Το 424 π.Χ., δύο χρόνια πριν τη δημιουργία των Ικέτιδων, οι Θηβαίοι -σύμμαχοι της Σπάρτης- νίκησαν τους Αθηναίους στο Δήλιο και δεν άφηναν για μέρες και μέρες να πάρουν και να θάψουν τους νεκρούς τους. Το έργο αποτελεί εγκώμιο των Αθηναίων και στιγματισμό των Θηβαίων που δεν επέτρεψαν τη ταφή των επτά στρατηγών που φονεύθηκαν εκεί. Παρά ταύτα οι μητέρες των πεσόντων στρατηγών με τη συνδρομή του βασιλιά Αδράστου του Άργους και με τη βοήθεια του Θησέα κατορθώνουν να παραλάβουν και να μεταφέρουν τους νεκρούς στην Ελευσίνα όπου και τους έκαψαν. Ο μεν Άδραστος ορκίζεται αιώνια φιλία του Άργους προς την Αθήνα, η δε Ευάδνη, βασίλισσα των Μυκηνών μέσα σε μια δραματική σκηνή ρίπτεται στη πυρά του καιγόμενου συζύγου της Καπανέα, παρά τις παρακλήσεις του πατέρα της Ίφη.[1]
Οι Ικέτιδες είναι από τις τραγωδίες εκείνες που παίζονται ελάχιστα με 3 παραστάσεις στο Εθνικό Θέατρο «Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου» το 1966 και το 2019 και Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος σε μετάφραση Τάσου Ρούσσου το 1985. Ωστόσο πρέπει να επισημανθεί το ανέβασμα του «σχετικού μονολόγου» της τραγωδίας από το Δραματικό Σύλλογο «Ευριπίδης» την Κυριακή 30 Μαϊου 1926 στον ιερό χώρο της Ελευσίνας.[2]
Το 1979, ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (Θ.Ο.Κ.) έκανε στην Ελλάδα περιοδεία παραστάσεων των Ικέτιδων του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Νίκου Χαραλάμπους, μαθητή του Κάρολου Κουν. Ο παραλληλισμός με την εμπειρία της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974 συγκινεί ιδιαίτερα το κοινό, ενώ το 1980 οι Ικέτιδες αποτελούν την πρώτη παράσταση του Θ.Ο.Κ. στην Επίδαυρο[3].
Παραπομπές-Σημειώσεις
↑Σύμφωνα με τη Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου, όταν έκαιγαν τη σορό του Καπανέως, έπεσε και η Ευάδνη στη νεκρική πυρά και κάηκε μαζί του, πράξη που την ανύψωσε σε σύμβολο συζυγικής αφοσιώσεως.
↑Ιωάννης Σιδέρης, Το αρχαίο θέατρο στη Νέα Ελληνική Σκηνή (1817- 1932), εκδ. Ίκαρος, 1976 σελ. 314-315