Στη Χαλάρα, εκτός από τα πλίθινα σπίτια, αξίζει να δει κανείς το νερόμυλο που βρίσκεται έξω από αυτό, χτισμένο το 1900, αλλά και τον Ιερό Ναό της Παναγίας, που είναι πλινθόκτιστος.[2][3]
Ίχνη αρχαίας κατοίκησης διαπιστώθηκαν σε μια τοποθεσία («Μπουάτες»), που βρίσκεται περίπου 800 μ. βορειοανατολικά του χωριού, πάνω στο δρόμο προς το γειτονικό χωριό Άγιος Αντώνιος.[4]
Μέχρι το 1927, το χωριό ονομαζόταν Ποδόβιστα και ονομάστηκε σε Χαλάρα.[5]
Ιερός Ναός της Παναγίας
Ο Ιερός Ναός της Παναγίας πρωτοκτίστηκε κατά τη βυζαντινή εποχή και είναι αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, όμως ο ναός φαίνεται πως κατά την πάροδο του χρόνου κατέρρευσε και πάνω στα ερείπια του κοντά στο 1700 ξαναχτίστηκε.[6] Εντός του ναού των Κορεστείων σώζονται οι σπάνιες κι αινιγματικές παραστάσεις δύο μεγάλων ρολογιών. Οι παραστάσεις αυτές βρίσκονται στην κατώτερη ζώνη του βόρειου τοίχου του, κάτω ακριβώς απ’ τις αγιογραφίες των Τριών Ιεραρχών κι ανάμεσα σε φυτόσχημα και ανθόμορφα διακοσμητικά μοτίβα. Οι μορφές τους έχουν οπωσδήποτε διακοσμητική σημασία, έχουν όμως κι επιπλέον συμβολική έννοια και διδακτικό σκοπό. Αναφέρεται σχετικώς, ότι ο Γράφων, όταν είδε για πρώτη φορά τις συγκεκριμένες παραστάσεις των ρολογιών, εντυπωσιάστηκε και παραξενεύτηκε. Κατόπιν όμως συλλογίστηκε, αναζήτησε το συμβολικό – διδακτικό νόημά τους και κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι οι απεικονίσεις τους υποδηλώνουν στους εκκλησιαζόμενους πιστούς, που τις βλέπουν μ’ ενδιαφέρον και προσοχή, την εξής ευαγγελική αλήθεια και διδαχή: "Η επίγεια ζωή μας είναι προσωρινή και βραχεία. Καιρός ν’ ακολουθήσουμε το δρόμο της αρετής".[7]
Στατιστικά στοιχεία
Υπάρχουν αρκετές πληροφορίες στο μεταίχμιο του 20ού αιώνα:
Το 1902, το χωριό αποτελούνταν από 70 πατριαρχικές και 55 εξαρχικές οικογένειες. [Γούναρης]
Ο Λάζαρος Τσάμης πληροφορήθηκε την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης εξοπλισμού των βουλγαρικών ανταρτικών ομάδων και ενημέρωσε αμέσως τον Γερμανό Καραβαγγέλη για την λαθραία εισαγωγή των όπλων και την αδράνεια των ελληνικών μηχανισμών. Ο Μητροπολίτης έστειλε τότε δύο μέλη της οργάνωσής του στην Αθήνα, τους Γεώργιο Γκιάμο και παπά Ηλία Παπαδημητρίου από τη Χάλαρα Καστοριάς, με αποστολή να εντοπίσουν τον Βασίλ Τσακαλάρωφ και να τον υποδείξουν στις ελληνικές αστυνομικές αρχές. Από την ατυχή αστυνομική επιχείρηση ο Τσακαλάρωφ κατόρθωσε να διαφύγει αφού αναγνώρισε τα δύο άτομα που τον είχαν καταδώσει στην Ελληνική Χωροφυλακή.
Τον Μάιο του 1902, ο Τσακαλάρωφ εισήλθε στο χωριό Χάλαρα, τους συνέλαβε και κατόπιν βασανιστηρίων τους απέσπασε τα ονόματα των Ελλήνων συνεργατών του Καραβαγγέλη που είχαν παρεισφρήσει στην βουλγαρική οργάνωση ΕΜΕΟ και τους δολοφόνησε. Μετά από αυτές τις αποκαλύψεις, άρχισαν οι δολοφονίες των αποκαλυφθέντων συνεργατών από τον κατάλογο που συνέταξε ο Τσακαλάρωφ.[11]
Εμφύλιος Πόλεμος
Μικρή μείωση του πληθυσμού κατά 34 άτομα μεταξύ των απογραφών των ετών 1920[12] και 1928[13] παρατηρήθηκε ενδιάμεσα με την υπογραφή του Πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ (29 Σεπτεμβρίου 1924) περί εθελουσίας ανταλλαγής πληθυσμών γεγονός που επιβεβαιώνεται και με τις ρευστοποιήσεις περιουσιών που επακολούθησαν.[14]
Στις 2 Αυγούστου 1944 στο χωριό Χαλάρα της Καστοριάς, με την παρουσία εκπροσώπων του ΚΚΕ, του Κομμουνιστικού Κόμματος της γιουγκοσλαβικής «Μακεδονίας» και του πολιτικού επιτρόπου της IX. Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Ρένου Μιχαλέα ιδρύετο το σλαβομακεδονικό τάγμα Φλώρινας-Καστοριάς, γνωστό ως Τάγμα Goce. Διοικητής ήταν ο Ηλίας Δημάκης (ψευδώνυμο Goce) και πολιτικός επίτροπος ο Χρήστος Κόκκινος.
Ο Ηλίας Δημάκης επιδόθηκε σε μια συστηματική στρατολόγηση των Σλαβόφωνων για να αυξήσει τη δύναμη του Τάγματος που αρχικά είχε 400 άτομα. Ταυτόχρονα, στρατιωτικοί σύνδεσμοι από τη γιουγκοσλαβική «Μακεδονία», κυρίως ο Petre Bogdanov (ψευδώνυμο Kocko), προπαγάνδιζαν πάλι το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και συνένωσης του «μακεδόνικου λαού», απαιτώντας την ίδρυση Γενικού Στρατηγείου. Ο πολιτικός επίτροπος της IX. Μεραρχίας Ρένος Μιχαλέας, έχοντας μια ασαφή λενινιστική αντίληψη για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, ήταν ανεκτικός απέναντι στις κινήσεις αυτές ερχόμενος συχνά σε σύγκρουση με το «Μακεδονικό» Γραφείο του ΚΚΕ, το οποίο αργότερα τον καθαίρεσε από τη θέση του.[15][16]
Πληθυσμιακή καθίζηση παρατηρήθηκε σε ποσοστό 62% (273 άτομα) μεταξύ των απογραφών 1945[17] και 1951 [18][19] μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου (1946-49) συμπεριλαμβανομένων και 166 παιδιών[20] του παιδομαζώματος (1948), όταν ακολούθησαν μετά την ήττα του ΔΣΕ την τύχη των μαχητών και φυγάδων (εκτεθέντων) προς τις τότε κομμουνιστικές ανατολικές χώρες και την μετανάστευση στις υπερπόντιες χώρες Αυστραλία, ΗΠΑ και Καναδά.
↑Ποδοβίστα Καστορίας, 710 άτομα (303 άρρενες και 407 θήλεις) - 149 οικογένειες [Απογραφή 1920]
↑Ποδοβίστα (Χάλαρα) Καστορίας, 676 άτομα (281 άρρενες και 395 θήλεις). Δεν υπήρχαν πρόσφυγες πού να ήρθαν μετά το 1922. Ομοδημότες ήταν 668 και ετεροδημότες 8. Επίσης 12 δημότες απογράφηκαν αλλού [Απογραφή 1928]
↑Iάκωβος Μηχαηλίδης, Μετακινήσεις Σλαβοφώνων πληθυσμών 1912-1930, σ.99 εκδ. ΚΡΙΤΙΚΗ 2003, ISBN 960-218-305-8 «Ρευστοποιήθηκαν τρεις περιουσίες κατοίκων που μετανάστευσαν με τις οικογένειές τους στη Βουλγαρία».