Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται.Πιθανότατα παρουσιάζει κάποια γεγονότα ή απόψεις μονομερώς ή με δυσανάλογη ισορροπία σε σχέση με την αντίστοιχη βαρύτητά τους. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 15/05/2016.
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές ορθογραφικής και συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. Αίτιο: μη εγκυκλοπαιδικό ύφος, γλωσσικά λάθη, ύπαρξη έντονης γραφής έξω από την εισαγωγή
Για περαιτέρω βοήθεια, δείτε τα λήμματα πώς να επεξεργαστείτε μια σελίδα και τον οδηγό μορφοποίησης λημμάτων.
Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάρος στην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε να το ανασκευάσετε ή και να προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος.
Η Δούρα Ευρωπός είναι αρχαία πόλη, στις όχθες του ποταμού Ευφράτη, στα σύνορα μεταξύ Μεσοποταμίας και Συρίας.[3] Ιδρύθηκε, ως στρατιωτική αποικία, μετά το πέρας του Βαβυλωνιακού Πολέμου (311-309 π.Χ.) από τον στρατηγό Νικάνορα (λογικά είναι το ίδιο πρόσωπο που ίδρυσε την Έδεσσα και την Αντιόχεια Μυγδονική) για λογαριασμό του κυρίου του Σελεύκου Α΄ Νικάτορος (358-281 π.Χ.), ενός εκ των βασιλικών φίλων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.[3][4] Η ονομασία Ευρωπός προέρχεται από την ομώνυμη πατρίδα του Σελεύκου στη Μακεδονία.
Το 253 ή 256 μ.Χ. καταστράφηκε από τους Πέρσες και σκεπάστηκε από άμμο. Όταν, στις δεκαετίες 1920 - 1930, η αρχαιολογική σκαπάνη την επανέφερε στο φως ο Μιχαήλ Ρόστοβτσεφ την είχε αποκαλέσει «Πομπηία της ερήμου».[3][5] Η ανακάλυψή της έγινε τυχαία από το βρετανικά στρατεύματα το 1920.[4]
Παλαιότερος οικισμός
Παλαιότερα ήκμαζε στο μέρος εκείνο ένας οικισμός ντόπιων. Αρχαιολογικά ευρήματα το 1987, έφεραν στο φως ασσυριακά και νεοασσυριακά όστρακα της 2ης-1ης χιλιετίας π.Χ. Επίσης ένα θραύσμα σφηνοειδούς γραφής του 1900 π.Χ. ήλθε στο φως στην ίδια περιοχή. Εκτενή αρχαιολογικά ευρήματα-της αγγειοπλαστικής, χαραγμένα και πήλινα δισκία χρονολογούνται από τη βαβυλωνιακή περίοδο. Αγροτικά προηγμένη, με εξελιγμένα συστήματα άρδευσης για τον έλεγχο των πλημμυρών και εμπορικούς δρόμους που τη συνδέουν με την πόλη Μάρι στην τρίτη και δεύτερη χιλιετία π.Χ., η τοποθεσία ήταν γνωστή τότε ως Δαμάρα.
Η μακεδονική επανίδρυση και η ελληνιστική περίοδος
Η Δούρα Ευρωπός ιδρύθηκε σαν αντιστάθμισμα για την επέκταση του Αντιγόνου Α΄ προς την κεντρική Μεσοποταμία, μαζί με τη Σελεύκεια και την Αντιόχεια Μυγδονική, πάνω σε εύφορο πεδίο, επί της δεξιάς όχθης του ποταμού Ευφράτη στο σημερινό ύψωμα Σαλχιγιέ της Συρίας. Ο ίδιος ο Σέλευκος επέλεξε προσωπικά αυτήν τη θέση, πάνω σε ένα ευρύ ακρωτήριο που προστατευόταν από δύο φαράγγια και στις δύο πλευρές, που οδηγούσαν στον Ευφράτη, όπου ο ποταμός είχε διαβρωθεί δημιουργώντας ένα ανάχωμα με ύψος 40 με 90 μέτρα, εξυπηρετώντας έτσι ως φυσικό χώρο άμυνας. Υπάρχουν ωστόσο και εκείνοι που υποστηρίζουν ότι κτίστηκε από τον Αντίοχο Α΄ Σωτήρα μεταξύ των ετών 294-292 π.Χ. όταν κυβερνούσε τις άνω σατραπείες.
Πιστεύεται ότι οι πρώτοι κάτοικοι ήταν Μακεδόνες βετεράνοι –κυρίως παιδικοί φίλοι του Σελεύκου- που αναμείχθηκαν με εντοπίους Σημίτες. Κατά την ελληνιστική περίοδο της πόλεως (309-113 π.Χ.) ονομαζόταν Ευρωπός και ο Σέλευκος λατρευόταν με τιμές θεού. Το ότι ο Σέλευκος υπήρξε ο ιδρυτής της πόλεως αποδεικνύεται από ένα ανάγλυφο στον ναό του Διός Ολυμπίου Γαδ, όπου ο Σέλευκος στεφανώνεται από τον Νικάνορα μάλλον με την αραμαϊκή επιγραφή που γράφει το όνομά του. Επιπλέον σε έναν πάπυρο του 180 μ.Χ. που αναφερόταν στην πώληση ενός σκλάβου, αναφέρονται οι πρόγονοι θεοί Ζεύς και Απόλλων και ο Σέλευκος Νικάτωρ. Παράλληλα μια βάση ενός αγάλματος (χρονολογούμενο στην εποχή του Αντιόχου Γ΄) γράφει Σέλε[υκος] Νικάτ[ωρ], ενώ σε μια άλλη επιγραφή του 2 μ.Χ. που βρέθηκε στον ναό της Αρτέμιδος Ναναίας, υπάρχει μια αφιέρωση από τον Αβιδνέργλο προς τη θεά και τον αδερφό της Απόλλωνα με το προσωνύμιο Αρχηγοί. Αρχηγός όμως ήταν ο Απόλλων για τους Σελευκίδες.
Στην περίοδο αυτή η Ευρωπός έλεγχε την εμπορική οδό (που διέβαινε τον Ευφράτη) και που ένωνε την πρωτεύουσα Αντιόχεια με τη Σελεύκεια στον Τίγρη. Η πόλη οικοδομήθηκε με ιπποδάμειο πολεοδομικό ιστό, διέθετε ακρόπολη και βουλευτήριο. Στους Έλληνες αποίκους οι Σελευκίδες διέθεσαν καλλιεργήσιμες γαίες (κληρουχίες) στον Ευφράτη, καθώς και πολιτικά δικαιώματα, τα οποία εστερούντο οι εντόπιοι. Ωστόσο η συμβίωση Ελλήνων (Θρακών, Μακεδόνων και άλλων) με Σημίτες οδήγησε στον πολιτιστικό συγκρητισμό της πόλεως. Ένα έγγραφο για την πώληση ενός σκλάβου χρονολογούμενο τον 2ο αιώνα π.Χ. δίνει μια σαφή εικόνα για ελληνικές – και μάλιστα μακεδονικές- κληρουχίες στην Ευρωπό. Αυτό αποδεικνύεται από τα ονόματα που βρέθηκαν όπως ο Φίλιππος (υιός του Αμυνάνδρου του Ευρωπαίου), ο Αριστώναξ (υιός του Αρίστωνος του Ευρωπαίου), Αντίγονος, Κόνων και Ηλιόδωρος. Από διάφορα έγγραφα αποδεικνύεται ότι οι Έλληνες κληρούχοι καλλιεργούσαν στη γύρω περιοχή του Ευφράτη δημητριακά, αμπέλια και άλλα φρούτα, ενώ από την ελληνιστική περίοδο η πόλη χρησιμοποιούσε το μακεδονικό ημερολόγιο που διατηρήθηκε στη ρωμαϊκή και παρθική κατοχή.
Από την ελληνιστική ιστορία της πόλεως ελάχιστα μας είναι γνωστά. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αμέσως μετά την ίδρυσή της προήχθη γρήγορα από μακεδονικό στρατιωτικό οικισμό σε μεγάλη πόλη. Ανήκε στη σατραπεία της Παραποταμίας (παρά τον Ευφράτη), της οποίας ήταν η έδρα. Στα χρόνια του Αντιόχου του Σωτήρος, η πόλη έκοψε τα πρώτα της χάλκινα νομίσματα (280-268 π.Χ.). Κατά την επανάσταση του Μόλωνος, η Ευρωπός έπεσε στα χέρια του στασιαστή σατράπη και απετέλεσε τα όρια της επικρατείας του[6] (222 -220 π.Χ.), ώσπου ανακαταλήφθηκε από τις δυνάμεις του Αντιόχου Γ΄. Στα χρόνια του βασιλιά αυτού, σατράπης της περιοχής ήταν κατά τον Πολύβιο, κάποιος Διοκλής.
Αργότερα ο Αντίοχος Επιφανής έκτισε στην πόλη ναό του Δία Μεγίστου (173-163 π.Χ.). Τέλος η πόλη κυριεύθηκε από τους Πάρθους το 113 π.Χ.[4]
Από το 165 μ.Χ. υπήρξε βάση των ρωμαϊκών στρατευμάτων στα ανατολικά σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[4] Εκείνη την περίοδο υπολογίζεται ότι ο πληθυσμός της πόλης ήταν 10.000 έως 20.000 κάτοικοι και τα ρωμαϊκά στρατεύματα ήταν μερικές χιλιάδες.[7]