυτή του στατιστικά υπέρτερου Τσάμπερλεϊν.[117][118][119] Η ταχύτητά του και η ασυνήθιστη ικανότητά του να μπλοκάρει σουτ μεταμόρφωσε τη θέση του σέντερ, που μέχρι τότε ήταν μόνο για αργούς και ογκώδεις παίκτες.[104][120]
«Η εξαιρετική του συμβολή στο άθλημα είναι ένα γεγονός και μετά η εξαιρετική συνεισφορά του ως ακτιβιστής είναι κάτι άλλο... Σε οποιοδήποτε θέμα, ο Μπιλ ήταν στη σωστή πλευρά»
Επιθετικά, ο μέσος όρος της καριέρας του είναι 15,6 πόντοι, με χαμηλό ποσοστό ευστοχίας για παίκτη σε αυτή τη θέση (44,0 %). Ο μέσος όρος των πόντων του οφείλεται επίσης σε χαμηλό αριθμό προσπαθειών, 13,6 ανά παιχνίδι: δεν ήταν η κύρια επιθετική δύναμη, με τον Μπομπ Κούζι να αναλαμβάνει αυτόν το ρόλο τα χρόνια που έπαιζαν μαζί. Μετά το 1963 η αποχώρηση του Κούζι αύξησε την ομαδικότητα του Ράσελ μοιράζοντας περισσότερες τελικές πάσες (ασίστ).[2][60] Η θέση του Ράσελ στο σύστημα της ομάδας τον οδήγησε να είναι ο παίκτης με το μεγαλύτερο χρόνο παιχνιδιού σε μία σεζόν κατά τη διάρκεια του 1958–59 με 2.979 λεπτά και το 1964–65 με 3.466 λεπτά.
Οι ιδιότητές του ως εξαιρετικού αμυντικού αναγνωρίστηκαν το 1969 στην τελευταία του χρονιά, όταν εκλέχθηκε στην καλύτερη αμυντική ομάδα του πρωταθλήματος, μία διάκριση που απονεμήθηκε στο NBA για πρώτη φορά εκείνη τη σεζόν.[122]
Από το 1959 έως το 1969, η καριέρα του Μπιλ Ράσελ χαρακτηρίστηκε από τις μονομαχίες του με τον Ουίλτ Τσαμπέρλειν. Οι συγκρούσεις τους έβαλαν τον καλύτερο αμυντικό ενάντια στον καλύτερο σκόρερ της εποχής και έγινε μία από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις ανάμεσα σε αντιπάλους στην ιστορία όχι μόνο του μπάσκετ αλλά και του αθλητισμού γενικότερα.[123][124][125] Το 2005 ενέπνευσε ιδιαίτερα τον αθλητικό δημοσιογράφο Τζον Τέιλορ στο βιβλίο The Rivalry: Bill Russell, Wilt Chamberlain, and the Golden Age of Basketball.[126] Παρ' όλο του χαρακτηρισμού ως αντιπαλότητας από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, κανένας από τους δύο πρωταγωνιστές δεν αποδέχθηκε τον όρο διευκρινίζοντας τις άριστες εξωαγωνιστικές τους σχέσεις.[123][127][128] Οι συχνές τους αθλητικές συγκρούσεις τονίζονταν από το γεγονός ότι εκείνη την εποχή το NBA αποτελούταν από μικρότερο αριθμό ομάδων από ό,τι σήμερα, από 8 έως 10 κατά τη διάρκεια της κανονικής περιόδου. Στην πραγματικότητα, οι δύο παίκτες συναντιούνταν πολύ συχνά: συνολικά αντιμετώπισαν ο ένας τον άλλον σε 142 παιχνίδια κανονικής περιόδου, έξι σειρές τελικών Ανατολής και δύο τελικές σειρές του NBA. Οι Σέλτικς νίκησαν σε 91 από αυτές τις συναντήσεις, έναντι 60 των ομάδων του Τσάμπερλεϊν. Στα πλέι οφ το ρεκόρ είναι υπέρ του Ράσελ με 29 νίκες έναντι 19. Τα μεμονωμένα στατιστικά στοιχεία είναι από την άλλη πλευρά υπέρ του Τσάμπερλεϊν: κατά τη διάρκεια των συναντήσεων μεταξύ τους, οι μέσοι όροι είναι 25,7 πόντοι και 28 ριμπάουντ έναντι 14,9 και 24,7 για το Ράσελ.[129][130] Σε οκτώ σειρές πλέι οφ οι ομάδες του Ράσελ προκρίθηκαν τις επτά και αυτές του Τσάμπερλεϊν μόνο μια.[11] Το μεγαλύτερο αγωνιστικό προσόν του Ράσελ δεν ήταν φυσικό, αλλά πνευματικό: το κίνητρο, η «καρδιά» του πρωταθλητή, στοιχεία τα οποία είχε σε αφθονία και τον οδήγησαν στο να θεωρείται από πολλούς ως ο μεγαλύτερος νικητής των ομαδικών αθλημάτων.[2][107][131] Ο Τζον Χάβλιτσεκ σε συνέντευξή του παρατήρησε ότι ο Ράσελ με τον τρόπο παιχνιδιού του έκανε τους συμπαίκτες του καλύτερους, ενώ ο Τσάμπερλεϊν όχι.[132][133] Η αντιπαλότητα όμως αυτή υπήρξε θεμέλιο στην ανάπτυξη του NBA και αύξησε σημαντικά την δημοτικότητα του αθλήματος που εκείνη την εποχή είχε λίγες χιλιάδες θεατές, αποτέλεσε προοίμιο για μεγάλες μονομαχίες του μέλλοντος και η οποία (με την βοήθεια του μάρκετινγκ) «εκτόξευσε» τη δημοτικότητα του ΝΒΑ τη δεκαετία του 1980.[134][135][136]
Μετά την αποχώρηση από την ενεργό δράση
Η φανέλα με το νούμερο 6 αποσύρθηκε από τους Σέλτικς.[20] Ο Ράσελ δεν ήταν παρών στις δύο τελετές που διοργανώθηκαν για να τιμήσουν την καριέρα του: την τελετή στις 12 Μαρτίου 1972 κατά τη διάρκεια της οποίας αποσύρθηκε η φανέλα του και το 1975 (28 Απριλίου) όταν εισήχθη ως παίκτης στο Naismith Memorial Basketball Hall of Fame του NBA: «Το 1975, αρνήθηκα να γίνω ο πρώτος μαύρος παίκτης που θα ενταχθεί στο Hall of Fame. Πιστεύω ότι άλλοι πριν από μένα έπρεπε να είχαν αυτή την τιμή» δήλωσε τότε, συμπληρώνοντας ότι «δεν το σέβεται».[137][138][139] Ο Ράσελ δέχθηκε να λάβει δαχτυλίδι του το 2019, 44 χρόνια μετά την εκλογή του.[140] Το 1980 ο Σύνδεσμος Επαγγελματιών Δημοσιογράφων Μπάσκετ (PBWA) ονόμασε τον Μπιλ Ράσελ τον «Μεγαλύτερο Παίκτη στην Ιστορία του ΝΒΑ».[104][137]
Επέστρεψε στον κόσμο του μπάσκετ και ανέλαβε προπονητής των Σιάτλ Σούπερσονικς από το 1973 έως το 1977. Αν και οδήγησε την ομάδα στα πλέι οφ για πρώτη φορά στην ιστορία της, ο τρόπος παιχνιδιού του με βάση την άμυνα δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα: είχε επίδοση 162 νίκων και 166 ήττες κατά την αποχώρησή του.[141][142] Μετά από δέκα χρόνια απουσίας, επέστρεψε στο NBA για να προπονήσει τους Σακραμέντο Κινγκς κατά τη διάρκεια της σεζόν 1987–88, αλλά το ρεκόρ του ήταν ακόμη λιγότερο επιτυχημένο καθώς τελείωσε τη σεζόν με 41 ήττες και μόνο 17 νίκες.[20][143]
Εκτός από την έλλειψη επιτυχίας του ως προπονητή, ο Ράσελ αντιμετώπισε επίσης οικονομικές δυσκολίες λόγω εσφαλμένων επενδύσεων. Εργάστηκε για λίγο ως σχολιαστής αθλητικών γεγονότων, αλλά ένιωθε άβολα σε αυτό το περιβάλλον. Το 1979 κυκλοφόρησε την αυτοβιογραφία του με τίτλο Second Wind: Memoirs of an Opinionated Man.[144][145]
Στις 14 Φεβρουαρίου του 2009 τιμήθηκε από το NBA που αποφάσισε να δώσει το όνομα Bill Russell NBA Finals Most Valuable Player Award στον καλύτερο παίκτη των τελικών. Ως παίκτης, δεν θα έχει κερδίσει ποτέ αυτό το τρόπαιο καθώς δεν είχε καθιερωθεί.[146][147]
Επίσης είναι ένας από τους τέσσερις μόνο παίκτες που έχουν συμπεριληφθεί και στις τέσσερις επετειακές ομάδων των 25, 35, 50 και 75 χρόνων του NBA, ενώ συμπεριλήφθηκε και στο Hall Of Fame της FIBA το 2007.[148][149][150][151][152] Χαρακτηρίστηκε τρίτος στην κατάταξη των καλύτερων παικτών όλων των εποχών από το περιοδικό Slam το 2011.[153]
Στις 16 Φεβρουαρίου 2011 του απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο Ελευθερίας από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα: αυτή είναι η υψηλότερη πολιτική τιμή στις Ηνωμένες Πολιτείες.[46][116][154] Το 2013 η Βοστώνη τίμησε το Ράσελ με άγαλμά του στο City Hall Plaza.[32][155]
Οι απόψεις του αποτυπώθηκαν σε τρία βιογραφικά βιβλία, το «Go Up For Glory», το «Red And Me», το «Russell Rules-11 Lessons» και δεκάδες βιβλία δημοσιογράφων για την καριέρα και το έργο του ως ακτιβιστή. Το FBI διατηρούσε φάκελο με το όνομά του, με την εύσχημη αιτιολογία ότι «δεν υπογράφει αυτόγραφα στα μικρά παιδιά».[15][120][156] Το 2017 ήταν ο πρώτος αποδέκτης του βραβείου NBA Life Time Achivement Award για τη συνολική παρουσία εντός και εκτός γηπέδων.[157][158][159]
Παρέμεινε ενεργός πολίτης στα ζητήματα ισότητας εκφράζοντας τις πάγιες απόψεις του, όπως η δήλωση του 2020: «Να σας θυμίσω την αθέτηση μιας υπόσχεσης, αυτή που είναι στην διακήρυξη της ανεξαρτησίας που λέει ότι όλοι είναι ίσοι. Περιμένω όλη την ζωή μου για τη Αμερική να το ζήσει αυτό».[160] Στις 11 Σεπτεμβρίου 2021 εισήχθη στο Hall of Fame για δεύτερη φορά (ένας από τους μόνο πέντε) ως προπονητής.[161][162] Απεβίωσε από φυσικά αίτια στις 31 Ιουλίου 2022 σε ηλικία 88 ετών.[104][157] Στις 11 Αυγούστου 2022 το NBA αποφάσισε την απόσυρση της φανέλας με το νούμερο έξι που φορούσε σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του με τους Μπόστον Σέλτικς από όλες τις ομάδες του πρωταθλήματος. Είναι ο πρώτος παίκτης στην ιστορία για τον οποίο πάρθηκε μία τέτοια απόφαση.[163][164][165] Η απόφαση τέθηκε σε ισχύ από τη σεζόν 2023–24.[166]