Ο Ερνστ Τσίλλερ (γερμανικά: Ernst Moritz Theodor Ziller), γνωστός με το εξελληνισμένο όνομα Ερνέστος Τσίλλερ (Ζέρκοβιτς, 22 Ιουνίου 1837[3] - Αθήνα, 4 Νοεμβρίου 1923[4]) ήταν Γερμανόςαρχιτέκτονας και πανεπιστημιακός από τη Σαξονία, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του στην Ελλάδα. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους και διασημότερους αρχιτέκτονες της ελληνικής επικράτειας, σχεδίασε και επέβλεψε την κατασκευή εκατοντάδων δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων και άφησε τη σφραγίδα του στην οικιστική φυσιογνωμία του ελληνικού αστικού χώρου των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα[5].
Ο Ερνστ Μόριτς Τέοντορ Τσίλλερ γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1837 στη συνοικία Ζέρκοβιτς, στο σημερινό Ράντεμποϊλ-Ομπερλέσνιτς[6][7] της Σαξονίας, και ήταν ο πρωτότοκος γιος του οικοδόμου και μετέπειτα εργολάβου και γαιοκτήμονα, με σπουδές αρχιτεκτονικής, Κρίστιαν Τσίλλερ και της Γιοχάννα Σοφί Φίχτερ, η οποία καταγόταν από τον σαξονικό οικισμό Brockwitz[3].
Είχε εννέα αδέλφια (τέσσερις αδελφούς και πέντε αδελφές), ενώ χαρακτηριστικά, ο ίδιος και άλλοι τρεις από τους αδελφούς του δραστηριοποιήθηκαν επαγγελματικά με την αρχιτεκτονική. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και διατηρούσε μια κατασκευαστική εταιρεία, την οποία αργότερα κληρονόμησαν τα αδέλφια του Ερνέστου, Μόριτς και Γκούσταφ Τσίλλερ, οι οποίοι τα επόμενα χρόνια συνέβαλαν στην οικιστική ανάπτυξη της γενέτειράς τους[8]. Ένας ακόμη αδελφός του, ο Παύλος Φρειδερίκος (Paul Friedrich, 1846-1931), ασχολήθηκε με τις οικοδομές, ζώντας κάποια χρόνια στην Ελλάδα και στη συνέχεια στην πατρίδα του[8].
Σπουδές και πρώτα χρόνια
Το 1855 ο Τσίλλερ εισήλθε στη Βασιλική Σχολή Οικοδομικών Κατασκευών της Δρέσδης, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Ωστόσο, αναφέρεται πως η πρώτη επαφή του με τις οικοδομές έγινε μέσω του πατέρα του, ο οποίος λόγω επαγγέλματος, του μετέφερε ορισμένες πρακτικές γνώσεις[9].
Ολοκλήρωσε τη φοίτησή του το 1858, έχοντας ενδιάμεσα τιμηθεί με δύο μετάλλια για τις επιδόσεις του[10]. Κατόπιν, εγκαταστάθηκε μαζί με τον αδελφό του Μόριτς[11] στη Βιέννη, όπου προσελήφθη ως σχεδιαστής στο αρχιτεκτονικό γραφείο του Θεόφιλου Χάνσεν[12], εξέλιξη που καθόρισε τη μετέπειτα επαγγελματική του πορεία[7].
Αφού εργάστηκε για περισσότερο από ένα χρόνο πλάι στον Χάνσεν, το 1859 επέστρεψε στην πατρίδα του και συμμετείχε σε διαγωνισμό ανέγερσης κατοικιών στην Τιφλίδα (τότε πόλη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας), όπου αναδείχτηκε νικητής[10]. Ωστόσο απέρριψε[13][14] τη συγκεκριμένη προοπτική, αποδεχόμενος την πρόταση του Χάνσεν να μεταβεί στην Ελλάδα και να επιβλέψει την ανέγερση του κτιρίου της Ακαδημίας Αθηνών[15] (τότε Σιναία Ακαδημία[16]), της οποίας τη μελέτη και τον σχεδιασμό είχε αναλάβει ο Δανός αρχιτέκτονας[14].
Τον Ιανουάριο του 1861, ο Τσίλλερ ταξίδεψε μαζί με τον Χάνσεν για πρώτη φορά στην Αθήνα. Ωστόσο μετά την Έξωση του Όθωνα, οι εργασίες σταμάτησαν και ο ίδιος αποχώρησε από τη χώρα[17]. Το 1864 επέστρεψε στη Βιέννη, όπου συνέχισε να εργάζεται στο γραφείο του Χάνσεν, σπουδάζοντας παράλληλα αρχιτεκτονική και ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της αυστριακής πρωτεύουσας[14]. Ολοκληρώνοντας τη φοίτησή του, τιμήθηκε με το αργυρό μετάλλιο της σχολής[18].
Την ίδια περίοδο διεξήγαγε μια σειρά εκπαιδευτικών ταξιδιών σε διάφορες ιταλικές πόλεις (Βερόνα, Ρώμη, Φλωρεντία, Βενετία, Πομπηία κ.ά.), όπου πραγματοποίησε επιτόπιες αρχιτεκτονικές μελέτες[18].
Εγκατάσταση στην Ελλάδα
Το 1868 επέστρεψε στην Ελλάδα για να εργαστεί ως ανεξάρτητος αρχιτέκτονας. Η προσωπική φιλία που δημιούργησε με τον Γεώργιο Α΄ και η δημοφιλία του στην αστική τάξη του ελληνικού κράτους που ελκυόταν από το εκλεκτικιστικό του προφίλ[19], ενίσχυσαν τη φήμη του με αποτέλεσμα να αναλάβει εκατοντάδες παραγγελίες για την ανέγερση δημοσίων κτιρίων καθώς και ιδιωτικών κατοικιών και επαύλεων. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της ζωής του ανέλαβε τη σχεδίαση και κατασκευή τουλάχιστον πεντακοσίων κτιρίων[15]. Παράλληλα, αναφέρεται πως συνέβαλε στη δενδροφύτευση του λόφου του Λυκαβηττού[20].
Το 1872 κατέλαβε την έδρα της αρχιτεκτονικής του Σχολείου των Τεχνών (μετέπειτα Πολυτεχνείου)[21], απ' όπου όμως απολύθηκε το 1883, λόγω της άρνησής του να συγκαλύψει τις οικονομικές καταχρήσεις που καθυστερούσαν την ανέγερσή του Ζαππείου[22]. Το επόμενο έτος διορίστηκε διευθυντής Δημοσίων Έργων επί κυβερνήσεως Χαρίλαου Τρικούπη, σε μια προσπάθεια του Τρικούπη να αποκαταστήσει τον Τσίλλερ. Τη θέση αυτή, ο Τσίλλερ την εγκατέλειψε υποχρεωτικά το 1893, μετά τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους που είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση της συγκεκριμένης υπηρεσίας[23].
Στον Πειραιά κατασκεύασε, κοντά στη σημερινή Πλατεία Αλεξάνδρας, την επονομαζόμενη "Συνοικία Τσίλλερ" ή "Συνοικία των Επαύλεων", με τον σκοπό την πώληση των ακινήτων. Αργότερα ίδρυσε εταιρία κατασκευής οικοδομικών υλικών.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ήρθε αντιμέτωπος σε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, καθώς έχασε σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του εξαιτίας μιας αποτυχημένης επένδυσης που πραγματοποίησε από κοινού με δύο ομοεθνείς του[23]. Ως αποτέλεσμα αυτών των προβλημάτων η οικία του (Μέγαρο Τσίλλερ), την οποία ανήγειρε την περίοδο 1882-1885 πωλήθηκε το 1912 σε πλειστηριασμό, καταλήγοντας στον τραπεζίτη Διονύσιο Λοβέρδο[24]. Το συγκεκριμένο κτίριο διατηρείται ακόμα και σήμερα στην οδό Μαυρομιχάλη, μεταξύ Ακαδημίας και Σόλωνος. Παράλληλα, η οικογένεια Τσίλλερ διατηρούσε και εξοχική κατοικία στην οδό Πεσμαζόγλου 12 στην Κηφισιά μέσα σε έκταση σαράντα στρεμμάτων.
Ο Τσίλλερ ασχολήθηκε εντατικά με την αρχαιολογία. Την περίοδο 1864-1869 πραγματοποίησε ανασκαφές για την ανακάλυψη του Παναθηναϊκού Σταδίου, έχοντας νωρίτερα αγοράσει[25] την έκταση για τον συγκεκριμένο σκοπό. Στις δικές του ανασκαφές, αλλά και σε έρευνες των προηγούμενων ετών στηρίχθηκε το σχέδιο ανακατασκευής του Σταδίου από τον Αναστάσιο Μεταξά[26]. Ακόμη διεξήγαγε ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο του Ραμνούντα[21].
Το 1865 δημοσίευσε τη μελέτη του σχετικά με τον Παρθενώνα με τίτλο Περί της αρχικής υπάρξεως των καμπυλώσεων του Παρθενώνος[27], στην οποία υποστήριξε την, σωστή, άποψή του περί ηθελημένης καμπυλότητας[15], προκειμένου να αναιρέσει ορισμένους ισχυρισμούς της μονογραφίας του αρχαιολόγου Karl Bötticher επί του συγκεκριμένου ζητήματος. Πραγματοποίησε επίσης αρχαιολογικές έρευνες στη Μικρά Ασία για την ανεύρεση της Τροίας[28], καθώς και αρκετές μελέτες για τα υδατοφράγματα της Αττικής[28], το Θέατρο του Διονύσου στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, την αρχιτεκτονική δομή του Παρθενώνα κ.ά. Σχεδίασε τα λείψανα των αετωμάτων και είναι από τους πρώτους που κατέγραψαν την πολυχρωμία στα αγάλματα και στα αρχιτεκτονικά μέλη του Θησείου, του Ερεχθείου, του Ναού της Αφαίας στην Αίγινα κ.ά.
Αρχιτεκτονική
Η δημιουργική σκέψη του Τσίλλερ συνδυάστηκε με την αισθητική της εποχής του βασιλιά Γεωργίου Α΄. Σε αντίθεση με τον δάσκαλό του, Θεόφιλο Χάνσεν, δημιούργησε το έργο του κυρίως στην Αττική, όπου κυριαρχούσαν διαφορετικές κλιματικές συνθήκες από τον ομιχλώδη βορρά. Το μέγεθος της Αθήνας επέβαλλε διαφορετικές κλίμακες και αναλογίες από αυτές των πρωτευουσών του βορρά, ώστε να είναι σύμφωνες με τα αισθητικά, φυσικά και ιστορικά δεδομένα του τόπου. Ο Τσίλλερ προσαρμόστηκε σε αυτά και τελικά επηρέασε την ελληνική αρχιτεκτονική, περισσότερο από κάθε άλλον αρχιτέκτονα, δίνοντας στην Αθήνα τον ευρωπαϊκό της χαρακτήρα[15][29].
Ο Τσίλλερ υπήρξε βασικός συντελεστής της διαμόρφωσης και της ανάπτυξης του ώριμου ελληνικού κλασικισμού, αντικαθιστώντας τα ρωμαϊκά μορφολογικά στοιχεία με τα κλασικά ελληνικά[28]. Αρκετές από τις κατασκευές του, είχαν επιρροές από τους αναγεννησιακούς ρυθμούς, τον ελληνικό κλασικισμό, καθώς και το νεομπαρόκ[30]. Συνήθως ενσωμάτωνε διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάλογα με τον τύπο του κτιρίου, για παράδειγμα νεο-αναγεννησιακά στοιχεία σε δημόσια κτίρια και κατοικίες, και νεοβυζαντινά και ρομανικά στοιχεία σε θρησκευτικά κτίρια. Επίσης σχεδίασε επαύλεις στην Κηφισιά και τα ανάκτορα στο Τατόι στον λεγόμενο «ελληνοελβετικό ρυθμό», όπου συνδύασε νεοκλασικά στοιχεία με στοιχεία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής των Άλπεων.[31]
Ο Τσίλερ σχεδίασε επίσης καρυάτιδες, ρόδακες και άλλα αντικείμενα νεοκλασικής αισθητικής τα οποία κατασκευάστηκαν από τερακότα σε μεγάλες ποσότητες, βοηθώντας έτσι στη διάδοση του νεοκλασικισμού.[31]
Κατά την καθηγήτρια Ελένη Φεσσά - Εμμανουήλ, ο Τσίλερ δεν ήταν παρά ένας επιτυχημένος επαγγελματίας ο οποίος, αξιοποιώντας με δεξιοτεχνία τις αρχές του ιστορισμού και του εκλεκτικισμού, προσάρμοσε τα γερμανικά κυρίως πρότυπά του στην ελληνική πραγματικότητα. Η σταδιοδρομία του στην Ελλάδα είναι όντως εκπληκτική. Δεν οφείλεται όμως στην υπερτονισμένη καλλιτεχνική ιδιοφυΐα και αρχαιογνωσία του αλλά στις παραδόσεις τις οικογένειας των Τσίλλερ, δηλαδή στον εργολαβικό ρεαλισμό, την καλαισθησία και την τυποποίηση.[32]
Αρχείο
Στην Εθνική Πινακοθήκη φυλάσσεται το αρχείο Τσίλλερ, το οποίο αγοράστηκε το 1961 με ενέργειες του Μαρίνου Καλλιγά[20] και διαθέτει περί τα 400 σχέδια και διάφορα άλλα τεκμήρια (χειρόγραφα, έγγραφα, ακουαρέλες κ.ά.) από τη ζωή του Γερμανού αρχιτέκτονα[5]. Αρχειακό υλικό σχετικό με τον Τσίλλερ διαθέτουν ακόμη η Δημοτική Πινακοθήκη Αθηνών, το Μουσείο Μπενάκη[4], καθώς και τα ΓΑΚ Κυκλάδων[33].
Προσωπική ζωή
Ο Τσίλλερ ήταν παντρεμένος με τη σολίστ πιάνου και συνθέτρια Σοφία Δούδου, κόρη του Έλληνα επιχειρηματία Κωνσταντίνου Δούδου από την Κοζάνη και της Ελένης Κιρίλωφ από το Βουκουρέστι. Το ζεύγος γνωρίστηκε στις αρχές του 1876 στη Βιέννη, όπου είχε μεταβεί ο Τσίλλερ και τον Ιούνιο του ίδιου έτους παντρεύτηκαν. Από τον γάμο του με τη Δούδου, ο Τσίλλερ απέκτησε πέντε παιδιά (τρεις κόρες και δύο γιους): τη Βαλέρια, τη Ναταλία, τη ζωγράφο Ιωσηφίνα ή Φιφή (σύζυγο του επίσης ζωγράφου Δημητρίου Δήμα), τον Όθωνα και τον Βάλτερ[34].
Με την πάροδο των ετών, ο Τσίλλερ δημιούργησε προσωπική φιλία με τον, άλλοτε εργοδότη του, Θεόφιλο Χάνσεν[35]. Φίλος του ήταν και ο Γεώργιος Α΄[19].
Έργα του
Ο αριθμός των έργων του ξεπερνά τα 500[36]. Κτίρια που σχεδίασε ο Έρνστ Τσίλλερ είναι μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, οικοδομήθηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Λούντβιχ Λάνγκε. Ο Τσίλλερ ήταν ο τρίτος και τελευταίος επιβλέπων του έργου, ενώ πραγματοποίησε σημαντικές αλλαγές στην πρόσοψη του κτιρίου[41], προσθέτοντας το τετράστυλο ιωνικό πρόπυλο και τις εκατέρωθεν στοές[42].
Έπαυλη του Νικολάου Θων, η έπαυλη είχε οικοδομηθεί το 1891 εξολοκλήρου πάνω σε σχέδια του Τσίλλερ, στη συμβολή των λεωφόρων Αλεξάνδρας και Κηφισίας. Δεν υπάρχει πια αλλά διασώζεται στο εσωτερικό του περιβόλου της έπαυλης ο Ναός του Αγίου Νικολάου, ένα περίκεντρο νεοκλασικό εκκλησάκι με ημισφαιρικό θόλο, που οικοδομήθηκε περί το 1900 από τον αρχιτέκτονα Αναστάσιο Μεταξά, ο οποίος ήταν νεότερος του Τσίλλερ και επίσης αυλικός[48][49].
Η πρώτη βασιλική έπαυλη στο Τατόι (1872-74), καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1916[50].
Μέγαρο Μελά (1874), στην οδό Αιόλου, το μεγαλύτερο αθηναϊκό ιδιωτικό κτίριο της εποχής του, η ανέγερση του οποίου κόστισε 1.000.000 δραχμές[51].
Το «Petit Palais» ή Μέγαρο Ψύχα (οικία του τραπεζίτη Στέφανου Ψύχα), στην αρχή της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας (1885), κτίριο της Ιταλικής Πρεσβείας[52][53][54][55]
Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, στην πλατεία Κοτζιά (1888), γκρεμίστηκε το 1940 μετά από εισήγηση του τότε δημάρχου Αμβροσίου Πλυτά. Αναφέρεται ως έργο παρωχημένης αρχιτεκτονικής[56].
Ναός του Αγίου Λουκά Πατησίων (1865-1870). Η πρώτη εκκλησία - έργο του Τσίλλερ που κτίστηκε σε νεορωμανικό ρυθμό[57], εμφανή κυρίως στον τρούλο[58]. Παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με αντίστοιχο ναό στη γενέτειρα του Τσίλλερ στη Γερμανία[59].
Ναός Αγίου Γεωργίου του Ορφανοτροφείου Χατζηκώνστα στο Μεταξουργείο (1899-1901), εκκλησία νεορωμανικού ρυθμού, με τους χαρακτηριστικούς πυργίσκους στις εξωτερικές ακμές[60].
Πρώην διοικητήριο της Σχολής Ευελπίδων (1889), σήμερα στεγάζει τη Σχολή Εθνικής Άμυνας[61].
Παλαιό Χημείο (1887), σχεδιάστηκε και κτίστηκε σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα του Βερολίνειου Χημείου, Φρήντριχ Ζαστράου, και την έγκριση του διάσημου χημικού Χόφμαν. Εγκαινιάστηκε το 1890[62].
Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο (1887-1897): τετραώροφο νεοκλασικό μέγαρο στη γωνία των οδών Χαριλάου Τρικούπη και Φειδίου. Κτίστηκε σε σχέδια του Τσίλλερ[63].
Μέγαρο Κούπα (1875-1900), νεοκλασικό κτίριο στην οδό Πανεπιστημίου, από τα μεγαλύτερα και πολυτελέστερα της εποχής εκείνης. Ανήκε στον βιομήχανο Αχιλλέα Κούπα[66].
Αιγυπτιακή Πρεσβεία (1885), νεοκλασικό μέγαρο στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, αρχικά γνωστό ως Μέγαρο Ψύχα[67].
Ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος»[68] (1889), βρίσκεται στη δυτική γωνία της διασταύρωσης της οδού Αθηνάς με την πλατεία Ομονοίας. Αρχικά ήταν τριώροφο, με αγάλματα στη στέψη, τα οποία αφαιρέθηκαν όταν προστέθηκε ο τέταρτος όροφος, μετά το 1920.
Πολυκατοικία Πεσμαζόγλου (1900), επιβλητικό τετραώροφο μέγαρο εκλεκτικιστικού ρυθμού στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, με όψη και προς την οδό Ηρώδου Αττικού. Η προς την οδό Ηρώδου Αττικού δυτική πτέρυγα του μεγάρου κατεδαφίστηκε στις αρχές της δεκαετίας[69] του 1960.
Κινηματοθέατρο «Αττικόν» (1870-1881), οικοδομήθηκε σε σχέδια του Τσίλλερ για λογαριασμό του Σταμάτιου Δεκόζη Βούρου και στην αρχή στέγαζε διάφορα καταστήματα. Δέχθηκε σημαντική επέμβαση την περίοδο 1914 - 1920, κατά τη διάρκεια κατασκευής του κινηματοθεάτρου[70].
Ξενοδοχείο «Μπάγκειον» (1890-1894), τετραώροφο (αρχικά τριώροφο) κτίριο στην ανατολική γωνία της διασταύρωσης της οδού Αθηνάς με την πλατεία Ομονοίας,[71] ακτίκρυ στο «Μέγας Αλέξανδρος», του οποίο συνιστά «δίδυμο» οικοδόμημα, κατασκευασμένα και τα δυο με δαπάνες του Ιωάννη Πάγκα (ή Μπάγκα).
Ξενοδοχείο «Excelsior»[72] (1910-1914), τετραώροφο μέγαρο στη γωνία της οδού Πανεπιστημίου με την πλατεία Ομονοίας[73].
Οικία Α. Κατσανδρή (1878), απλό διώροφο κτίριο στη συμβολή των οδών Ευριπίδου και Αθηνάς[75].
Νέο Αρσάκειο (1900-1925), σχεδιάστηκε από τον Κωνσταντίνο Μαρούδη και το 1907 ο Τσίλλερ ανέλαβε την πλήρη αναμόρφωση της πρόσοψης[76], προσθέτοντας τρούλους και μεταλλική μαρκίζα[77].
"Ερμής", πρώην οικία Παπαγιάννη, έδρα του Εμπορικού Συλλόγου Πατρών, που βρίσκεται στην Πλατεία Γεωργίου Α΄.[84]
Περίπτερο Πλατείας Υψηλών Αλωνίων. Κτίστηκε σε συνεργασία με την Αρχαιολογική Υπηρεσία το 1898 για να προστατεύσει ένα εντυπωσιακό ρωμαϊκόψηφιδωτό. Κόστισε 9.926 δραχμές. Γκρεμίστηκε την δεκαετία του 1930, οπότε το ψηφιδωτό μεταφέρθηκε στο Μουσείο της Πάτρας.[85]
Οικία Θωμόπουλου, νυν κτίριο Εθνικής Τράπεζας στην Πλατεία Γεωργίου Α΄.[85]
Οροφή του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού Ευαγγελίστριας.[85]
Ναός Εισοδίων της Θεοτόκου, Αίγιο[87] (1890 με 1894)[58][90]: συγκαταλέγεται στα έργα της ώριμης περιόδου του Τσίλλερ[91].
Ναός Αγίας Μαρίνης (Βέλο Κορινθίας, 1880): πρόκειται για τον δεύτερο[57] ναό που έκτισε ο Τσίλλερ στην Ελλάδα και είναι σταυροεπίστεγος μετά τρούλου[92].
Ναός Μεταμορφώσεως του Σωτήρος[57] (1893) στα Βίλια[58]
Ναός Αγίου Ιωάννου, στο Μαρκόπουλο Μεσογαίας (1889): το αρχικό σχέδιο του Τσίλλερ κρίθηκε υπερβολικά δαπανηρό με αποτέλεσμα να αναλάβει την επίβλεψη άλλος αρχιτέκτονας ο οποίος του επέφερε σημαντικές αλλαγές ώστε να μειωθεί το κόστος[58].
Δημοτική Αγορά Πύργου: στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο Πύργου[22].
Ναός Αγίου Αθανασίου, Πύργος: διασώζεται με αρκετές αλλοιώσεις στο εσωτερικό, καθώς και στην εξωτερική όψη[102].
Δημαρχείο Ερμούπολης, Σύρος (1876-1891): κτίστηκε με κονδύλια του κράτους και του δήμου Ερμούπολης και για την κατασκευή του δαπανήθηκε το ποσό του 1,3 εκ. δραχμών. Το υψηλό κόστος ανάγκασε τον αρχιτέκτονα να απλουστεύσει τα τελικά σχέδια[33]. Σήμερα αποτελεί κτήριο πολλαπλών χρήσεων, στεγάζοντας το αρχαιολογικό μουσείο και διάφορες δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες[103][104].
↑Φουντούλη, Μαίρη. «Νομισματικό Μουσείο». odysseus.culture.gr. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2019.
↑«Εθνικό Θέατρο Αθηνών». odysseus.culture.gr. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2019.
↑«Τα Κτίρια». cycladic.gr. Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2019.
↑«Μέγαρο Σταθάτου». Ιστοσελίδα Κτηματικής Εταιρείας Δημοσίου. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαρτίου 2007. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2019.
↑Αίγιο, μνημεία & τέχνη, Γ. Παναγόπουλος & Σ. Κρητικός, Δημοτική Βιβλιοθήκη Αιγίου, Εκδόσεις Νηρέας Αθήνα 2002 σελ. 256-261 Παρατίθεται συν τοις άλλοις ενυπόγραφη επιστολή του Τσίλλερ προς τον Ευθύμιο Γάτο της εποχής της ανέγερσης του κτηρίου.
↑Σαράντη, Έφη. «Αρχαιολογικό Μουσείο Αιγίου». odysseus.culture.gr. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2019.