Έχει ατομική μάζα 183,85 amu. Ανήκει στην ομάδα της 3ης κύριας σειράς των στοιχείων μετάπτωσης. Στις κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος είναι σκληρό και σπάνιο (στερεό) μέταλλο. Στη Γη βρίσκεται σχεδόν αποκλειστικά στη μορφή χημικών ενώσεων. Ταυτοποιήθηκε ως νέο (για τότε) χημικό στοιχείο το 1781 και πρωτοαπομονώθηκε ως (ελεύθερο) μέταλλο το 1783. Τα σημαντικά ορυκτά του συμπεριλαμβάνουν το βολφραμίτη και το σεελίτη. Στη στοιχειακή του μορφή είναι αξιοσημείωτο για την αντοχή του, αλλά ιδιαίτερα για το γεγονός ότι έχει την υψηλότερη θερμοκρασία τήξης (3410±20°C) από όλα τα χημικά στοιχεία. Έχει πολύ υψηλή πυκνότητα (19.300 kg/m³), που είναι συγκρίσιμη με τις αντίστοιχες του ουρανίου και του χρυσού, και πολύ υψηλότερη (κατά περίπου 1,7 φορές) από την πυκνότητα του μολύβδου.[1] Το πολυκρυσταλλικό βολφράμιο είναι εγγενώς εύθραυστο[2][3] και δυσκολόχρηστο σκληρό υλικό. Ωστόσο, το καθαρό μονοκρυσταλλικό βολφράμιο είναι πιο ελατό, και μπορεί να κοπεί με πριόνι σκληρού χάλυβα.
Το βολφράμιο σχηματίζει κράματα που έχουν πολλές εφαρμογές, που περιλαμβάνουν νήματα λαμπτήρων πυρακτώσεως, σωλήνες ακτίνων Χ, ηλεκτρόδια για συγκόλληση TIG, υπερκράματα και αντιραδιενεργή θωράκιση. Η υψηλή του σκληρότητα και πυκνότητα έκαναν το βολφράμιο χρήσιμο και για στρατιωτικές εφαρμογές, όπως τα διατρητικά βλήματα. Ακόμη, ενώσεις του βολφραμίου χρησιμοποιούνται συχνά ως βιομηχανικοί καταλύτες.
Το βολφράμιο είναι το μόνο μέταλλο της 3ης σειράς των στοιχείων μετάπτωσης που έχει βρεθεί σε βιομόρια, που χρησιμοποιούνται σε λίγα είδη βακτηρίων και αρχαίων. Συγκεκριμένα, είναι το βαρύτερο χημικό στοιχείο που είναι γνωστό ότι αποτελεί ιχνοστοιχείο για κάποιους ζωντανούς οργανισμούς.[4] Το βολφράμιο εμπλέκεται στο μεταβολισμόμολυβδαινίου και χαλκού και είναι κάπως τοξικό για τα ζώα.
Αναφορές και σημειώσεις
↑Daintith, John (2005). Facts on File Dictionary of Chemistry (4th έκδοση). New York: Checkmark Books. ISBN0-8160-5649-8.
↑Gludovatz, B; Wurster, S; Weingärtner, T; Hoffmann, A; Pippan, R (2011). «Influence of impurities on the fracture behavior of tungsten». Philosophical Magazine91 (22): 3006–3020. doi:10.1080/14786435.2011.558861.