Ο Αμεντέ-Ερνέστ Σοσόν[i] (Amédée-Ernest Chausson, Παρίσι20 Ιανουαρίου1855 – Λιμέ 10 Ιουνίου1899) ήταν Γάλλος συνθέτης του 19ου αιώνα. Σεμνός και τρυφερός ρομαντικός μουσικός, πέθανε αναπάντεχα πάνω στην ακμή της καριέρας του. Οι λιγοστές, αλλά αξιόλογες συνθέσεις του τού χάρισαν περίοπτη θέση ανάμεσα στους Γάλλους συνθέτες της εποχής στην οποία έζησε.[9]
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Σοσόν γεννήθηκε στο Παρίσι, το 1855, σε εξαιρετικά εύπορη αστική οικογένεια. Ήταν το μοναδικό παιδί ενός εργολάβου οικοδομών, ο οποίος είχε κάνει περιουσία βοηθώντας τον Βαρώνο Ηaussmann στην ανασυγκρότηση του Παρισιού, κατά τη δεκαετία του 1850. Για να ευχαριστήσει τον πατέρα του, ο Σοσόν σπούδασε νομικά και διορίστηκε δικηγόρος Εφετείου, αλλά είχε ελάχιστο ή καθόλου ενδιαφέρον για το επάγγελμα. Σύχναζε στα παρισινά σαλόνια, όπου συναντήθηκε με προσωπικότητες όπως τους Α. Φαντέν-Λατούρ (Henri Fantin-Latour), Ο. Ρεντόν (Odilon Redon) και Β. Ντ’ Εντί (Vincent d'Indy). Πριν καταλήξει στη μουσική, αμφιταλαντευόταν ανάμεσα σε λογοτεχνία και ζωγραφική.
Το 1879, σε ηλικία 24 ετών, άρχισε να παρακολουθεί τις τάξεις σύνθεσης του Ζυλ Μασνέ στο Ωδείο του Παρισιού. Ο δάσκαλός του τον θεωρούσε «εξαιρετικό άτομο και αληθινό καλλιτέχνη». Ο Σοσόν είχε, ήδη, συνθέσει μερικά κομμάτια πιάνου και τραγούδια. Παρ' όλα αυτά, τα πρώτα χειρόγραφα που έχουν διατηρηθεί είναι αυτά που διορθώθηκαν από τον Μασνέ. Στο Ωδείο του Παρισιού, μεταξύ 1880-3, ο Σοσόν σπούδασε επίσης με τον Σ. Φρανκ (César Franck),[9] με τον οποίο είχε στενή φιλία που κράτησε μέχρι το θάνατο του τελευταίου, το 1890. Ο Σοσόν διέκοψε τις σπουδές του το 1881, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να κερδίσει το περίφημο Βραβείο της Ρώμης (Prix de Rome).[10]
Μεταξύ 1882 και 1883 ο Σοσόν, ο οποίος απολάμβανε να ταξιδεύει, επισκέφθηκε το φημισμένο Μπάιρόιτ για να ακούσει τις όπερες του Βάγκνερ. Στο πρώτο από αυτά τα ταξίδια, πήγε μαζί με τον ντ’ Εντί για την πρεμιέρα του Πάρσιφαλ και κατόπιν, στο δεύτερο ταξίδι, πήγε μαζί με τη σύζυγό του Ζ. Εσκουντιέ (Jeanne Escudier), με την οποία επρόκειτο να αποκτήσει πέντε παιδιά. Από το 1886, μέχρι τον θάνατό του, ο Σοσόν χρημάτισε γραμματέας της Εθνικής Εταιρίας Μουσικής (Société Nationale de Musique), οπότε εργάστηκε για την προώθηση της γαλλικής μουσικής της εποχής του.[9] Στο σπίτι του (22 Boulevard de Courcelles) δεχόταν πολύ διάσημους καλλιτέχνες, όπως τους συνθέτες Ντυπάρκ, Φορέ, Ντεμπισί και Αλμπένιθ, τον ποιητή Μαλαρμέ, τον συγγραφέα Τουργκένιεφ και τον ζωγράφο Μονέ. Ειδικά με τον Ντεμπισί είχε βαθιά φιλία, η οποία είχε διακοπεί απότομα, γύρω στο 1894, όταν ο Σοσόν διαφωνούσε με την τρυφηλή ζωή του Ντεμπισί. Ωστόσο, ο μεγάλος ιμπρεσιονιστής μουσικός ουδέποτε έπαψε να θαυμάζει τη μουσική του Σοσόν.[11][12]
Μόλις 44 ετών, ο Σοσόν βρήκε τραγικό θάνατο ενώ απολάμβανε μια από τις εξοχικές του εξορμήσεις, στο Château de Mioussets του Λιμαί, κοντά στο Παρίσι. Κάνοντας ποδήλατο σε κατηφόρα, χτύπησε πάνω σε έναν τοίχο από τούβλα και σκοτώθηκε ακαριαία. Οι πηγές αναφέρουν ότι υπήρξε από τους πρώτους ποδηλάτες στην ιστορία και, πιθανότατα, ήταν ο πρώτος που σκοτώθηκε σε καθαρά ποδηλατικό δυστύχημα.[13]
Οι ακριβείς συνθήκες του δυστυχήματος δεν έχουν πλήρως διαλευκανθεί αν και, πιθανότατα, ήταν μια άτυχη στιγμή. Υπήρξε η άποψη ότι, ήταν επιτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, καθώς ο Σοσόν ήταν επιβεβαιωμένα επιρρεπής στην κατάθλιψη. Αυτή η θεωρία περί αυτοκτονίας τέθηκε από τον βιογράφο τού Ντεμπισί, Έ. Λοκσπάιζερ (Edward Lockspeiser),[12] αλλά απορρίφθηκε πρόσφατα από τον βιογράφο του Σοσόν, Ρ. Σ. Γκρόβερ (Ralph Scott Grover).[14]
Μουσική και μουσικολογικά στοιχεία
Το δημιουργικό έργο του Σοσόν χωρίζεται, συνήθως, σε τρεις περιόδους. Στην πρώτη, υπάρχει διάχυτη η επιρροή του Μασνέ. Η δεύτερη περίοδος, που χρονολογείται από το 1886 και μετέπειτα, σημαδεύεται από έναν πιο δραματικό χαρακτήρα, που απορρέει -εν μέρει- από τις επαφές του Σοσόν με το καλλιτεχνικό περιβάλλον στον οποίο βρέθηκε. Από το θάνατο του πατέρα του, το 1894, χρονολογείται η έναρξη της τρίτης περιόδου, κατά την οποία επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την ανάγνωση των συμβολιστών ποιητών και της Ρωσικής λογοτεχνίας, ιδιαίτερα από τους Τουργκένιεφ, Ντοστογιέφσκι και Τολστόι.
Το έργο του Σοσόν είναι βαθιά προσωπικό, αλλά αντικατοπτρίζει κάποιες τεχνικές επιρροές τόσο, του Ρίχαρντ Βάγκνερ όσο και του άλλου μουσικού του ειδώλου, του Σεζάρ Φρανκ. Στυλιστικά ίχνη, όχι μόνο του Μασνέ αλλά και του Μπραμς, μπορούν να ανιχνευθούν μερικές φορές. Σε γενικές γραμμές, το συνθετικό ιδίωμα του Σοσόν γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ του ώριμου ρομαντισμού των Μασνέ και Φρανκ με τον -πιο εσωστρεφή- ιμπρεσιονισμό του Ντεμπισί. Αρκετά εκλεπτυσμένα και αξιοθαύμαστα τραγούδια γράφηκαν από την πένα του συνθέτη. Ολοκλήρωσε μία (1) μόνον όπερα, τον Βασιλιά Αρθούρο, η οποία παρουσιάστηκε μετά τον θάνατό του, το 1903.[9] Η ορχηστρική παραγωγή του ήταν μικρή, αλλά σημαντική. Περιλαμβάνει το συμφωνικό ποίημα Viviane, τη Συμφωνία σε Σιb Μείζονα, το αριστουργηματικό Ποίημα για βιολί και ορχήστρα, πολύ σημαντικό έργο στο ρεπερτόριο του βιολιού, και τον εξαιρετικό, δραματικό-«στοιχειωμένο» κύκλο τραγουδιών Ποίημα της Αγάπης και της Θάλασσας.
Ο Σοσόν πιστεύεται ότι, είναι ο πρώτος συνθέτης που χρησιμοποίησε τσελέστα. Έβαλε το όργανο αυτό, τον Δεκέμβριο του 1888, στη μουσική που γράφηκε για μικρή ορχήστρα, στο έργο Η Τρικυμία, μια γαλλική μετάφραση του Μπουσόρ πάνω στο ομώνυμο έργο του Σαίξπηρ. Ωστόσο, η γενικότερη επικρατούσα άποψη ότι η τσελέστα χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τον Τσαϊκόφσκι, το 1891, είναι βέβαιο ότι οφείλεται στη διαφορά «μεγέθους» μεταξύ των δύο συνθετών. [ ii]
Η παραγωγή του Σοσόν ήταν μικρή, καθότι η μουσική δημιουργία γι 'αυτόν αποδείχθηκε πάντα ένας μακρύς, οδυνηρός αγώνας. Ωστόσο, η ποιότητα και η πρωτοτυπία των συνθέσεών του είναι -σταθερά- υψηλές και πολλά από τα έργα του συνεχίζουν να κάνουν εμφανίσεις σε προγράμματα κορυφαίων τραγουδιστών, συγκροτημάτων μουσικής δωματίου και ορχηστρών. Όπως ό ίδιος ο συνθέτης έλεγε με αφοπλιστική μετροέπεια:
«Υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι τον εαυτό μου να οδηγείται από ένα είδος πυρετώδους ενστίκτου, σαν να είχα την αίσθηση ότι δεν μπορώ να πετύχω τον στόχο μου ή να τον πετύχω πολύ αργά».
ii.^ Το μεγάλο «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» του Grove αναφέρει χαρακτηριστικά στο λήμμα «Τσελέστα»: Σημείωση: Ο πρώτος μεγάλος συνθέτης που χρησιμοποίησε τσελέστα σε ένα έργο για πλήρη συμφωνική ορχήστρα ήταν ο Πιότρ Τσαϊκόφσκι. Το χρησιμοποίησε για πρώτη φορά στο συμφωνικό του ποίημαΟ Βοεβόδαςτο 1891 και, το επόμενο έτος, στο μπαλέτο τουΟ Καρυοθραύστης, κυρίως στον πασίγνωστοΧορό της Νεράιδας των Ζαχαρωτών Δαμάσκηνων.
Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
Eric Blom The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
Ralph Scott Grover, Ernest Chausson: The Man and His Music (London: Athlone Press, 1980), p. 56.; R. J. Stove, César Franck: His Life and Times (Lanham, Maryland: Scarecrow Press, 2012), p. 306.
Edward Lockspeiser, Debussy: His Life and Mind, Vol. 1 (London: Cassell, 1965), p. 126
Nichols, R. (1998) The Life of Debussy. Cambridge University Press, 196 pages.