Η ονομασία προέρχεται από παραφθορά της αρχαίας μακεδονικής χώρας, η οποία καλείτο Ορεστίς, από τους πρώτους κατοίκους της, που εγκαταστάθηκαν τη 2η χιλιετία π.Χ.[14][15]
Γεωγραφία
Τα Κορέστια καλύπτουν γεωγραφικά τους δυτικούς πρόποδες του όρους Βέρνου, τους ανατολικούς πρόποδες του όρους Όρλοβο και τους ανατολικούς πρόποδες του όρους Τρικλάριου. Η περιοχή των Κορεστίων συνορεύει και με άλλες ιστορικές περιοχές της δυτικής Μακεδονίας, όπως την Πόπολη στα ανατολικά, και την περιοχή των Πρεσπών στα βόρεια.
Τα χωριά της περιοχής των Κορεστίων, είναι κτισμένα δίπλα από τους παραποτάμους του Λιβαδοπόταμου (ή Λαδοπόταμου), του κυριότερου υδροφορέα της περιοχής, που στο άνω ρου του διαμορφώνει την κλειστή και μακρά κοιλάδα. Στην συνέχεια ο ποταμός εξέρχεται από την περιοχή, διασχίζει το φαράγγι της Κορομηλιάς και συναντά τον Αλιάκμονα στο οροπέδιο του Άργους Ορεστικού. Κύριο είδος φυλλοβόλου της περιοχής είναι η οξυά.[14]
Αρχιτεκτονική
Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική των χωριών είναι ιδιαίτερη για την περιοχή της δυτικής Μακεδονίας. Τα παλαιά σπίτια είναι κατασκευασμένα με πλίνθους με κοκκινόχωμα και άχυρο, που δίνουν το κοκκινωπό χρώμα στο τοπίο της περιοχής. Ο τρόπος κατασκευής των σπιτιών διατηρήθηκε έως τα μέσα του 20ου αιώνα και έπειτα εγκαταλείφθηκε.[16] Τα τελευταία χρόνια μελετάται η ένταξη των οικισμών της δημοτικής ενότητας Κορεστίων σε καθεστώς προστασίας, από την Εφορεία Νεώτερων Μνημείων Κεντρικής Μακεδονίας. Το μοναδικό μέχρι σήμερα χαρακτηρισμένο από το Υπουργείο Πολιτισμού ιστορικό και διατηρητέο κτήριο της περιοχής, είναι το σπίτι όπου σκοτώθηκε ο ήρωας του Μακεδονικού Αγώνα Παύλος Μελάς, το οποίο λειτουργεί σήμερα ως μουσείο Παύλου Μελά.[17][18] Από τα πλινθόχτιστα σπίτια των Κορεστίων, που βρίσκονται στα όρια της δημοτικής ενότητας, έχουν διασωθεί εκατό περίπου σπίτια στους εγκαταλελειμμένους οικισμούς Γάβρος, Κρανιώνας και Μαυρόκαμπος, ενώ σε αντίστοιχο αριθμό έχουν διασωθεί σε καλύτερη κατάσταση, στους κατοικημένους οικισμούς Άγιος Αντώνιος, Μακροχώρι και Μελάς. Η συντήρηση αυτών των σπιτιών κρίνεται δύσκολη λόγω της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης, αλλά και λόγω του φαινομένου της συνιδιοκτησίας.