Οι εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των μερίδων οδήγησαν το Βυζάντιο να χάσει σημαντική οικονομική ικανότητα και στρατιωτική ισχύ. Η προηγούμενη πολιτική ανοίγματος στη Δυτική Ευρώπη, ακολουθήθηκε από την ξαφνική σφαγή των Λατίνων υπό τον Ανδρόνικο Α΄, και αυτό, που προηγήθηκε της κυριαρχίας των Αγγέλων, είχε δημιουργήσει εχθρούς μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Η αποδυνάμωση της Αυτοκρατορίας κατά τη δυναστεία των Αγγέλων είχε ως αποτέλεσμα τον διαμερισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1204, όταν ο στρατός της Δ΄ Σταυροφορίας ανέτρεψαν τον τελευταίο Αυτοκράτορα των Αγγέλων.
Ιστορικό
Το τέλος της Κομνήνιας Αποκατάστασης
Αλέξιος Β΄ Κομνηνός
Όταν ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός απεβίωσε στις 24 Σεπτεμβρίου 1180, γιος και διάδοχός του ήταν ο 11χρονος Αλέξιος Β΄ Κομνηνός. [1] Πέρασε «όλη τη ζωή του στα παίγνια και το κυνήγι, έτσι απέκτησε πολλές κακές συνήθειες». [1] Κατά συνέπεια αυτό το παιδί, ανίκανο να κυβερνήσει τόσο σωματικά όσο και ψυχικά, κυβερνούσε με μία επιτροπή αντιβασιλείας με επικεφαλής τη μητέρα του, τη Μαρία της Αντιοχείας. Οι Φραγκικές διασυνδέσεις της Αυτοκράτειρας τής εγγυώντο το μίσος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς το πριγκιπάτο της Αντιόχειας (από όπου καταγόταν) ήταν εκείνη την εποχή ένας ο πιο εξεγερμένος υποτελεής του Βυζαντίου.
Το μίσος για τους Λατίνους είχε αυξηθεί σε όλη την Αυτοκρατορία και την πρωτεύουσα, κυρίως λόγω του φθόνου των Βυζαντινών εμπόρων για τις φιλοδυτικές πολιτικές του Μανουήλ Α΄ και τού πάππου του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, του οποίου οι γενναιόδωροι εμπορικοί όροι με τη Δημοκρατία της Βενετίας[1] ίδρυσαν μίας αποικία στην πρωτεύουσα. Η Μαρία αποφάσισε τότε να διορίσει έναν αντιδημοφιλή, φιλοδυτικό Βυζαντινό ονόματι Αλέξιο Κομνηνό, ανιψιό του Μανουήλ Α΄, ως κύριο σύμβουλό της στην αντιβασιλεία. Λέγεται ότι αυτός «είχε συνηθίσει να περνά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας στην κλίνη... όποτε έβγαινε ο ήλιος, αναζητούσε το σκοτάδι, σαν άγριο θηρίο· χαιρόταν πολύ να τρίβει τα σάπια δόντια του και να βάζει καινούργια, στη θέση εκείνων που είχαν πέσει από τα γηρατειά». [1]
Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός
Η αστάθεια της αντιβασιλείας του Αλεξίου Β΄ οδήγησε σε μεγάλη διαφθορά σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία. Στη συνέχεια ο Ανδρόνικος (Α΄) Κομνηνός, επίσης εγγονός του Αλεξίου Α΄, αποφάσισε να εξαπολύσει αμέσως μία ακόμη εξέγερση κατά του Αυτοκράτορα. Ο Ανδρόνικος (Α΄) ήταν υψηλότερος από 1,80 μ.· Η κολακευτική γοητεία του λέγεται ότι έκλεψαν τις καρδιές πολλών ευγενών γυναικών και έτσι απέκτησε την οργή των ανδρών τους. Εξόριστος από τον εξάδελφό του Μανουήλ Α΄, επέστρεψε το 1180 μετά το τέλος εκείνου. Παρά την ηλικία των 64 ετών το 1182, ο Ανδρόνικος (Α΄) απεικονίζεται να διατηρεί την καλή εμφάνιση, που είχε στα σαράντα του. [1] Τον Αύγουστο εκείνου του έτους ο Ανδρόνικος (Α΄) άρχισε μία εξέγερση, και βάδισε προς την πρωτεύουσα. Ο στρατός και το ναυτικό ενώθηκαν γρήγορα μαζί του και σύντομα ξέσπασε ανταρσία στην Κωνσταντινούπολη στο όνομα του Ανδρόνικου (Α΄). Στη συνέχεια έγινε μία σφαγή Λατίνων, χωρίς να δείχνεται έλεος ακόμη και στις γυναίκες, τα παιδιά, ή και τους αρρώστους στα νοσοκομεία της πρωτεύουσας. [2] Τα εμπορικά δικαιώματα των Βενετών, που είχε παραχωρήσει ο Αλέξιος Α΄ σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα, ανακλήθηκαν. Αυτές οι ενέργειες έκαναν την Αυτοκρατορία να έχει ισχυρούς εχθρούς στη δυτική Ευρώπη. Ο Αυτοκράτορας και η μητέρα του Μαρία της Αντιόχειας στάλθηκαν σε μία αυτοκρατορική έπαυλη.
Η Μαρία Κομνηνή, κόρη του Μανουήλ Α΄ από την πρώτη του σύζυγο (Βέρθα) Ειρήνη του Σούλτσμπαχ, δηλητηριάστηκε μαζί με τον σύζυγό της Ρενιέ του Μονφερράτου. Στη συνέχεια στραγγαλίστηκε στο κελί της η μητέρα του Αλεξίου Β΄, η Μαρία της Αντιοχείας. [2] Όταν τελικά ο Ανδρόνικος Α΄ στέφθηκε συναυτοκράτορας τον Σεπτέμβριο του 1183, περίμενε δύο μήνες, πριν ξεφορτωθεί τον Αλέξιο Β΄ Κομνηνό. Στη συνέχεια πήρε για τον εαυτό του τη 12χρονη σύζυγο εκείνου Aγνή της Γαλλίας, ολοκληρώνοντας τον γάμο. [2]
Στην αρχή ο Ανδρόνικος Α΄ κυβέρνησε σοφά: ξεκίνησε επιτιθέμενος στη διαφθορά, την υπερβολική φορολόγηση και την κακοδιοίκηση της Αυτοκρατορίας. [2] Δεν πέρασε πολύς καιρός και η βαριά διακυβέρνησή του για την Αυτοκρατορία δημιούργησε εχθρούς σε όλες τις γωνιές της Αυτοκρατορίας: οι αριστοκράτες στη Μ. Ασία συνωμοτούσαν ενάντια στην κυριαρχία του, ο Ισαάκιος Κομνηνός ανακήρυξε την Κύπρο ανεξάρτητο βασίλειο και ο Μπέλα Γ΄ της Ουγγαρίας, πρώην μνηστευμένος με τη Μαρία Κομνηνή, άρχισε να λεηλατεί πόλεις κατά μήκος της Δαλματίας και της Κροατίας. [2] Ωστόσο αυτές οι καταστροφές δεν ήταν τίποτε, σε σύγκριση με την καταιγίδα που είχε μείνει αδρανής, που μερικοί θα θεωρούσαν ότι ήταν χειρότερη από αυτή των Σελτζούκων στο Μαντζικέρτ: τους Νορμανδούς του βασιλείου της Σικελίας.
Από τα τέλη του 1184 έως τις αρχές του 1185 ο Γουλιέλμος Β΄ της Σικελίας συγκέντρωσε μία στρατιά από 80.000 στρατιώτες και ναύτες και περίπου 200–300 πλοία, για να κατακτήσει την Αυτοκρατορία. [2] Ο Ανδρόνικος Α΄, παρά τη μεγάλη στρατιωτική του φήμη, παρέλυσε από αναποφασιστικότητα. Η φρουρά στο Δυρράχιo δεν είχε προμήθειες για πολιορκία και οι υπερασπιστές παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση. [3] Ο τεράστιος Νορμανδικός στρατός συνέχισε να βαδίζει προς τα ανατολικά λεηλατώντας πόλεις, χωρίς κάποια προσπάθεια από τους Βυζαντινούς να συμπλακούν μαζί τους. Τελικά οι Νορμανδοί έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, τη δεύτερη πόλη της Αυτοκρατορίας. Γνώριζαν πολύ καλά τη σημασία της πόλης: το λιμάνι της είχε τον έλεγχο τού Αιγαίου Πελάγους και η εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα την έκανε ένα κόσμημα στη Μεσόγειο, που συναγωνιζόταν ακόμη και την Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο οι Βυζαντινοί έκαναν λίγα για να σταματήσουν την άγρια σφαγή, τους βιασμούς και τις βεβηλώσεις των εκκλησιών και των κτιρίων στο εσωτερικό. Ένας σύγχρονος χρονικογράφος έγραψε: «Αυτοί οι βάρβαροι... μετέφεραν τη βία τους μέχρι τους βωμούς. Θεωρήθηκε παράξενο, ότι ήθελαν να καταστρέψουν τις εικόνες μας, χρησιμοποιώντας τις ως καύσιμο για τις φωτιές, στις οποίες μαγείρευαν. Ακόμη πιο εγκληματικά, χόρευαν στους βωμούς =μπροστά στους οποίους έτρεμαν οι άγγελοι- και τραγουδούσαν βέβηλα τραγούδια. Μετά ουρούσαν σε όλη την εκκλησία, πλημμυρίζοντας τα πατώματα με τα ούρα τους». [3]
Αργότερα ο Νορμανδικός στρατός βάδισε περαιτέρω στην ενδοχώρα προς τη Μοσυνόπολη, στα μισά του δρόμου προς την Κωνσταντινούπολη. [3] Η προσπάθειά του να περιορίσει την απειλή των «βαρβάρων» ήταν διττή: συγκέντρωσε μία δύναμη 100 πλοίων στην πρωτεύουσα και έφερε στρατεύματα για να ενισχύσουν τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. [4]
Ωστόσο δεν θα ήταν ο Ανδρόνικος Α΄ που θα πολεμούσε τους Νορμανδούς, αλλά ο Ισαάκιος (Β΄) Άγγελος, δισεγγονός του Αλέξιου Α΄, που είχε προβλεφθεί από μία προφητεία, ότι θα κυβερνούσε μία ημέρα την Αυτοκρατορία. Ο Ανδρόνικος Α΄ δεν άντεξε μία τέτοια προφητεία και διέταξε την άμεση σύλληψή του από τον αυλικό Στέφανο Αγιοχριστοφορίτη. Αυτό απέτυχε για τον Ανδρόνικο Α΄, καθώς ο Ισαάκιος (Β΄) σκότωσε τον Στέφανο και ξεσήκωσε τους πολίτες εντός της Αγίας Σοφίας σε εξέγερση. [4] Οι φυλακές άνοιξαν και οι κρατούμενοι συμμετείχαν στην εξέγερση. [4] Ο Ανδρόνικος Α΄ φαίνεται να το πήρε ελαφρά, ως άλλη μία εξέγερση που έπρεπε να κατασταλεί. Μόνο όταν οι φρουροί του παλατιού αρνήθηκαν να τον υπακούσουν, συνειδητοποίησε την πλήρη έκταση του κινδύνου. Σχεδίαζε να διαφύγει με την έφηβη σύζυγό του Aγνή της Γαλλίας και την παλλακίδα του Mαραπτική με μία γαλέρα. Τον έπιασαν πριν προλάβει να εκτελέσει τη φυγή του, και υπέφερε πολύ γι’ αυτό: «Τον χτύπησαν, τον λιθοβόλησαν, τον πίεσαν με ακίδες, τον έριξαν στη βρωμιά. Μία γυναίκα των δρόμων του έριξε βραστό νερό στο κεφάλι. . . Μετά τον έσυραν από την καμήλα, τον κρέμασαν από τα πόδια του. Τελικά, μετά από πολλή αγωνία, απεβίωσε, με το χέρι του να έχει απομείνει στο στόμα του, το οποίο το είχε βάλει -κατά τη γνώμη ορισμένων- για να ρουφήξει το αίμα που κυλούσε από μία πληγή του» [4]
Ισαάκιος Β΄ Άγγελος
Η εξουσία του Ισαάκιου Β΄ ακολούθησε ένα παρόμοιο μοτίβο με αυτό τού προκατόχου του. Κληρονόμησε την Αυτοκρατορία στο χάος και τους Νορμανδούς στα δυτικά, μόλις 320 χλμ. από την Κωνσταντινούπολη, που δεν εξαφανίστηκαν με την εξέγερση. Συγκεντρώνοντας κάθε στρατιώτη που μπορούσε να βρεθεί στην περιοχή, ο Ισαάκιος Β΄ διέταξε τον Αλέξιο Βρανά, τον πιο ικανό στρατηγό του, να διώξει τους Νορμανδούς, οι οποίοι είχαν χάσει κάθε πειθαρχία και είχαν γίνει υπερβολικά σίγουροι, περιμένοντας μία εύκολη νίκη στην πρωτεύουσα. [4] Μετά από μία μικρή, αλλά αποθαρρυντική ήττα για τους Νορμανδούς, ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις. Ωστόσο οι Έλληνες ήθελαν να τερματίσουν τον εχθρό και μία άλλη επίθεση από τον Βρανά επέφερε στον Νορμανδικό στρατό την καταστροφή.
Ελλείψει του κύριου Βυζαντινού στρατού, οι Βούλγαροι επαναστάτησαν επίσης υπό τον Πέτρο Δ΄ της Βουλγαρίας. [5] Η ευκαιρία γι' αυτούς δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη, αφού το Βυζάντιο εξακολουθούσε να ταράσσεται από ένα αιματηρό πραξικόπημα και μία καταστροφική εισβολή. Ο Ισαάκιος Β΄ αποφάσισε να κατευνάσει τη βουλγαρική εξέγερση με δύναμη και οδήγησε μία στρατιωτική αποστολή βόρεια. Ο Βυζαντινός στρατός δέχθηκε ενέδρα, με τρόπο που θύμιζε τη μάχη του Μαντζικέρτ και το προηγούμενο φιάσκο στην Πλίσκα. [6] Η τελευταία προσπάθεια επιβολής της Βυζαντινής εξουσίας στη Βουλγαρία συνέπεσε με τις τελευταίες γνήσιες προσπάθειες του Ισαάκιου Β΄ να διοικήσει την Αυτοκρατορία. Σύμφωνα με τους μελετητές, από εκεί και πέρα, οι πολιτικές του Ισαάκιου Β΄ σπάνια ήταν κάτι παραπάνω από σπασμωδικές.
Η πρόσφατη αντιλατινική δυσαρέσκεια στην Αυτοκρατορία οδήγησε τα κράτη των Σταυροφόρων να χάσουν την προστασία τους από το Βυζάντιο. Εντούτοις, ενώ τα κράτη των Σταυροφόρων δεν έπρεπε και δεν βασίζονταν στο Βυζάντιο για προστασία, οι Βυζαντινοί σίγουρα το έκαναν επειδή ήθελαν να κρατήσουν υπό έλεγχο τον επιθετικό επεκτατισμό του Ισλάμ. Αυτό ίσχυε και για το πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Με την πτώση της Ιερουσαλήμ το 1187 από τον Σαλαδίνο, η Δυτική Ευρώπη ήταν αυτή που απειλούσε αμέσως την Αυτοκρατορία. [6] Μία νέα Σταυροφορία κήρυξε ο πρόσφατα εκλεγμένος πάπας Γρηγόριος Η΄.
Πολλοί ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και ένας στρατός περίπου 200.000 συνολικά συγκεντρώθηκε: περίπου 150.000 – 100.000 άνδρες στάλθηκαν μόνο από τη Γερμανία, που διεκδικούσε τον τίτλο της "Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας" από το Βυζάντιο. [7] Ο βασιλιάς Ερρίκος Β΄ της Αγγλίας απεβίωσε και δεν εκπλήρωσε τον όρκο του σταυροφόρου. Ωστόσο ο γιος και διάδοχός του Ριχάρδος Α' της Αγγλίας ανέλαβε τον όρκο και μαζί με τον αντίπαλό του, τον Φίλιππο Β΄ της Γαλλίας έπλευσε για να ανακαταλάβει τους Αγίους Τόπους. Και οι τρεις από αυτούς τους Σταυροφόρους είχαν κάποια σύνδεση με το Βυζάντιο: ο Ριχάρδος Α΄ ήταν κουνιάδος του Γουλιέλμου Β΄ της Σικελίας μέσω του γάμου τού τελευταίου με την αδελφή του Ιωάννα της Αγγλίας. [8] Θα αποδεικνυόταν το ίδιο περιπετειώδης με τον συγγενή του. Ο Φίλιππος Β΄ είχε ακούσει για τα βάσανα της δικής του αδελφής, της Aγνής της Γαλλίας. Κανένας από αυτούς δεν συγκρίνεται με τον κίνδυνο, που εγκυμονούσε ο Φρειδερίκος Α΄ βασιλιάς της Γερμανίας. Σχεδόν εβδομήντα χρονών, ο Φρειδερίκος Α΄ είχε πολεμήσει σε πολλές μάχες και είχε υπερβολικές ελπίδες στην επιδίωξη της νίκης. Επομένως, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο τεράστιος στρατός του θα συνέτριβε τα εμπόδια στον δρόμο προς την Ιερουσαλήμ με ευκολία, υπό την προϋπόθεση ότι θα τού δινόταν τα μέσα για να το κάνει από την Αυτοκρατορία.
Γ΄ Σταυροφορία
Έτσι ξεκίνησε η Γ΄ Σταυροφορία, με σκοπό να διώξει πίσω τους «απίστους», που είχαν καταλάβει την Ιερουσαλήμ. Η θαλάσσια διαδρομή του Ριχάρδου Α΄ και του Φίλιππου Β΄ σήμαινε, ότι δεν θα χρειαζόταν να βασιστούν στους Έλληνες ομολόγους τους για προμήθειες ή άδεια για να περάσουν. Η περίεργη εξαίρεση ήρθε, όταν ο Ριχάρδος Α΄ συνέτριψε στην Κύπρο την εξέγερση του Ισαάκιου Κομνηνού και αρνήθηκε να παραδώσει το νησί πίσω στην Αυτοκρατορία, χρησιμοποιώντας το αντ' αυτού για να τιθασεύσει τον επαναστάτη υποτελή του Γκυ των Λουζινιάν, πρώην βασιλιά της Ιερουσαλήμ. [8] Το νέο βασίλειο της Κύπρου θα διαρκέσει από το 1192 έως το 1489, όταν θα υπαχθεί στη Δημοκρατία της Βενετίας.
Η Σταυροφορία υπό τον Φρειδερίκο Α΄ ήταν διαφορετική υπόθεση. Ο στρατός του ήταν πολύ μεγάλος για οποιοδήποτε αυτοκρατορικό στόλο, έτσι πήρε τη χερσαία διαδρομή μέσω της Μ. Ασίας. Καθώς πλησίαζε στην Αυτοκρατορία, ο Στέφανος Νεμάνια της Σερβίας και ο Πέτρος Δ΄ της Βουλγαρίας συνήψαν βιαστικά μία αντιβυζαντινή συμμαχία με τον Γερμανό βασιλιά. [7] Ο Ισαάκιος Β΄ αποφάσισε να στείλει τον στρατό του για να συναντήσει τον Φρειδερίκο Α΄ αλλά το σχέδιο απέτυχε, όταν ο διοικητής τού στρατού ξεκίνησε μυστικές διαπραγματεύσεις για την ανατροπή του Ισαάκιου Β΄. [7]
Πανικόβλητος από τον ξαφνικό και συντριπτικό στρατό τού αντιπάλου που έφτασε, ο Ισαάκιος Β΄ αρνήθηκε να προσφέρει υποστήριξη στον Φρειδερίκο Α΄, φυλακίζοντας τούς απεσταλμένους του. [7] Έξαλλος από αυτή την «ελληνική προδοσία», ο Φρειδερίκος Α΄ διέταξε τον γιο του Ερρίκο (ΣΤ΄), διάδοχο ("βασιλιά των Ρωμαίων"), που είχε παραμείνει στη Γερμανία, να ζητήσει την άδεια από τον πάπα Κλήμη Γ΄ να επιτεθεί στους Έλληνες Χριστιανούς. Ένας βασιλικός Γερμανικός στόλος κινητοποιήθηκε επίσης για τη μεταφορά για να περάσει στην Ασία, ενώ προετοίμαζε μία επίθεση στην Κωνσταντινούπολη. [7] Συνειδητοποιώντας ότι ήταν καταδικασμένος σε κάθε περίπτωση, ο Ισαάκιος Β΄ αποφάσισε να επιτρέψει στους Σταυροφόρους να διασχίσουν τα Δαρδανέλια, ένα άλλο πέρασμα πιο μακριά από την Κωνσταντινούπολη και τον Βόσπορο, και παρείχε τη μεταφορά, που απαιτούνταν για ένα τόσο τεράστιο έργο.
Ο Ισαάκιος Β΄ δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί το χάος του στρατού των Σταυροφόρων. Καθώς ο στρατός βάδιζε σε όλη τη Μ. Ασία, αντιμετώπισε συχνές Σελτζουκικές επιδρομές, παρά τις επίσημες χειρονομίες φιλίας από το σουλτανάτο του Ρουμ υπό τον Κιλίτζ Αρσλάν Β΄. Χωρίς να αντέχει να μην κάνει τίποτε, ο Φρειδερίκος Α΄ λεηλάτησε το Ικόνιο, την πρωτεύουσα του σουλτανάτου, πριν προχωρήσει. [9] Ο Ισαάκιος Β΄ δεν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και ο Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ επέστρεψε αργότερα, για να διεκδικήσει ξανά την πεσμένη πρωτεύουσά του. Ο στρατός του Φρειδερίκου Α΄ αργότερα διαλύθηκε αργά, αλλά σταθερά, αφού ο Γερμανός βασιλιάς βρέθηκε νεκρός (υποτίθεται ότι πνίγηκε σε ένα ποτάμι ή έπαθε καρδιακή προσβολή, ίσως και τα δύο). [9] Περισσότερες λεηλασίες και ζημιές προκάλεσαν αυτοί οι κουρασμένοι στρατιώτες, καθώς υποχωρούσαν πίσω στην Ευρώπη.
Εν τω μεταξύ, η Γ΄ Σταυροφορία επέτυχε εφήμερη επιτυχία: μετά από μερικές αναποφάσιστες νίκες εναντίον του Σαλαντίν, [10] ο Ριχάρδος Α΄ αναγκάστηκε να αναχωρήσει για την Αγγλία, καθώς έφτασαν φήμες για σχεδιαζόμενη προδοσία από τον μικρότερο αδελφό του Ιωάννηκύριο της Ιρλανδίας και για τις προθέσεις τού πρώην συμμάχου του Φιλίππου Β΄, ο οποίος είχε εγκαταλείψει τη Σταυροφορία λίγο μετά την πολιορκία της Άκρας, για να κατακτήσει το δουκάτο της Νορμανδίας. [10]
Σταυροφορία του 1197
Μία άλλη μικρή Σταυροφορία προτάθηκε από τον νέο βασιλιά της Γερμανίας, τον Ερρίκο ΣΤ'. [11] Ο πρώην διάδοχος τώρα είχε διαδεχτεί τον πατέρα του Φρειδερίκο Α΄ και ήταν ελεύθερος να επιδιώξει νέες εκστρατείες. Ωστόσο σύντομα θα εκτραπεί σε μία εκστρατεία εναντίον του Tαγκρέδου της Σικελίας (εγγονού του Ρογήρου Β΄), διεκδικώντας τον θρόνο στο όνομα της συζύγου του Κωνσταντίας της Σικελίας (κόρης του Ρογήρου Β΄). Με το βασίλειο της Γερμανίας και το βασίλειο της Σικελίας να πολεμούν το ένα το άλλο, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έμεινε ανενόχλητη από τους δύο κύριους δυτικούς αντιπάλους της, έως ότου ο Ερρίκος ΣΤ΄ κέρδισε τον πόλεμο το 1194.
Μετά από αυτή τη νίκη, ο Ερρίκος ΣΤ΄ αποφάσισε να ξαναρχίσει τη Σταυροφορία του εναντίον των Σαρακηνών. Το Πάσχα του 1195 έγραψε μία αυστηρή επιστολή στον Αυτοκράτορα Ισαάκιο Β΄ ζητώντας βαρύ φόρο, για να πληρώσει για τα μισθοφορικά στρατεύματά του. [11] Ωστόσο ο Ισαάκιος Β΄ ανατράπηκε με πραξικόπημα από τον μεγαλύτερο αδελφό του Αλέξιο Γ΄ Άγγελο. [11] Αυτός, ένας χειρότερος Αυτοκράτορας από τον ανίκανο αδελφό του, υποτάχθηκε αμέσως στις απαιτήσεις του Ερρίκου ΣΤ΄, λιώνοντας πολύτιμα κειμήλια για να αποσπάσει τον πλούτο, που χρειαζόταν για να εξοφλήσει τον Ερρίκο ΣΤ΄.
Όμως όλα αυτά πήγαν χαμένα, όταν ο Ερρίκος ΣΤ΄ απεβίωσε από πυρετό στη Μεσσήνη στις 28 Σεπτεμβρίου 1197 [11] Μετά το τέλος του πολλοί από τους ανώτερους ευγενείς εγκατέλειψαν τη Σταυροφορία, για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους στη Γερμανία. [11] Όταν ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος λίγο μετά, η Σταυροφορία βρέθηκε χωρίς ηγέτη και το 1198 οι σταυροφόροι υποχώρησαν πίσω στην Τύρο και έπλευσαν για την πατρίδα τους. [11] Το αποτέλεσμα ήταν, ότι η Σταυροφορία είχε το καταστροφικό αποτέλεσμα να μειώσει την αξιοπρέπεια και τον πλούτο τού Βυζαντίου, ενώ απέτυχε να το ενισχύσει ενάντια στους Τούρκους. Ωστόσο πρέπει να ειπωθεί, ότι οι Βυζαντινοί μετά το 1180 δεν είχαν κανένα σοβαρό σχέδιο για να ανακτήσουν τη Μ. Ασία από τους Σελτζούκους, επομένως τα εδάφη που απέσπασε ο Ερρίκος ΣΤ΄ ή ο προκάτοχός του Φρειδερίκος Α΄ μπορεί να είχαν μικρή σημασία μακροπρόθεσμα.
Δ΄ Σταυροφορία
Το 1198 ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ έθιξε το θέμα μίας νέας Σταυροφορίας μέσω απεσταλμένων (λεγάτων) και εγκυκλίωνεπιστολών. [12] Λίγοι μονάρχες ήταν πρόθυμοι να ηγηθούν της Σταυροφορίας. Ο Ριχάρδος Α΄ της Αγγλίας πολεμούσε τον πρώην σύμμαχό του, τον Φίλιππο Β΄ της Γαλλίας: και οι δύο είχαν συμμετάσχει στη Γ΄ Σταυροφορία. [12] Η Γερμανία εν τω μεταξύ καταστράφηκε από τον εμφύλιο πόλεμο, [12] καθώς ο Φίλιππος της Σουαβίας (γιος του Φρειδερίκου Α΄) και ο Όθωνας του Μπράουνσβαϊχ είχαν εκλεγεί και οι δύο ως βασιλείς της Γερμανίας από αντίπαλες φατρίες. Το διαιρεμένο βασίλειο της Γερμανίας δεν ήταν σε θέση να βοηθήσει την αντίπαλό της Αυτοκρατορία σε οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση.
Από την άλλη μεριά ο πάπας αναζήτησε ευγενείς, πρόθυμους να ηγηθούν της Σταυροφορίας, με τον ίδιο τρόπο που έγινε στην Α΄ Σταυροφορία. Ο Θεοβάλδος Γ΄ κόμης της Καμπανίας θεωρήθηκε ως ο ιδανικός υποψήφιος, για να ηγηθεί της Σταυροφορίας. [12] Η μητέρα του Μαρία της Γαλλίας ήταν κόρη του Λουδοβίκου Ζ΄ της Γαλλίας και της πρώτης συζύγου του Ελεονώρας της Ακουιτανίας, καθιστώντας τη Μαρία ετεροθαλή αδελφή του Φιλίππου Β΄ της Γαλλίας και ετεροθαλή αδελφή του Ριχάρδου Α΄ της Αγγλίας (γιου της Ελεονώρας), επιτρέποντας έτσι στον Θεοβάλδο Γ΄ να θεωρεί δύο πρώην ηγέτες των Σταυροφοριών ως θείους του. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Ερρίκος Β΄ κόμης της Καμπανίας ήταν σύζυγος της βασίλισσαςΙσαβέλλας Α΄ της Ιερουσαλήμ, δίνοντας έτσι στον Θεοβάλδο Γ΄ μία εξέχουσα θέση στην εκστρατεία.
Ο Θεοβάλδος Γ΄ πρότεινε μία νέα προσέγγιση στις Σταυροφορίες: αντί για μία επίθεση στο έδαφος της νεοσύστατης δυναστείας των Αγιουβιδών, η οποία μπορούσε να αμυνθεί καλά -μετά την πρόσφατη νίκη της επί των Σελτζούκων και περικυκλωμένη από συμμαχικές Ισλαμικές ηγεμονίες- θα μπορούσε η Σταυροφορία να στραφεί εναντίον της Αιγύπτου, που ήταν το κέντρο της Μουσουλμανικής εξουσίας στο Λεβάντε, αλλά που τώρα είχε τα περισσότερα από τα καλύτερα στρατεύματά της να εκστρατεύουν στην Ανατολή. [12] Η Αίγυπτος θα μπορούσε να δώσει στους Σταυροφόρους τεράστιους πόρους και να συντομεύσει τις γραμμές εφοδιασμού τους. Επίσης ο ντόπιος χριστιανικός πληθυσμός θα είχε περιορίσει το μείζον πρόβλημα του ανθρώπινου δυναμικού.
Όμως η Σταυροφορία πήγε άσχημα από την αρχή: ο Θεοβάλδος Γ΄ απεβίωσε το 1201 και ο στρατός που έφτασε στη Βενετία το καλοκαίρι του 1202 ήταν το ένα τρίτο τού μεγέθους, που είχε προβλεφθεί (αναμενόταν 4.500 ιππότες, 9.000 συνοδοί τους, και 20.000 ένοπλοι άνδρες). [13] Κατά συνέπεια δεν υπήρχαν αρκετά χρήματα για να πληρωθούν οι Βενετοί, ο στόλος των οποίων είχε προσληφθεί από τους σταυροφόρους για να τους μεταφέρει στην Αίγυπτο. Η Βενετική πολιτική υπό τον ηλικιωμένο και τυφλό, αλλά ακόμη φιλόδοξο δόγηΕνρίκο Ντάντολο ήταν δυνητικά σε αντίθεση με εκείνη του πάπα και των σταυροφόρων, επειδή η Βενετία ήταν στενά συνδεδεμένη εμπορικά με την Αίγυπτο. [14]. Εκείνη την εποχή οι Βενετοί απεσταλμένοι συζητούσαν εμπορικούς όρους με τους Αιγύπτιους, αλλά τελικά αποφασίστηκε ότι τέτοιες συζητήσεις θα τους επέτρεπαν να εξαπατήσουν τους Αιγύπτιους. [13]
Αφού έδωσαν ό,τι πολύτιμο είχαν επάνω τους οι Σταυροφόροι, τους έλειπαν 34.000 αργυρά μάρκα από τα 84.000 που ζητούσαν οι Βενετοί. Συνειδητοποιώντας ότι δεν θα βρίσκονταν άλλα χρήματα, ο δόγης Ντάντολο έδωσε στους Σταυροφόρους την ευκαιρία να ξεπληρώσουν το χρέος τους πολεμώντας για τη Βενετία. [13] Οι σταυροφόροι δέχτηκαν την πρότασή τους, δηλ. να βοηθήσουν τους Βενετούς αντί πληρωμής, με την κατάληψη του Χριστιανικού λιμανιού της Ζάρας στη Δαλματία. Αυτή η πρώην υποτελής πόλη της Βενετίας είχε επαναστατήσει και είχε τεθεί υπό την προστασία του βασιλείου της Ουγγαρίας το 1186 [13] .
Στη συνέχεια οι Σταυροφόροι απέπλευσαν στις 8 Νοεμβρίου 1202 με 480 πλοία, αποτελούμενα από 50 μεγάλα μεταφορικά, 100 γαλέρες μεταφοράς αλόγων, 60 πολεμικές γαλέρες και πολλά άλλα μικρότερα πλοία. [13] Η Ζάρα έπεσε στις 15 Νοεμβρίου 1202 μετά από μία σύντομη πολιορκία[13][15], αν και ορισμένες πηγές προτείνουν μία μεταγενέστερη ημερομηνία της 24ης Νοεμβρίου 1202. [16] Ο Ιννοκέντιος Γ΄, ο οποίος ενημερώθηκε για το σχέδιο αλλά το βέτο του αγνοήθηκε, δεν ήθελε να θέσει σε κίνδυνο τη Σταυροφορία: έτσι έδωσε υπό όρους άφεση στους σταυροφόρους, αφού τους αφόρισε, ωστόσο δεν έδωσε άφεση στους Βενετούς. [14]
Αλέξιος Γ΄ Άγγελος
"Ό,τι χαρτί μπορούσε να παρουσιαστεί στον Αυτοκράτορα (Αλέξιο Γ΄) για την υπογραφή του, το υπέγραφε αμέσως. Δεν είχε σημασία ότι σε αυτό το χαρτί υπήρχε μια παράλογη συσσώρευση λέξεων, ή ότι ο ικέτης απαιτούσε να πλεύσει κανείς από ξηρά ή μέχρι τη θάλασσα, ή ότι τα βουνά έπρεπε να μεταφερθούν στη μέση των θαλασσών ή, όπως λέει μια ιστορία, ότι ο Άθως πρέπει να τοποθετηθεί στον Όλυμπο" Νικήτας Χωνιάτης.
Εν τω μεταξύ στην Κωνσταντινούπολη, ο έκπτωτος Ισαάκιος Β΄ Άγγελος και ο γιος του Αλέξιος (Δ΄) Άγγελος βρίσκονταν και οι δύο στη φυλακή, μετά το πραξικόπημα του Αλέξιου Γ΄ Αγγέλου. [13][17] Ο Ισαάκιος Β΄ δεν επρόκειτο να περάσει τις υπόλοιπες μέρες του στη φυλακή: ο μικρός γιος του Αλέξιος (Δ΄) δραπέτευσε από τη φυλακή το καλοκαίρι του 1203 και κατέφυγε στην αυλή του κουνιάδου του Φιλίππου της Σουαβίας, νεότερου γιου του Φρειδερίκου Α΄. [17] Ο Φίλιππος είχε νυμφευτεί την Ειρήνη Αγγελίνα, αδελφή του Αλεξίου (Δ΄).
Ο Αλέξιος (Δ΄) έκανε έκκληση στον Φίλιππο να βοηθήσει αυτόν και τον πατέρα του να ξαναβρεί τον θρόνο του στην Κωνσταντινούπολη. Ευτυχώς για τον Αλέξιο (Δ΄), ο Φίλιππος είχε καλές σχέσεις με τον νέο ηγέτη της Δ΄ Σταυροφορίας, Βονιφάτιο Α΄ του Μομφερράτου (ο Θεοβάλδος Γ΄ κόμης της Καμπανίας είχε αποβιώσει το 1201). Ως εκ τούτου, όταν ο Αλέξιος (Δ΄) πρόσφερε 500 Ιππότες, 10.000 στρατιώτες μαζί με τρόφιμα και χρήματα για να βοηθηθούν οι Σταυροφόροι στην πορεία τους προς την Αίγυπτο, ο δόγης Ντάντολo και οι άλλοι ηγέτες της Δ΄ Σταυροφορίας δέχτηκαν με χαρά αυτή τη νέα ευκαιρία. [17] Τόσο τα χρήματα, όσο και τα στρατεύματα χρειάζονταν απεγνωσμένα στους Σταυροφόρους, καθώς δεν είχαν τίποτε στις ποσότητες που απαιτούντο, ειδικά για να εξοφλήσουν το Βενετικό χρέος των 34.000 αργυρών μάρκων. Ως πρόσθετο πλεονέκτημα, ο Αλέξιος Δ΄ υποσχέθηκε να υποβάλει την Ανατολική Εκκλησία στην Εκκλησία της Ρώμης. [17]
"Κανείς από εσάς δεν πρέπει να τολμήσει να υποθέσει ότι είναι επιτρεπτό να καταλάβετε ή να λεηλατήσετε τη γη των Ελλήνων, παρόλο που οι τελευταίοι μπορεί να είναι ανυπάκουοι στην Αποστολική Έδρα ή με το σκεπτικό ότι ο Αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης [Αλέξιος Γ΄] έχει καθαιρέσει και τυφλώσει ακόμη και τον αδελφό του και σφετερίστηκε τον αυτοκρατορικό θρόνο. Γιατί, αν και αυτός ο ίδιος αυτοκράτορας και οι άνδρες που του ανέθεσαν στην εξουσία μπορεί να αμάρτησαν, τόσο σε αυτά όσο και σε άλλα θέματα, δεν εναπόκειται σε εσάς να κρίνετε τα λάθη τους, ούτε αναλάβατε τον σταυρό για να τιμωρήσετε αυτό το λάθος· αλλά δεσμεύσατε συγκεκριμένα τον εαυτό σας στο καθήκον να εκδικηθείτε την προσβολή του σταυρού". Ο Ιννοκέντιος Γ' προς τον Βονιφάτιο Α' του Μομφερράτου, τον Βαλδουίνο Θ' κόμη της Φλάνδρας και τον Λουδοβίκο Α' κόμη του Μπλουά (Φερεντίνο, καλοκαίρι 1203, π. 20 Ιουνίου).[20]
Ο Ιννοκέντιος Γ΄ επέπληξε τους αρχηγούς των σταυροφόρων και τους διέταξε να προχωρήσουν αμέσως στους Αγίους Τόπους. [18]
Ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ Άγγελος εκείνη την εποχή δεν έκανε καμία προετοιμασία για την άμυνα της πόλης: υπήρχαν λίγα στρατεύματα και πολύ λίγα στρατιωτικά σκάφη. Οι στρατιωτικές δαπάνες θεωρούντο σπατάλη από τους διεφθαρμένους Αυτοκράτορες της εποχής και τα χρήματα χρησιμοποιούνταν για προσωπικά συμφέροντα ή για ευνοούμενους. Έτσι όταν ο Βενετικός στόλος εισήλθε στα νερά της Κωνσταντινούπολης στις 24 Ιουνίου 1203, συνάντησε μικρή αντίσταση. [17] Στις 5 Ιουλίου 1203 ο στρατός των Σταυροφόρων διέσχισε τον Βόσπορο και εισήλθε στον ανεπαρκώς προστατευμένο εμπορικό τομέα της πρωτεύουσας, τον Γαλατά. [17] Ένας μόνο πύργος ήταν η μόνη πρόκληση που βρέθηκε. Ήταν με λίγους φρουρούς και με ανεπαρκή εφοδιασμό, έτσι ο πύργος δεν αντιστάθηκε για περισσότερο από 24 ώρες. [17] Μετά από αυτό οι Σταυροφόροι εξαπέλυσαν μία ανεπιτυχή επίθεση στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, όπου αποκρούστηκαν από τη φρουρά των Βαράγγων. [17][19] Ωστόσο οι αποφασιστικές ενέργειες του Βενετού δόγη επέτρεψαν σε αυτόν και στους συμπατριώτες του να αποβιβαστούν στην παραλία και σε λίγο τα τείχη περιήλθαν στα χέρια των Σταυροφόρων. [19] Ο Αλέξιος Γ΄ τράπηκε σε φυγή. Ο Ισαάκιος Β΄ και αργότερα ο γιος του Αλέξιος Δ΄ στέφθηκαν συναυτοκράτορες την 1η Αυγούστου 1203.
"Ο δούκας της Βενετίας, γέρος και τυφλός, στάθηκε στην πλώρη της γαλέρας του με το λάβαρο του Αγίου Μάρκου και διέταξε τους άνδρες του να οδηγήσουν το πλοίο στη στεριά. Και έτσι έκαναν, και πήδηξε κάτω και φύτεψε το λάβαρο μπροστά του στο έδαφος. Και όταν οι άλλοι είδαν το λάβαρο του Αγίου Μάρκου και τη γαλέρα των δόγηδων, ντροπιάστηκαν και τον ακολούθησαν στην ξηρά." Βιλλεαρδουίνος.
Αλέξιος Δ΄ Άγγελος
Ο Αλέξιος Δ΄ άρχισε σύντομα να συνειδητοποιεί, ότι η γενναιόδωρη προσφορά που είχε υποσχεθεί στους Σταυροφόρους, δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί. [20] Είχε καταφέρει να πληρώσει περίπου το μισό του υποσχεθέντος ποσού των 200.000 αργυρών μάρκων. Ενώ αυτό είχε εξοφλήσει τα αρχικά 34.000 μάρκα που όφειλαν οι Σταυροφόροι, οι Βενετοί είχαν ζητήσει από τότε περισσότερα χρήματα από τη Σταυροφορία, αφού ο στόλος τους είχε μισθωθεί για πολύ περισσότερο από το αναμενόμενο, λόγω της εκτροπής. [20] Η υπόσχεση του Αλέξιου Δ΄ ότι θα κάλυπτε το ενοίκιο του στόλου των Βενετών για τους σταυροφόρους, είχε επιδεινώσει τα πράγματα. [20]
Εν τω μεταξύ τα χρήματα (συμπεριλαμβανομένων των 100.000 αργυρών μάρκων που όφειλε ο Αυτοκράτορας) επρόκειτο να συγκεντρωθούν με βαρείς και αντιλαϊκούς φόρους. [20] Δεν άργησε να κουραστεί ο λαός της Κωνσταντινούπολης από την παρουσία των Σταυροφόρων: οι απαιτήσεις τους οδηγούσαν στους υπέρογκους φόρους, που ξοδεύονταν για τη συντήρησή τους. Επιπλέον άρχισαν να καταστρέφουν την πόλη, λεηλατώντας για να «αποζημιωθούμε μόνοι μας» όπως έλεγαν, σύμφωνα με τον χρονικογράφο Ρομπέρ ντε Κλαρί. [21]
Στις 19 Αυγούστου 1203, σε μία πράξη κοντόφθαλμου ζήλου, κάποιοι Σταυροφόροι πήγαν στην πόλη και έβαλαν φωτιά στο τζαμί, που βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλης. [22] Η φωτιά εξαπλώθηκε καταστρέφοντας όχι μόνο το τζαμί, αλλά αμέτρητα σπίτια και εκκλησίες. Η πυρκαγιά ήταν η χειρότερη που έπληξε την Κωνσταντινούπολη από τις ταραχές του Νίκα το 532, επί Ιουστινιανού Α΄. [19] Λίγες ημέρες αργότερα, οι Σταυροφόροι ζήτησαν για άλλη μία φορά την πληρωμή τους. [19] Όταν ο Αλέξιος Δ΄ τους είπε για την κατάσταση, ο πόλεμος έγινε αναπόφευκτος.
Αλέξιος Ε΄ Δούκας
Τόσο οι Σταυροφόροι, όσο και οι πολίτες της Κωνσταντινούπολης συμφώνησαν, ότι ο Αλέξιος Δ΄ έπρεπε να φύγει. [23] Στις 25 Ιανουαρίου 1204 ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας ανέτρεψε τον Αλέξιο Δ΄ Άγγελο: ο τυφλός πατέρας του σκοτώθηκε λίγο μετά τον στραγγαλισμό του Αλέξιου Δ΄ με χορδή τόξου. [23] Ο Δούκας είχε χαλαρή συγγένεια με την Αυτοκρατορική οικογένεια, έχοντας ως ερωμένη του την Ευδοκία Αγγελίνα, κόρη του Αλεξίου Γ΄ και της Ευφροσύνης Καματηράς. Πήρε τον θρόνο για τον εαυτό του ως Αλέξιος Ε΄. Οι σταυροφόροι και οι Βενετοί, εξοργισμένοι από τη δολοφονία του υποτιθέμενου προστάτη τους, ετοιμάστηκαν να επιτεθούν στην Κωνσταντινούπολη. Αποφάσισαν ότι 12 εκλέκτορες (6 Βενετοί και 6 σταυροφόροι) έπρεπε να επιλέξουν έναν Λατίνο αυτοκράτορα.
Τελική επίθεση
Ο Αλέξιος Ε΄ Δούκας έδωσε τότε στην Αυτοκρατορία την ηγεσία που της έλειπε για πάνω από 30 χρόνια. [23] Διέταξε να ενισχυθούν και να επανδρωθούν πλήρως τα τείχη. Το ύψος των τειχών αυξήθηκε, έτσι ώστε τα Βενετικά πλοία να μην μπορούν να μιμηθούν την προηγούμενη επιτυχία τους. [11]
Αρκετές αρχικές επιθέσεις απέτυχαν, έως ότου ο δόγης δέσμευσε τα πλοία σε ζευγάρια, διπλασιάζοντας έτσι την ορμή τους καθώς έπλεαν ενάντια στις οχυρώσεις. [11] Καθώς οι Βενετοί κατέλαβαν δύο πύργους, οι Φράγκοι Σταυροφόροι πήραν μία πύλη και την άνοιξαν στους συντρόφους τους. [11] Ο Αλέξιος Ε΄ προσπάθησε να κάνει αντεπίθεση, αλλά όταν αυτή απέτυχε, κατέφυγε στη Θράκη με την ερωμένη του Ευδοκία Αγγελίνα και τη μητέρα της Ευφροσύνη Καματηρά. Εκεί παντρεύτηκαν ο Αλέξιος Ε΄ και η Ευδοκία, παγιώνοντας τη σχέση του με τους Αγγέλους. Αργότερα συνελήφθη από τους Σταυροφόρους το 1205 και πετάχτηκε από την κορυφή κίονα, ώστε απεβίωσε.
Εν τω μεταξύ, η πόλη λεηλατούνταν για τρεις ημέρες. [11] Οι Φράγκοι κατέστρεψαν την πόλη, καταστρέφοντας περισσότερα από όσα χρειαζόταν. Οι Βενετοί άρχισαν να λεηλατούν και να παίρνουν όσους θησαυρούς βρήκαν: ένας από αυτούς ήταν τα περίφημα Άλογα του Αγίου Μάρκου. [11] Ο Ενρίκο Ντάντολo τα έστειλε στη Βενετία ως μέρος των κλοπιμαίων του. Θα τοποθετούνταν στη βεράντα της πρόσοψης της βασιλικής του Αγίου Μάρκου το 1254. Θα παρέμειναν εκεί μέχρι την λεηλασία της Βενετίας από τον στρατηγό Ναπολέοντα Βοναπάρτη της Γαλλικής Α΄ Δημοκρατίας το 1797. Ο Βοναπάρτης τα έστειλε στο Παρίσι, όπου παρέμειναν μέχρι την Παλινόρθωση των Βουρβόνων το 1815. Στη συνέχεια επέστρεψαν στη Βενετία, όπου παραμένουν ακόμη.
Μία σύγχρονη αφήγηση περιγράφει την απρόβλεπτη καταστροφή, που εξαπλώθηκε από τους Σταυροφόρους στην πεσμένη πόλη:
"Έσπασαν τις άγιες εικόνες και πέταξαν τα ιερά λείψανα των Μαρτύρων σε μέρη, που ντρέπομαι να αναφέρω, σκορπίζοντας παντού το σώμα και το αίμα του Σωτήρος... Όσο για τη βεβήλωσή τους για τη Μεγάλη Εκκλησία, κατέστρεψαν τον υψηλό βωμό και μοίρασαν τα κομμάτια μεταξύ τους...Και έφεραν άλογα και μουλάρια στην Εκκλησία, ώστε να κουβαλάνε εύκολα τα ιερά σκεύη, και τον άμβωνα, και τις πόρτες και τα έπιπλα, ό,τι μπορούσε να βρεθεί. Και όταν μερικά από αυτά τα θηρία γλίστρησαν και έπεσαν, τρυπήθηκαν με τα ξίφη τους, λερώνοντας την Εκκλησία με το αίμα και τη βρωμιά τους. Μια κοινή πόρνη ενθρονίστηκε στην καρέκλα του Πατριάρχη, για να εκτοξεύσει προσβολές στον Ιησού Χριστό και τραγούδησε άσεμνα τραγούδια και χόρευε άσεμνα στον ιερό τόπο... ούτε έλεος επιδείχθηκε σε ενάρετες κυρίες, αθώα κορίτσια ή ακόμα και παρθένες αφιερωμένες στον Θεό..." Νικήτα Χωνιάτη.
Όταν ο Ιννοκέντιος Γ΄ άκουσε για τη συμπεριφορά των σταυροφόρων του, τους κατηγόρησε με βέβαιους όρους. Όμως η κατάσταση ήταν πέρα από τον έλεγχό του, ειδικά αφού ο απεσταλμένος του, με δική του πρωτοβουλία, είχε απαλλάξει τους σταυροφόρους από τον όρκο τους να προχωρήσουν στους Αγίους Τόπους.
Όταν αποκαταστάθηκε η τάξη, οι σταυροφόροι και οι Βενετοί προχώρησαν στην εφαρμογή της συμφωνίας τους. Αυτοκράτορας εξελέγη ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας και πατριάρχης ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνι. Τα εδάφη που μοιράστηκαν μεταξύ των ηγετών, δεν περιλάμβαναν όλες τις πρώην Βυζαντινές κτήσεις: η Βυζαντινή κυριαρχία μεταφέρθηκε στη Νίκαια, με αυτόνομες περιοχές Βυζαντινής εξουσίας να έχουν δημιουργηθεί στην Τραπεζούντα και την Ήπειρο. [14]