Η Σελεύκεια η επί του Τίγρη ήταν αρχαία ελληνιστική πόλη της Μεσοποταμίας. Ονομάστηκε από τον ιδρυτή της, τον Μακεδόνα βασιλιά Σέλευκο Νικάτορα και εξελίχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες πόλεις του βασιλείου των Σελευκιδών, και των Πάρθων στη συνέχεια. Βρίσκεται στην περιοχή του λόφου Τελ Ουμάρ (Tell Umar), στη δυτική όχθη του ποταμού Τίγρη, νοτιοδυτικά της Βαγδάτης, στο σημερινό Ιράκ.
Ίδρυση
Η πόλη ιδρύθηκε από τον Σέλευκο Νικάτορα[2], έναν από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ιδρυτής της δυναστείας των Σελευκίδων. Η ημερομηνία της ίδρυσής της δεν είναι βέβαιη, αλλά πρέπει να ιδρύθηκε μετά το πέρας του βαβυλωνιακού πολέμου (311 -309 π.Χ.) και ασφαλώς πριν από το 301 π.Χ., όταν ο Σέλευκος επισκέφτηκε τη Βαβυλώνα για τελευταία φορά. Ταυτόχρονα με τη Σελεύκεια, ο Σέλευκος ίσως έκτισε και την Κτησιφώντα (μετέπειτα πρωτεύουσα των Πάρθων και των Σασσανιδών), στην απέναντι όχθη.
Πολεοδομία
Η μεγαλούπολη του Σελεύκου ήταν κτισμένη απέναντι από την παλιά Ώπιδα. Στις σφηνοειδείς γραφές ήταν γνωστή ως al sarruti, δηλαδή η πόλη της βασιλείας. Οι ανασκαφές έχουν δείξει ότι η πόλη κτίστηκε πάνω στο ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Όπως σε κάθε ελληνιστική πόλη, υπήρχε η συνήθης κεντρική οδός (πιθανότατα διακοσμημένη με κιονοστοιχίες), η αγορά και το θέατρο. Η πορεία των τειχών θα είχε καθοριστεί από το σχήμα του χώρου και είχε το σχήμα του αετού με τα φτερά ανοιγμένα[3]. Υπήρχε επίσης η βασιλική διώρυγα που ένωνε τον Τίγρη με τον Ευφράτη ποταμό. Ένα κανάλι διαχώριζε τις επίσημες κατοικίες από τους χώρους διαμονής, όπου οι άνθρωποι -βάσει του βαβυλωνιακού εθίμου- θάβονταν μέσα στα σπίτια τους.
Αρχαιολογία
Η θέση της Σελεύκειας ανακαλύφθηκε στη δεκαετία του 1920, από αρχαιολόγους οι οποίοι αναζητούσαν την αρχαία Ώπιδα[4].
Από το 1927, οι καθηγητές του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν Λιρόι Γουότερμαν (Leroy Waterman, 1927–1932) και Κλαρκ Χόπκινς (Clark Hopkins, 1936–1937) επέβλεψαν ανασκαφές για το Αρχαιολογικό Μουσείο του Κέλσι (Kelsey), εξ ονόματος της Αμερικανικής Σχολής Ανατολικών Ερευνών της Βαγδάτης, με χρηματοδότηση των μουσείων Τέχνης του Τολέδο και του Κλίβελαντ.[5][6][7] Από το 1964 έως το 1968 και μεταξύ των ετών 1985 και 1989, η θέση ανασκάφθηκε από ιταλική αποστολή από το Πανεπιστήμιο του Τορίνου, υπό τη διεύθυνση των Αντόνιο Ινβερνίτσι και Τζόρτζιο Γκουλίνι. Κατά τις ανασκαφές αυτές βρέθηκε κτίριο με σελευκιδικό αρχείο. Στο κτίριο αυτό βρέθηκαν περί τα 30.000 αποτυπώματα σφραγίδων ελληνικής τεχνοτροπίας.[8][9][10][11][12][13][14][15][16]
Κατά τις ανασκαφές σε εξωτερικό τείχος της εποχής των Πάρθων, βρέθηκε επαναχρησιμοποιημένη πλίνθος, χρονολογούμενη στο 821 π.Χ. (νεοασσυριακή περίοδος).
Φαίνεται πως τα δημόσια κτίρια της πόλης είχαν ενσωματώσει στοιχεία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής αλλά και της μεσοποταμιακής. Τα ευρήματα υποδεικνύουν την ύπαρξη σημαντικού μη ελληνικού πληθυσμού[εκκρεμεί παραπομπή].
Ιστορία
Ελληνιστική περίοδος
Μετά την ίδρυσή της και πριν από τη μάχη της Ιψού, η Σελεύκεια κατέστη έδρα του νεοσύστατου σελευκιδικού βασιλείου (περ. 311 -301 π.Χ.). Ο Σέλευκος, διαβλέποντας τη στρατηγική της θέση, εγκατέστησε εκεί πολλούς Μακεδόνες και άλλους Έλληνες, ενώ προσήλθαν και πολλοί Βαβυλώνιοι (η Βαβυλώνα απείχε 60 χλμ. νότια) και, αργότερα, Εβραίοι. Με πληθυσμό που έφτανε τους 600.000 χιλιάδες[εκκρεμεί παραπομπή], η νεόδμητη πόλη μπορούσε να συναγωνιστεί τις πόλεις της Αντιόχειας και της Αλεξάνδρειας. Εξέχουσα διοικητική θέση είχαν οι Έλληνες και πιο πολύ οι Μακεδόνες, ώστε να αποτελούν τη σεβαστή γερουσία της Σελεύκειας, τους Αδειγάνες ή Πελιγάνες (γκριζομάλλης στη μακεδονική διάλεκτο).[17]
Η πόλη μετά την ίδρυση της Αντιόχειας (301 π.Χ.) έγινε η έδρα του συστήματος των άνω σατραπειών, αφού πρωτεύουσα έγινε η Αντιόχεια. Κατά διαταγή του Σελεύκου Α΄, ο γιος του Αντίοχος Α΄ Σωτήρ ορίστηκε αντιβασιλιάς με έδρα τη Σελεύκεια, κατά την περίοδο 293 -281 π.Χ., και ήλεγχε τις προαναφερθείσες σατραπείες.
Με την επανάσταση του σατράπη της Μηδίας Μόλωνος, ο τελευταίος αφαίρεσε από τον Αντίοχο Γ΄ την Κτησιφώντα (222 π.Χ.) και στη συνέχεια επεχείρησε να κυριεύσει με πολιορκία τη Σελεύκεια. Όμως ο Μακεδόνας στρατηγός Ζεύξις τού ανέκοψε την πορεία και ο Αντίοχος Γ΄ έστειλε τον Αχαιό στρατηγό Ξενοίτα να κτυπήσει τον επαναστάτη Μόλωνα. Αν και ο Ξενοίτας δέχθηκε ενισχύσεις από τους σατράπες της Σουσιανής και του Περσικού Κόλπου Διογένη και Πυθιάδη αντίστοιχα, δέχθηκε αιφνιδιαστική επίθεση του Μόλωνα και σκοτώθηκε. Η Σελεύκεια έπεσε στα χέρια των στασιαστών και ο φρούραρχός της, Διομέδων, τράπηκε σε φυγή. Μετά τη νίκη του Αντιόχου Γ΄ επί του Μόλωνος, η πόλη επανήλθε στους Σελευκίδες. Αν και ο υπουργός Ερμείας φέρθηκε με βαναυσότητα στους κατοίκους της πόλεως και επέβαλε πρόστιμο, η επιείκεια του Σελευκίδη βασιλιά εξομάλυνε την κατάσταση. Το πρόστιμο μειώθηκε από τα 1.000 τάλαντα στα 150 και η τάξη της πόλεως αποκαταστάθηκε όπως και πριν[18].
Το 205 π.Χ. μετά τη νικηφόρα εκστρατεία κατά των Πάρθων, των Ελληνο-Βακτρίων και των Ινδών, ο Αντίοχος Γ΄ με τμήμα του στόλου του από τη Σελεύκεια διέπλευσε τον Τίγρη και επισκέφθηκε τους Άραβες, επιζητώντας συμμαχία.
Παρθική περίοδος
Τον Ιούλιο του 141 π.Χ. οι Πάρθοι υπό τον Μιθριδάτη Α΄ Φιλέλληνα κατάλαβαν την πόλη. Η Σελεύκεια όμως δεν έχασε τη σημασία της και χρησιμοποιήθηκε ως ένα από τα βασιλικά νομισματοκοπεία. Ωστόσο η παρθική πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη γείτονα Κτησιφώντα. Ο δραστήριος Σελευκίδης Αντίοχος Ζ΄ Σιδήτης ανέκτησε για λίγο διάστημα τη Μεσοποταμία, τη Βαβυλωνία και τη Μηδία και εκτέλεσε τον Πάρθο διοικητή της Σελεύκειας (130 π.Χ.). Μετά από περίπου ένα χρόνο, τα μέρη αυτά περιήλθαν οριστικά στους Πάρθους.
Πολλοί Ιουδαίοι κατέφυγαν στη Σελεύκεια μετά το 35 π.Χ., όπου και σφαγιάστηκαν[19]. Και οι δύο πόλεις (Σελεύκεια και Κτησιφών) καταλήφθηκαν αρκετές φορές από τους Ρωμαίους. Ο αυτοκράτορας Τραϊανός την κατέλαβε το 116 μ.Χ.[20]. Επί βασιλείας Μάρκου Αυρηλίου και Λουκίου Βήρου, το 165 μ.Χ., την κατέλαβε ο Ρωμαίος στρατηγός Αβίδιος Κάσσιος (απόγονος του Άντιόχου Δ', βασιλιά της ημιεξελληνισμένης Κομμαγηνής) κατά τη διάρκεια της εκστρατείας κατά των Πάρθων. Ο Κάσσιος κατέστρεψε την Σελεύκεια -προφασιζόμενος ότι οι κάτοικοί της αθέτησαν τη συμφωνία τους με τους Ρωμαίους- και αυτό αποτελεί τραγική ειρωνεία της ιστορίας, διότι ο ίδιος ήταν μακρινός απόγονος Σελευκιδών.
Ωστόσο αυτές οι δίδυμες πόλεις επέζησαν, αλλά η Σελεύκεια παρήκμασε. Όταν τις κατέλαβε το 198/9 ο Σεπτίμιος Σεβήρος, βρήκε τη Σελεύκεια έρημη. Οι Πάρθοι στρατιώτες που δραπέτευσαν απεικονίζονται στην αψίδα του θριάμβου του στη Ρώμη.
Σασσανιδική περίοδος
Το 230 μ.Χ. η ιρανική δυναστεία των Σασσανιδών μετονόμασε τη μακεδονική Σελεύκεια σε Veh-Ardashir («η καλή πόλη του Αρντασίρ»), μεταφέροντάς την όμως στην απέναντι όχθη. Το 283 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κάρος κατέλαβε την πόλη [21].
Κέντρο του ελληνικού πολιτισμού
Είναι γεγονός ότι η Σελεύκεια στάθηκε κέντρο του ελληνικού πολιτισμού στις περιοχές της Μέσης Ανατολής και της Περσίας. Η πληθώρα ελληνικών νομισμάτων, η αρχαία αγορά, το πλινθόκτιστο θέατρο, πορτρέτα με μακεδονικές καυσίες, το άγαλμα του Ηρακλέους, αποδεικνύουν το πόσο είχε προχωρήσει όχι μόνο ο ελληνικός πολιτισμός στην Βαβυλωνία, αλλά και ο εθελούσιος εξελληνισμός των ντόπιων. Ο Ρωμαίος Πλίνιος[22] αναφέρει ότι στην εποχή του (1ος αι. μ.Χ.) διασώζονταν στην πόλη κάποια μακεδονικά έθιμα.
Οι Μακεδόνες γερουσιαστές της πόλεως (Αδειγάνες ή Πελιγάνες, των οποίων η στερεότυπη φράση ήταν: δεδόχθαι τοῖς πελιγᾶσιν) δεν υπέρεβαιναν τους 300. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι ο ιδρυτής Σέλευκος εγκατέστησε εκεί Βαβυλωνίους εποίκους (1,16).
Προσωπικότητες από τη Σελεύκεια ήταν ο στωικός φιλόσοφος Διογένης ο Σελεύκειος ή Βαβυλώνιος (230 -140 π.Χ.) και ο μαθηματικός και αστρονόμος Σέλευκος ο Σελεύκειος (190 π.Χ.). Ο Πλούταρχος μάλιστα διασώζει την πληροφορία πως ο Αθηναίος ρήτορας και σοφιστής Αμφικράτης πίστεψε ότι θα μπορούσε να βρει άξια θέση στη Σελεύκεια. Όταν επισκέφθηκε την πόλη (86 π.Χ.), του προτάθηκε να ιδρύσει εκεί σχολή ρητορικής. Τότε ο Αμφικράτης απάντησε: «μια κατσαρόλα δεν μπορεί να αντέξει δελφίνι», ειρωνευόμενος μάλλον το ζεστό κλίμα της πόλης[εκκρεμεί παραπομπή].
Παραπομπές
- ↑ «Oxford Classical Dictionary» (Αγγλικά) Oxford University Press. Οξφόρδη. 2012. ISBN-13 978-0-19-173525-7.
- ↑ Αππιανός Συριακή,57
- ↑ Πλίνιος: Φυσική ιστορία 6.122)
- ↑ «University of Michigan.edu». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2016.
- ↑ L. Watermann, Preliminary Report upon the Excavations at Tel Umar Iraq, University of Michigan Press, 1931
- ↑ L. Watermann, Second Preliminary Report upon the Excavations at Tel Umar Iraq, University of Michigan Press, 1933
- ↑ Howard C. Hollis, Material from Seleucia, The Bulletin of the Cleveland Museum of Art, vol. 20, no. 8, pp. 129-131, 1933
- ↑ G. Gullini, First Report of the Results of the First Excavation Campaign at Seleucia and Ctesiphon: 1st oct. – 17th dec. 1964, Sumer, vol. 20, pp. 63-65, 1964
- ↑ G. Gullini and A. Invernizzi, First Preliminary Report of Excavations at Seleucia and Ctesiphon. Season 1964, Mesopotamia, vol. I, pp. 1-88, 1966
- ↑ G. Gullini and A. Invernizzi, Second Preliminary Report of Excavations at Seleucia and Ctesiphon. Season 1965, Mesopotamia, vol. 2, 1967
- ↑ G. Gullini and A. Invernizzi, Third Preliminary Report of Excavations at Seleucia and Ctesiphon. Season 1966, Mesopotamia, vol. 3-4, 1968-69
- ↑ G. Gullini and A. Invernizzi, Fifth Preliminary Report of Excavations at Seleucia and Ctesiphon. Season 1969, Mesopotamia, vol. 5-6, 1960-71
- ↑ G. Gullini and A. Invernizzi, Sixth Preliminary Report of Excavations at Seleucia and Ctesiphon. Seasons 1972/74, Mesopotamia, vol. 5-6, 1973-74
- ↑ G. Gullini and A. Invernizzi, Seventh Preliminary Report of Excavations at Seleucia and Ctesiphon. Seasons 1975/76, Mesopotamia, vol. 7, 1977
- ↑ A. Invernizzi, The Excavations at the Archives Building, Mesopotamia, vol. VII, pp. 13-16, 1972
- ↑ A. Invernizzi, The Excavations at the Archives Building, Mesopotamia, vol. VIII, pp. 9-14, 1973-74
- ↑ Πολυβίου Ιστορίαι βιβλίο Ε΄, 54: Ἑρμείας δὲ τηρῶν τὴν αὑτοῦ προαίρεσιν ἐπέφερε μὲν αἰτίας τοῖς ἐν τῇ Σελευκείᾳ καὶ χιλίοις ἐζημίου ταλάντοις τὴν πόλιν, ἐφυγάδευε δὲ τοὺς καλουμένους Ἀδειγάνας, ἀκρωτηριάζων δὲ καὶ φονεύων καὶ στρεβλῶν πολλοὺς διέφθειρε τῶν Σελευκέων.
- ↑ Πολύβιος: Ιστορίαι βιβλίο Ε΄
- ↑ Φλάβιος Ιώσηπος: Ιουδαϊκή αρχαιολογία 18.311
- ↑ Κάσσιος Δίων: Ρωμαϊκή ιστορία 68.30.2
- ↑ Historia Augusta, Carus, 8
- ↑ Historia Naturalis, 6.122
Εξωτερικοί σύνδεσμοι