Το Υπερικόν το διάτρητον(Hypericum perforatum) ή κοινώς το βάλσαμο, είναι ανθοφόρο φυτό του γένους Υπερικόν(Hypericum), της οικογένειας Υπερικίδες (Hypericaceae).
Στην Αρχαία Ελλάδα, ήταν γνωστό ως «υπερικόν», ενώ στη νεότερη Ελλάδα, είναι επίσης γνωστό και ως βαλσαμόχορτο ή σπαθόχορτο, ενώ, στην ξένη (Αγγλική) βιβλιογραφία, αναφέρεται ως Perforate St John's-wort,[1]Common Saint John's wort και St. John's wort.[Σημ. 1] Στο εξωτερικό, η κοινή ονομασία St John's wort, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναφερθεί σε οποιοδήποτε είδος του γένους Hypericum. Συνεπώς, το Υπερικόν το διάτρητον (Hypericum perforatum) προκειμένου να διαφοροποιηθεί, ορισμένες φορές ονομάζεται Common St John's wort ή Perforate St John's wort. Είναι φαρμακευτικό βότανο με αντικαταθλιπτική δράση και ισχυρές αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, ως ένας αραχιδονικός αναστολέας της 5-λιποξυγενάσης (5-LO) και αναστολέας της 1-κυκλοξυγενάσης (COX-1), αλλα και επαγωγέας κυττοχρώματος, και αρα παρατηρούνται αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα.[2][3][4]
Ετυμολογία
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
(Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 07/02/2023)
Η ονομασία του γένους «Υπερικόν» (Hypericum), προέρχεται από τις Ελληνικές λέξειςυπέρ (άνωθεν) και εικών (εικόνα), αναφορικά με την παράδοση η οποία υπάρχει, κατά τη διάρκεια της ημέρας του Αγίου Ιωάννη, στο να κρέμονται φυτά επάνω από τις θρησκευτικές εικόνες του σπιτιού, προκειμένου να αποκρουσθεί το κακό. Όμως ο συσχετισμός της λέξης υπερικόν με τον Άγιο Ιωάννη είναι προβληματικός αφού η λέξη χρησιμοποιείτο και πριν από την έλευση του χριστιανισμού, ενώ ακόμα και η ορθογραφία διαφέρει. Η Λατινική ονομασία του φυτού «διάτρητον» (perforatum), οφείλεται στο ότι τα φύλλα του έχουν στίγματα, τα οποία είναι εμφανή όταν κρατηθούν μπροστά στο φως, δίνοντάς τους έτσι την «διάτρητη» εμφάνιση. Ονομάζεται σπαθόχορτο, γιατί στην αρχαιότητα το χρησιμοποιούσαν ως επουλωτικό, στις πληγές που γινόντουσαν από τα σπαθιά. Η κοινή του Αγγλική ονομασία St John's wort, προέρχεται από την παραδοσιακή του ανθοφορία και συγκομιδή, που συμβαίνει στις 24 Ιουνίου, κατά την εορτή του Αγίου Ιωάννου.[Σημ. 2]
Βοτανική περιγραφή
Το Υπερικόν το διάτρητον (Hypericum perforatum), είναι εγγενές σε τμήματα της Ευρώπης και της Ασίας[5] αλλά έχει εξαπλωθεί και σε ολόκληρο τον κόσμο, ως ένα κοσμοπολίτικο αγριόχορτο εισβολέας, συμπεριλαμβάνοντας τις εύκρατες περιοχές της Ινδίας, Κίνας, Αφρικής και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το βάλσαμο είναι ποώδες πολυετές φυτό (perennial)[Σημ. 3] με εκτεταμένα υφέρποντα ριζώματα (rhizomes).[Σημ. 4] Τα στελέχη του είναι όρθια, διακλαδισμένα στο άνω τμήμα και μπορεί να αυξηθεί σε 1 μ. ύψος. Έχει αντικριστά, άμισχα, [Σημ. 5] στενά, επιμήκη φύλλα, τα οποία έχουν μήκος 1-2 εκ..[6]:176 Τα φύλλα είναι κίτρινο-πράσινου χρώματος, με διάσπαρτα ημιδιαφανή στίγματα του αδενικού ιστού[7] Τα στίγματα είναι εμφανή όταν κρατηθούν μπροστά στο φως, δίνοντας στα φύλλα την «διάτρητη» εμφάνιση στην οποία αναφέρεται η Λατινική ονομασία του φυτού. Τα άνθη φτάνουν σε μήκος τα 2,5 εκατοστά, έχουν πέντε πέταλα (petals)[Σημ. 6] και έχουν φωτεινό κίτρινο χρώμα με εμφανή μαύρα στίγματα.[8]:339 Επίσης, εμφανίζονται σε πλατιά συμπλέγματα ανθέων (cymes)[Σημ. 7] στα άκρα των άνω κλάδων, από τα τέλη της άνοιξης και στις αρχές έως τα μέσα του καλοκαιριού. Τα σέπαλα[Σημ. 8] είναι μυτερά με μαύρα αδενικά στίγματα. Υπάρχουν πολλοί στήμονες,[Σημ. 9] οι οποίοι ενώνονται στη βάση σε τρεις δεσμίδες. Οι κόκκοι γύρης είναι ελλειψοειδείς.[9][Σημ. 10] Όταν συνθλίβονται οι ανθοφόροι οφθαλμοί των ανθέων (όχι αυτά καθεαυτά τα άνθη) ή οι λοβοί των σπόρων, παράγεται ένα ερυθρωπό / πορφυρό υγρό. Περιέχει υπερικίνη και ψευδοϋπερικίνη, φλαβονοειδή (16% στα φύλλα), ξανθόνες, φαινολικά οξέα και αιθέρια έλαια (0,13% σε ολόκληρο το φυτό).
Οικολογία
Το βάλσαμο πολλαπλασιάζεται τόσο αγενώς (βλαστικά) όσο και εγγενώς (μέσω σπερμάτων). Ευδοκιμεί στις περιοχές, όπου το μοτίβο της βροχόπτωσης, είναι κυρίαρχο είτε τον χειμώνα είτε το καλοκαίρι. Ωστόσο, η διανομή περιορίζεται από θερμοκρασίες πολύ χαμηλές για την βλάστηση των σπόρων ή την επιβίωση των δενδρυλλίων. Υψόμετρα άνω των 1500 μ., βροχοπτώσεις λιγότερες από 500 χιλ. και μια μέση ημερησία θερμοκρασία Ιανουαρίου (στο Νότιο ημισφαίριο) άνω των 24°C, θεωρούνται περιοριστικά κατώτατα όρια. Ανάλογα με τις περιβαλλοντικές και τις κλιματικές συνθήκες και της ηλικίας του ρόδακα (rosette),[Σημ. 11] το βαλσαμόχορτο θα αλλάξει τη μορφή της ανάπτυξης και τη συνήθεια να προωθήσει την επιβίωση. Οι θερινές βροχές, είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές στο να επιτρέψουν στο φυτό, να αναπτυχθεί βλαστικά, μετά την αποφύλλωση από τα έντομα ή τη βόσκηση. Τα σπέρματα μπορεί να παραμείνουν για δεκαετίες στην τράπεζα σπερμάτων στο έδαφος,[Σημ. 12] τα οποία εκβλασταίνουν έπειτα από διαταραχή (π.χ φωτιά).[10]
Είδη - εισβολείς
Το Υπερικόν το διάτρητον (Hypericum perforatum) καλλιεργείται εμπορικά σε ορισμένες περιοχές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αν και περιλαμβάνεται ως επιβλαβές ζιζάνιο σε περισσότερες από είκοσι χώρες και έχουν εισαχθεί πληθυσμοί στη Νότια και τη Βόρεια Αμερική, την Ινδία, Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία και τη Νότια Αφρική.[10] Στα λιβάδια, το βαλσαμόχορτο δρα τόσο ως τοξικό όσο και ως ζιζάνιο εισβολέας. Αντικαθιστά τις αυτόχθονες φυτικές κοινότητες και την κτηνοτροφική βλάστηση, σε τέτοιο βαθμό, κάνοντας τις παραγωγικές γαίες μη βιώσιμες[11] ή να γίνει ένα είδος εισβολέα στους φυσικούς οικοτόπους και τα οικοσύστηματα. Η κατάποσή του από τα ζώα, μπορεί να προκαλέσει φωτοευαισθησία, καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ), αυθόρμητη αποβολή και μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο.[12] Τα αποτελεσματικά ζιζανιοκτόνα, για τον έλεγχο του Υπερικού (Hypericum) περιλαμβάνουν 2,4-D, picloram και glyphosate. Στη δυτική Βόρεια Αμερική, τρία κολεόπτερα το Chrysolina quadrigemina, Chrysolina hyperici και το Agrilus hyperici, έχουν εισαχθεί ως παράγοντες βιοελέγχου.[13]
Σπορόφυτα.
Άνθος.
Καρπός.
Πλήρες φυτό.
Φαρμακευτικές ιδιότητες
Το υπερικό ή βαλσαμόχορτο απασχόλησε τη θεραπευτική από την αρχαιότητα: ο Γαληνός[14] και ο Διοσκουρίδης[15] το αναφέρουν ως διουρητικό, επουλωτικό, εμμηναγωγό και αιμοστατικό.[16] Στην αρχαιότητα επίσης, το χρησιμοποιούσαν ως επουλωτικό στις πληγές που γινόντουσαν από τα σπαθιά, εξ ου κι η ονομασία του σπαθόχορτο.
Στις ΗΠΑ, μετά από ένα πρόγραμμα του ABC News τον Ιούνιο του 1997, το υπερικό έγινε το πιο δημοφιλές φυτό, το εναλλακτικό «πρόζακ» (Ladose), για την ήπια και μέτρια κατάθλιψη. Χρησιμοποιείται επίσης ως αντισπασμωδικό και βελτιωτικό της ποιότητας του ύπνου σε αϋπνίες. Ήδη, το 1994 στη Γερμανία, συνταγογραφήθηκαν συνταγές για 20 εκατομμύρια ασθενείς. Μόνο στη Μοντάνα των ΗΠΑ καλλιεργούνται σήμερα 500.000 στρέμματα του φυτού.
Φαρμακευτικές χρήσεις
Σύμφωνα με τη Ευρωπαϊκή Φαρμακοποιία, ως δρόγη νοούνται τα ανθισμένα υπέργεια τμήματα του φυτού, τα οποία περιέχουν ποσοστό μεγαλύτερο του 0,08% σε ολικές υπερικίνες. Τα κατοχυρωμένα από την παραδοσιακή χρήση παρασκευάσματα του βαλσαμόχορτου είναι τα ξηρά εκχυλίσματα (εκχύλιση με οινόπνευμα 38%), τα λεγόμενα βαλσαμέλαια (εκχύλιση με διάφορα φυτικά έλαια όπως ηλιέλαιο
Ω , ελαιόλαδο, καλαμποκέλαιο), τα βάμματα (υγρά εκχυλίσματα με αλκοόλη 45-50%) και το αποξηραμένο φυτό για την παρασκευή ροφήματος.[17]
Για συστηματική (εσωτερική) χρήση, λαμβάνεται:
Ως έγχυμα: συνήθως ένα κουταλάκι του γλυκού ξερά τριμμένα φύλλα και άνθη σε μία κούπα καυτό νερό, που αφήνεται για 10 με 15 λεπτά για να περάσουν όλα τα συστατικά του φυτού στο νερό, από μία μέχρι τρεις φορές την ημέρα, κατόπιν συμβουλής γιατρού, φαρμακοποιού ή ειδικού.
Σε κάψουλες ή χάπια που περιέχουν ξηρό εκχύλισμα, κατόπιν συμβουλής γιατρού ή φαρμακοποιού
Σε αλκοολούχο βάμμα, κατόπιν συμβουλής γιατρού ή φαρμακοποιού.
Για τοπική χρήση χρησιμοποιείται κυρίως το βαλσαμέλαιο, το οποίο παρασκευάζεται με εκχύλιση του φρέσκου φυτού σε ελαιόλαδο ή κάποιο άλλο φυτικό λάδι για πολλές ημέρες (40 έως 50).
Η σύσταση των ξηρών εκχυλισμάτων και του βάμματος, διαφέρει σημαντικά από τη σύσταση του βαλσαμελαίου οπότε και οι ενδείξεις καθώς και ο τρόπος χρήσης είναι διαφορετικός.
Επουλωτικό πληγών και εγκαυμάτων
Το βαλσαμέλαιο είναι ένα ήπιο επουλωτικό, λόγω της αντιμικροβιακής του ιδιότητας και χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση μικρής έκτασης δερματικών φλεγμονών όπως τα ηλιακά εγκαύματα πρώτου βαθμού και μικρών πληγών.[18]
Κατά της πνευματικής κόπωσης
Στην παραδοσιακή ιατρική, και ελλείψει του όρου "κατάθλιψη", το βαλσαμόχορτο χρησιμοποιούνταν συστηματικά για την αντιμετώπιση της γενικότερης πνευματικής εξάντλησης και καταπόνησης. Πλήθος μελετών έχουν υποστηρίξει την αποτελεσματικότητα του σπαθόχορτου, ως τη θεραπεία για την κατάθλιψη, ωστόσο τα αποτελέσματα παραμένουν εμπειρικά καθώς ο μηχανισμός δράσης δεν έχει αποσαφηνιστεί.[4][19] Μια ανασκόπηση του 2015 κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα έναντι του εικονικού φαρμάκου, στη θεραπεία της κατάθλιψης και είναι τόσο αποτελεσματικό, όσο φαρμακευτικές αγωγές ενώ έχει λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες. Τα συγκεγχυμένα αποτελέσματα των διαφόρων μελετών και οι διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών που εκτελέσαν τις μελέτες όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, καθιστούν δύσκολο τον χαρακτηρισμό του βαλσαμόχορτου ως αντικαταθλιπτικό παράγοντα.[20][21] Ο μηχανισμός δράσης είναι ακόμα υπό διερεύνηση, παρ'όλα αυτά έχει προταθεί ότι οφείλεται στην αναστολή της επαναπρόσληψης ορισμένων νευροδιαβιβαστών.[9] Σύμφωνα με το National Center for Complementary and Integrative Health (NCCIH) των National Institutes of Health, το βαλσαμόχορτο «μπορεί να βοηθήσει κάποιους τύπους κατάθλιψης, αν και τα στοιχεία δεν είναι οριστικά». Το NCCIH σημειώνει, ότι ο συνδυασμός του σπαθόχορτου, με ορισμένα συνταγογραφόμενα αντικαταθλιπτικά, μπορεί να οδηγήσει σε «δυνητικά απειλητική για τη ζωή, αύξηση της σεροτονίνης», μια εγκεφαλική χημική ουσία, η οποία στοχεύεται από τα αντικαταθλιπτικά.[22] Σε ορισμένες περιπτώσεις στη Γερμανία, συνταγογραφείται για την ήπια έως τη μέτρια κατάθλιψη, ειδικά στα παιδιά και τους εφήβους.[23][24] Η ισχυρή παρατηρούμενη αντικαταθλιπτική δράση του φυτού οφείλεται σε ένα πλήθος συστατικών (υπερικίνη, υπεφορίνη φλαβονοειδή) και όχι σε μεμονωμένες ουσίες.[25]
Η υπερικίνη, ψευδοϋπερικίνη και η υπερφορίνη, μπορούν να ποσοτικοποιηθούν στο πλάσμα. Αυτά τα τρία δραστικά συστατικά στους ανθρώπους, έχουν ημιπερίοδο αποβολής του πλάσματος, εντός ενός εύρους από 15-60 ώρες. Κανένα από τα τρία, δεν έχει ανιχνευθεί στα ούρα.[26]
Παρενέργειες
Το βαλσαμόχορτο είναι γενικά καλά ανεκτό, με λίγες παρενέργειες όταν τηρούνται οι προτεινόμενες δοσολογίες.[27] Συχνά οι αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες, περιλαμβάνουν τα γαστροεντερικά συμπτώματα (ναυτία, κοιλιακό άλγος, απώλεια όρεξης και διάρροια), ζάλη, σύγχυση, κόπωση, καταστολή, ξηροστομία, ανησυχία και πονοκέφαλο.[28][29][30] Τα όργανα που πλήτονται από τις ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνονται στο κεντρικό νευρικό σύστημα (ΚΝΣ).[31] Επίσης, το σπαθόχορτο ελαττώνει τα επίπεδα των οιστρογόνων, όπως της οιστραδιόλης, επιταχύνοντας τον μεταβολισμό της και δεν θα έπρεπε να λαμβάνεται από γυναίκες οι οποίες χρησιμοποιούν αντισυλληπτικά χάπια, δεδομένου ότι ρυθμίζει προς τα πάνω το κυτόχρωμα CYP3A4 του συστήματος Ρ450 στο ήπαρ.[32] Το βαλσαμόχορτο όταν χορηγείται μόνο του σπανίως μπορεί να προκαλέσει φωτοευαισθησία φωτοδερματίτιδα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ευαισθησία στο φως και στα ηλιακά εγκαύματα.[27] Η φωτοτοξικότητα του σπαθόχορτου είναι κατά πολύ μικρότερη της καθαρής υπερικίνης. Το βαλσαμόχορτο, συνδέεται με επιβαρυντική ψύχωση σε άτομα που έχουν σχιζοφρένεια.[33] Σε περίπτωση που λαμβάνονται άλλα φάρμακα, πρέπει να ενημερώνεται ο γιατρός ή ο φαρμακοποιός.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα
Το βαλσαμόχορτο αλληλεπιδρά με διάφορα φάρμακα είτε ελαττώνοντας την αποτελεσματικότητα τους ειτε προκαλώντας ανεπιθύμητες ενέργειες. Ο μηχανισμός πιστεύεται ότι περιλαμβάνει την επαγωγή του κυτοχρώματος P450 των ενζύμων CYP3A4 και CYP1A2 (μόνο γυναίκες), που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του μεταβολισμού ορισμένων φαρμάκων, οδηγώντας σε μειωμένη συγκέντρωση τους στο πλάσμα.[34] Επιπλέον, τα συστατικά του σπαθόχορτου επάγουν την P-γλυκοπρωτεΐνη. Αυξημένη έκφρασης της Ρ-γλυκοπρωτεΐνης οδηγεί σε σε μειωμένη απορρόφηση και αυξημένο ρυθμό απέκκρισης ορισμένων φαρμάκων, που οδηγεί σε χαμηλότερη συγκέντρωση στο πλάσμα και μείωση της κλινικής αποτελεσματικότητας.[35] Έχει βρεθεί ότι η χρήση του σπαθόχορτου, μειώνει την αποτελεσματικότητα των αντισυλληπτικών χαπιών,[36] των φαρμάκων για την αντιμετώπιση του ιού HIV, των αντιπηκτικών φαρμάκων όπως είναι η βαρφαρίνη, των φαρμάκων για τη μείωση της χοληστερόλης και των αγωγών που χρησιμοποιούνται μετά τη μεταμόσχευση.[37]
Αλληλεπιδρά με αντικαταθλιπτικά φάρμακα της κατηγορίας των Αναστολέων Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης και Νορεπινεφρίνης (σιταλοπράμη, φλουοξετίνη, παροξετίνη, σερτραλίνη, εσκιταλοπράμη, φλουβοξαμίνη) οδηγώντας σε αύξηση των επιπέδων σεροτονίνης, προκαλώντας το σύνδρομο σεροτονίνης που είναι μια δυνητικά απειλητική για τη ζωή ανεπιθύμητη ενέργεια.[38][39] Η κατανάλωση του βαλσαμόχορτου αποθαρρύνεται για τα άτομα με διπολική διαταραχή. Υπάρχει έντονος προβληματισμός ότι οι άνθρωποι με διπολική κατάθλιψη, λαμβάνοντας βαλσαμόχορτο, μπορεί να διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για επεισόδια μανίας.[40]
Παραδείγματα φαρμάκων, των οποίων η αποτελεσματικότητα μπορεί να μειωθεί με το βαλσαμόχορτο.
Το σπαθόχορτο, παρομοίως με άλλα βότανα, περιέχει μια ολόκληρη σειρά από διαφορετικά χημικά συστατικά, στα οποία μπορεί να οφείλονται οι ποικίλλες φαρμακολογικές του δράσεις.[41] Η υπερφορίνη και αδυπερφορίνη, είναι αγωνιστές των υποδοχέων TRPC6 και ως εκ τούτου, θα προκαλέσουν μη ανταγωνιστική αναστολή επαναπρόσληψης μονοαμινών (συγκεκριμένα, ντοπαμίνη, νορεπινεφρίνη και σεροτονίνη), GABA και το γλουταμινικό οξύ, όταν ενεργοποιήσουν αυτό το κανάλι ιόντων.[19][42][43] Στους ανθρώπους, το δραστικό συστατικό η αδυπερφορίνη, είναι επίσης ένας αναστολέας του PTGS1, αραχιδονικό 5-λιποξυγενάσης, SLCO1B1 και επαγωγέας του cΜΟΑΤ.[42][43][44] Η υπερφορίνη είναι επίσης μια αντι-φλεγμονώδης ένωση με αντιαγγειογενετικές, αντιβιοτικές και νευροτροφικές ιδιότητες.[42][43][44] Η υπερφορίνη έχει επίσης ένα ανταγωνιστικό αποτέλεσμα επί των υποδοχέων NMDA, έναν τύπο υποδοχέα γλουταμικού.[43] Επιπλέον, το σπαθόχορτο είναι γνωστό ότι ρυθμίζει προς τα κάτω τον β1 αδρενοϋποδοχέα και ρυθμίζει προς τα πάνω τους μετασυναπτικούς υποδοχείς 5-ΗΤ1Α και 5-ΗΤ2Α, αμφότερους να είναι ένα είδος υποδοχέα σεροτονίνης.[19] Άλλες ενώσεις, μπορούν επίσης να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο, ως προς τις αντικαταθλιπτικές επιπτώσεις του βαλσαμόχορτου, τέτοιες ενώσεις περιλαμβάνουν: ολιγομερείς προκυανιδίνες, φλαβονοειδή (κουερσετίνη), υπερικίνη και ψευδοϋπερικίνη.[19][45][46][47]
Σύγκριση των επιλεγμένων δραστικών χημικών συστατικών του Hypericum perforatum (Υπερικόν το διάτρητον).[41][48]
Φωτοευαισθητοποιητές και αντιρετροϊκή (antiretroviral) όπως υπερικίνη(hypericin).[57][58] Πρωτεΐνη κινάση C(Protein kinase C (PKC)) ανασταλτικές επιδράσεις in vitro.[59]
Χρησιμεύει ως συνθάση λιπαρού οξέος (fatty acid synthase (FASN)) αναστολέας,[61][62][63] Κάπα οπιοειδούς υποδοχέα (Kappa Opioid receptor (kappa opioid)) ανταγωνιστής,[64] και αρνητικό αλλοστερικό ρυθμιστή κατά τη βενζοδιαζεπίνη(benzodiazepine) θέση του υποδοχέα GABAA(GABAA receptor (GABAA)) υποδοχέας.[65]
Απιγενίνη (Apigenin)
0.1-0.5
2.1±0.56
87
6.63
C15H10O5
270.24
?
?
?
?
?
?
?
?
?
Βενζοδιαζεπίνη(Benzodiazepine) υποκαταστάτη υποδοχέα (Ki=4μM) με αγχολυτικά αποτελέσματα.[66] Έχει επίσης, αντιφλεγμονώδη, αντικαρκινική, καρκίνο-προληπτική και αντιοξειδωτική δράση.[67][68]
Κατεχίνη (Catechin)
2-4
1.8±0.85
110
8.92
C15H14O6
290.27
?
?
?
?
?
?
?
?
?
Αντικαρκινικό, αντιοξειδωτικό, καρδιοπροστατευτικό και αντιμικροβιακό.[69][70] Υποδοχέας Κανναβινοειδών CB 1 συνδέτης.[71]
Επιγαλλοκατεχίνη (Epigallocatechin)
?
-0.5-1.5
131
8.67
C15H14O6
290.27
?
?
?
?
?
1.7±0.4a
1.3-1.6a
?
?
Ευρισκόμενο σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στο πράσινο τσάι. Αντιοξειδωτικό. Υποδοχέας Κανναβινοειδών CB1(Cannabinoid receptor CB1 (CB1)) υποδοχέας συνδέτης (Ki=35.7 μM).[71]
Έχει in vitro αντι-μυκητιασική δράση (κατά των παθογόνων των φυτών Pestalotiopsis guepini (P. guepini) και Drechslera),[73] νευροπροστατευτικές επιδράσεις μέσω του PI3K / Akt / Bad / Bcl XL μονοπατιού σηματοδότησης in vitro,[74] αντιφλεγμονώδη αποτελέσματα μέσω NF-κΒ αναστολής in vitro,[75] Ντοπαμίνη D2 υποδοχέας (D2 υποδοχέας)-εξαρτώμενες αντικαταθλιπτικού τύπου δράσεις in vivo,[76] και Γλυκοκορτικοειδή (αντιγλυκοκορτικοειδή) - παρόμοια αποτελέσματα in vitro.[77]
Αναστέλλει την ακόλουθη: φλεγμονή (μέσω NF-κΒ και STAT1 αναστολή),[79] καρκίνο, αποακετυλάσης της ιστόνης (HDAC),[80] βακτήρια, ιούς, πρωτόζωα και μύκητες.[81] Είναι επίσης γνωστό για την πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων και του καρκίνου.[81]
Λουτεολίνη (Luteolin)
?
2.4±0.65
107
6.3
C15H10O6
286.24
-
?
?
?
?
?
?
?
?
Έχει αντι-φλεγμονώδη, αντι-καρκινική, αντι-αντιαλλεργική και αντιοξειδωτική δράση.[82][83] Μπορεί επίσης να έχει θετικές συνέπειες για τα άτομα με διαταραχές του φάσματος του αυτισμού.[84] Ισχυρός μη-επιλεκτικός ανταγωνιστικός αναστολέας του αναστολέα της φωσφοδιεστεράσης (PDE) 1-5 .[85]
Έχει αντικαρκινικές, αντιφλεγμονώδεις, αντιαλλεργικές, αντιασθματικές, αντιυπερτασικές, αναλγητικές, νευροπροστατευτικές, γαστροπροστατευτικές, αντιδιαβητικές, καρδιαγγειακές παθήσεις-προληπτικές, αντιοξειδωτικές, αντικαταθλιπτικού τύπου (σε μοντέλα αρουραίων της κατάθλιψης), παρόμοιο με αγχολυτικές, ηρεμιστικές, αντιμικροβιακές και αποτελέσματα προαγωγής αθλητικών επιδόσεων.[87] Non-selective PDE1-4 inhibitor that is slightly selective for PDE3/4 over PDE1/2.[88]
Ρουτίνη (Rutin)
0.3-1.6
1.2±2.1
266
6.43
C27H30O16
610.52
?
?
?
?
?
?
?
?
?
Έχει αντικαρκινικές, καρδιοπροστατευτικές, νευροπροστατευτικές, αντιοξειδωτικές, αντιφλεγμονώδες, αντιδιαβητικές, procognitive και αντιλιπιδαιμικά αποτελέσματα.[89]
Αναφέρθηκαν αντικαρκινικές, ηπατοπροστατευτικές, αντιβακτηριακές και αντιοξειδωτικές επιδράσεις.[91]
Χλωρογενικό οξύ (Chlorogenic acid)
<0.1%
-0.36±0.43
165
3.33
C16H18O9
354.31
0
0
0
0
?
?
?
?
?
Αντιβακτηριακές, αντικαρκινικές και αντιοξειδωτικές επιδράσεις έχουν καταδειχθεί.[92]
Ακρωνύμια και σύμβολα
Ακρωνύμιο / Σύμβολο (Acronym / Symbol)
Που σημαίνει (Meaning)
MW
Μοριακό βάρος (Molecular weight) σε g•mol−1.
PGP
P-γλυκοπρωτεΐνη (P-glycoprotein)
t 1/2
Ημιπερίοδος αποβολής ζωής (Elimination half-life) σε ώρες
T max
Χρόνος έως τη μέγιστη συγκέντρωση πλάσματος (Time to peak plasma concentration) σε ώρες
C max
Μέγιστη συγκέντρωση πλάσματος (Peak plasma concentration) σε mM
C SS
Συγκέντρωση σταθερής κατάστασης πλάσματος (Steady state plasma concentration) σε mM
Συντελεστής κατανομής (Partition coefficient). Οι τιμές αυτές είναι πειραματικές που λαμβάνονται από το ChemSpider και [93] (οι ημερομηνίες πρόσβασης είναι και για τις δυο 13 - 15 Δεκεμβρίου 2013) όπου είναι διαθέσιμες ή εάν δεν είναι διαθέσιμες προσεγγίσεις, έχουν ληφθεί από το [www.chemaxon.com/download/marvin/for-end-users/ ChemAxon MarvinSketch] 6.1.4 & [94]
PSA
Πολική περιοχή επιφάνειας (Polar surface area) του εν λόγω μορίου σε τετραγωνικά angstroms (Å2). Λαμβάνεται από την PubChem (η ημερομηνία πρόσβασης είναι στις 13 Δεκεμβρίου 2013).
Conc.
Οι τιμές αυτές, αφορούν την κατά προσέγγιση συγκέντρωση (σε %) των συστατικών, στο φρέσκο φυτικό υλικό
-
Υποδεικνύει αναστολή του εν λόγω ενζύμου.
+
Υποδεικνύει μια επαγωγική επίδραση, επί του εν λόγω ενζύμου.
0
Καμία επιρροή το εν λόγω ένζυμο.
5-HT
5-υδροξυτρυπταμίνη - συνώνυμο της σεροτονίνης.
DA
Ντοπαμίνη
NE
Νορεπινεφρίνη
GABA
γ-αμινοβουτυρικό οξύ
Glu
Γλουταμινικό
Gly
Γλυκίνη
Ch
Χολίνη
a
Τα φαρμακοκινητικά δεδομένα για το ΗΚΓ, προέρχονται από μια μελέτη[95] της φαρμακοκινητικής, μετά την από του στόματος χορήγηση του πράσινου τσαγιού.
Τα δεδομένα φαρμακοκινητικής για την κερκετίνη, προέρχονται από μια μελέτη[96] χρησιμοποιώντας αγνή από του στόματος κουερσετίνη, όχι το εκχύλισμα του βαλσαμόχορτου.
Ζωικό κεφάλαιο
Δηλητηρίαση
Σε μεγάλες δόσεις, το βαλσαμόχορτο είναι δηλητηριώδες για τα ζώα που βόσκουν (βοοειδή, πρόβατα, κατσίκες, άλογα).[11] Συμπεριφορικά σημάδια της δηλητηρίασης, είναι η γενική ανησυχία και ο ερεθισμός του δέρματος. Η ανησυχία συχνά υποδεικνύεται από το τρίψιμο της οπλής στο έδαφος, το κούνημα ή και το τρίψιμο της κεφαλής και την περιστασιακή αδυναμία του οπισθίου άκρου με την κλείδωση επάνω??? (knuckling over), το λαχάνιασμα, τη σύγχυση και την κατάθλιψη. Η μανία και η υπερκινητικότητα μπορεί επίσης να καταλήξει, συμπεριλαμβάνοντας το τρέξιμο σε κύκλους έως την εξάντληση. Οι παρατηρήσεις των πυκνών παρασιτώσεων του βαλσαμόχορτου από τα Αυστραλιανά φυτοφάγα οικόσιτα, περιλαμβάνουν την εμφάνιση κυκλικών μπαλωμάτων, δίνοντας στις πλαγιές μια εμφάνιση «καλλιέργειας κύκλου», η οποία τεκμαίρεται από αυτό το φαινόμενο. Τα ζώα συνήθως αναζητούν τη σκιά και έχουν μειωμένη όρεξη. Έχει σημειωθεί υπερευαισθησία στο νερό και μπορεί να εμφανιστούν σπασμοί μετά από ένα χτύπημα στο κεφάλι. Αν και έχει σημειωθεί η γενική αποστροφή προς το νερό, ορισμένοι μπορεί να το αναζητήσουν προς ανακούφιση.
Σοβαρός ερεθισμός του δέρματος είναι φυσικά προφανής, με κοκκίνισμα των μη-χρωματισμένων και απροστάτευτων περιοχών. Στη συνέχεια, αυτό οδηγεί στη φαγούρα και το τρίψιμο, που ακολουθείται από περαιτέρω φλεγμονή, εξίδρωση και το σχηματισμό κάκαρου. Οι βλάβες και η φλεγμονή που λαμβάνουν χώρα, λέγεται ότι μοιάζουν με τις συνθήκες που φαίνονται στον αφθώδη πυρετό. Έχουν παρατηρηθεί πρόβατα με οίδημα προσώπου, δερματίτιδα και πτώση του μαλλιού, που οφείλεται στην τριβή. Τα γαλακτοφόρα ζώα μπορεί να παύσουν ή να έχουν μειωμένη παραγωγή γάλακτος· τα κυοφορούντα ζώα μπορεί να αποβάλουν. Οργανικές βλάβες στους μαστούς των ζώων, είναι συχνά εμφανείς. Τα άλογα μπορεί να δείξουν σημάδια ανορεξίας, κατάθλιψης (με μια κωματώδη κατάσταση), διεσταλμένες κόρες και εγχεόμενη επιπεφυκότα.
Διάγνωση
Συνήθως παρατηρούνται, αυξημένη αναπνοή και καρδιακός ρυθμός, ενώ ένα από τα πρώτα σημάδια της δηλητηρίασης του βαλσαμόχορτου, είναι μια ανώμαλη αύξηση στη θερμοκρασία του σώματος. Τα προσβαλλόμενα ζώα, θα απολέσουν βάρος ή θα αποτύχουν να ανακτήσουν βάρος· τα νεαρά ζώα επηρεάζονται περισσότερο από ό, τι τα γηραιότερα ζώα. Σε σοβαρές περιπτώσεις, μπορεί να επέλθει ο θάνατος, ως άμεσο αποτέλεσμα της πείνας ή λόγω της δευτερογενούς ασθένειας ή σηψαιμίας των οργανικών βλαβών. Ορισμένα προσβεβλημένα ζώα, μπορεί να πνιγούν κατά λάθος. Κακές επιδόσεις των αμνών που θηλάζουν (κεχρωσμένων και μη κεχρωσμένων) έχει παρατηρηθεί, γεγονός που υποδηλώνει μια μείωση στην παραγωγή γάλακτος ή τη μετάδοση μιας τοξίνης εντός αυτού.
Φωτοευαισθησία
Τα περισσότερα κλινικά συμπτώματα στα ζώα, προκαλούνται από φωτοευαισθησία.[97] Τα φυτά μπορούν να προκαλέσουν είτε πρωτοβάθμια είτε δευτεροβάθμια φωτοευαισθησία:
πρωτογενή φωτοευαισθησία άμεσα από τις χημικές ουσίες που περιέχονται σε καταποθέντα φυτά
δευτερεύουσα φωτοευαισθησία από το φυτό που σχετίζεται με βλάβες στο ήπαρ.
Οι Araya και Ford (1981), διερεύνησαν τις αλλαγές στη λειτουργία του ήπατος και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία του Hypericum που να σχετίζονται με την επίδραση στην ικανότητα απέκκρισης του ήπατος ή η οποιαδήποτε παρεμβολή ήταν ελάχιστη και προσωρινή. Ωστόσο, στοιχεία της ηπατικής βλάβης στο πλάσμα αίματος, έχουν βρεθεί στις υψηλές και μακρές τιμές της δόσης.
Η φωτοευαισθησία προκαλεί φλεγμονή του δέρματος από ένα μηχανισμό που περιλαμβάνει μια χρωστική ή φωτοδυναμική ένωση, η οποία όταν ενεργοποιείται από ένα συγκεκριμένο μήκος κύματος του φωτός οδηγεί σε in vivo αντιδράσεις οξειδοαναγωγής. Αυτό οδηγεί σε αλλοιώσεις των ιστών, ιδιαίτερα αισθητές πάνω και γύρω σε περιοχές του δέρματος που εκτίθενται στο φως. Ελαφρώς καλυπτόμενες ή κακώς κεχρωσμένες περιοχές είναι πιο εμφανείς. Αφαίρεση των προσβεβλημένων ζώων από τα αποτελέσματα του ηλιακού φωτός, στα μειωμένα συμπτώματα δηλητηρίασης.
Χημική σύσταση
Από το υπερικό έχουν απομονωθεί ουσίες που ανήκουν στις παρακάτω κατηγορίες:[41][49]
Διάφορα άλλα (π.χ. πηκτίνη, β-σιτοστερόλη, εξαδεκάνιο, triacontane, kilcoran, norathyriol)
Οι ναφθοδιανθρόνες υπερικίνη και ψευδοϋπερικίνη, μαζί με την φλορογλουκινόλη παράγωγο υπερφορίνης, πιστεύεται ότι είναι μεταξύ των πολυάριθμων δραστικών συστατικών.[9][98][99][100] Περιέχει επίσης αιθέρια έλαια, που αποτελούνται κυρίως από σεσκιτερπένια.[9]
Επιλεγμένα χημικά συστατικά του Hypericum perforatum.
Υπερικίνη (Hypericin).
Ψευδοϋπερικίνη (Pseudohypericin).
Αδυπερφορίνη (Adhyperforin).
Υπερφορίνη (Hyperforin).
Αμεντοφλαβόνη (Amentoflavone).
Υπεροσίδη (Hyperoside).
Ρουτίνη (Rutin).
Καμπφερόλη (Kaempferol).
Μυρικετίνη (Myricetin).
Κερσετίνη (Quercetin).
Κερσετρίνη (Quercetrin).
Ισοκερσιτρίνη (Isoquercitrin).
Λουτεολίνη (Luteolin).
Κατεχίνη (Catechin).
Επικατεχίνη (Epicatechin).
Επιγαλλοκατεχίνη (Epigallocatechin).
Χλωρογενικό οξύ (Chlorogenic acid).
Καφεϊκό οξύ (Caffeic acid).
Kielcorin.
Norathyriol.
Έρευνα
Το βάλσαμόχορτο, μελετάται για την αποτελεσματικότητα στη θεραπεία ορισμένων διαταραχών σωματοποίησης. Τα αποτελέσματα από τις αρχικές μελέτες, είναι ανάμικτα και ακόμα μη τελεσίδικα; κάποιες έρευνες δεν έχουν βρει καμία αποτελεσματικότητα, άλλη έρευνα διαπίστωσε μια μικρή ελάφρυνση των συμπτωμάτων. Περαιτέρω μελέτη απαιτείται και διεξάγεται.
Ένα σημαντικό συστατικό των χημικών, η υπερφορίνη, μπορεί να είναι χρήσιμη για τη θεραπεία του αλκοολισμού, αν και η δοσολογία, η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα δεν έχουν μελετηθεί.[101][102] Η υπερφορίνη έχει επίσης εμφανίσει αντιβακτηριακές ιδιότητες έναντι Gram-θετικών βακτηρίων, αν και δεν έχει μελετηθεί η δοσολογία, η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα.[103] Η βοτανική ιατρική έχει επίσης χρησιμοποιήσει εκχυλίσματα λιπόφιλων από το βάλσαμόχορτο, ως τοπική θεραπεία για πληγές, εκδορές, εγκαύματα και τον πόνο των μυών.[102] Τα θετικά αποτελέσματα που έχουν παρατηρηθεί, γενικά αποδίδονται στην υπερφορίνη, λόγω των πιθανών αντιβακτηριακών και αντι-φλεγμονωδών αποτελεσμάτων της.[102] Για το λόγο αυτό, η υπερφορίνη μπορεί να είναι χρήσιμη, στη θεραπεία των μολυσμένων πληγών και των φλεγμονωδών νόσων του δέρματος.[102] Εις απάντηση της ενσωμάτωσης της υπερφορίνης σε ένα νέο λάδι μπάνιου, διεξήχθη μια μελέτη, για να αξιολογήσει το δυναμικό ερεθισμού του δέρματος και η οποία βρήκε καλή ανεκτικότητα του δέρματος απέναντι στο βάλσαμόχορτο.[102]
Η υπερικίνη και η ψευδοϋπερικίνη έχουν δείξει τόσο αντιιικές όσο και αντιβακτηριακές δραστικότητες. Πιστεύεται, ότι αυτά τα μόρια προσδένονται μη ειδικά, με ιικές και κυτταρικές μεμβράνες και μπορεί να οδηγήσει σε φωτο-οξείδωση των παθογόνων και να τις σκοτώσει.[9]
Σημειώσεις
↑Στην Αγγλική, άλλες λιγότερο κοινές ονομασίες και συνώνυμα περιλαμβάνουν το Tipton's weed, rosin rose, goatweed, chase-devil ή Klamath weed.[Παρ. Σημ. 1]
↑ Πολυετές φυτό (perennial plant) ή απλά πολυετές (perennial) (από το Λατινικό per, που σημαίνει "μέσα" και annus, που σημαίνει "χρόνος"), είναι ένα φυτό που ζει για περισσότερο από δύο χρόνια.[Παρ. Σημ. 2]
↑ Στη βοτανική και την δενδρολογία, ένα ρίζωμα (από το Αρχαίο Ελληνικό: ῥίζωμα, "μάζα των ριζών", από το ῥιζόω, "αιτία να χτυπήσει η ρίζα") είναι ένα τροποποιημένο υπόγειο στέλεχος του φυτού, που συνήθως βρίσκεται υπογείως, συχνά στέλνοντας ρίζες και βλαστούς από τα μεσογόνατιά του.[Παρ. Σημ. 3][Παρ. Σημ. 4]
↑Στη βοτανική, sessility (που σημαίνει «καθήμενο», χρησιμοποιείται με την έννοια του «αναπαύεται επί της επιφανείας») αποτελεί χαρακτηριστικό των τμημάτων του φυτού, τα οποία δεν έχουν μίσχο. [Παρ. Σημ. 5][Παρ. Σημ. 6]
↑ Τα πέταλα (φυτολογία) (petals), είναι τροποποιημένα φύλλα τα οποία περιβάλλουν τα αναπαραγωγικά μέρη των λουλουδιών.
↑Ταξιανθία, στην οποία ο κύριος άξονας και όλα οι πλευρικοί κλάδοι, καταλήγουν σε άνθος (κάθε πλάγιος κλάδος, δύναται να επαναληφθεί).
↑ Το σέπαλο, είναι ένα μέρος του άνθους των αγγειόσπερμων (ανθοφόρα φυτά), που συνήθως είναι πράσινο. Τα σέπαλα, τυπικώς λειτουργούν ως προστασία για τον οφθαλμό του λουλουδιού και συχνά ως υποστήριξη για τα πέταλα, όταν βρίσκονται στην άνθιση. [Παρ. Σημ. 7][Παρ. Σημ. 8][Παρ. Σημ. 9]
↑Το αρσενικό όργανο του άνθους, το οποίο αποτελείται (συνήθως) από τον μίσχο και ένα τμήμα που φέρει γύρη (ανθήρα).
↑Οι στήμονες του φυτού έχουν ιδιαίτερη μορφή, με στερεό κυλινδρικό στέλεχος, με δύο γραμμές που εξέχουν κατά μήκος. Αυτές οι γραμμές κάνουν τον στήμονα να μοιάζει επίπεδος, πράγμα εντελώς ασυνήθιστο στον κόσμο των φυτών.
↑ Στη βοτανική, μια ροζέτα (ή ένας ρόδακας), είναι μια κυκλική διάταξη των φύλλων, με όλα τα φύλλα σε παρόμοιο ύψος. Παρόλο, που οι ροζέτες συνήθως κάθονται πλησίον του εδάφους, η δομή τους είναι το παράδειγμα ενός τροποποιημένου στελέχους.
↑ Η τράπεζα σπόρων του εδάφους, είναι η φυσική αποθήκευση των σπόρων, συχνά σε αδράνεια, εντός του εδάφους των περισσότερων οικοσυστημάτων.[Παρ. Σημ. 10]
↑Σε παρένθεση είναι το IC50 / EC50 αξία ανάλογα με το αν αποτελεί ανασταλτική ή επαγωγική δράση που εκτίθεται αντιστοίχως.
↑Τιμές που δίνονται στις παρενθέσεις είναι IC50 / ΕΚ 50 ανάλογα με το αν πρόκειται για μια ανασταλτική ή επαγωγική δράση η ένωση εμφανίζεται προς τον εν λόγω βιολογικό στόχο. Εάν αυτή σχετίζεται με την αναστολή της βακτηριακής ανάπτυξης η τιμή είναι MIC50.
↑Εξαρτάται από το χρονικό πλαίσιο: η βραχυπρόθεσμη χορήγηση προκαλεί αναστολή· η μακροπρόθεσμη προκαλεί επαγωγή μέσω PXR.
↑Beentje, H.; Williamson, J. (2010). The Kew Plant Glossary: an Illustrated Dictionary of Plant Terms. Royal Botanic Gardens, Kew: Kew Publishing.CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
↑Hickey, M.; King, C. (2001). The Cambridge Illustrated Glossary of Botanical Terms. Cambridge University Press.CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
↑Jack Dekker (1997). «The Soil Seed Bank». Agronomy Department, Iowa State University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Δεκεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 10 Δεκεμβρίου 2015.
Παραπομπές
↑«BSBI List 2007». Botanical Society of Britain and Ireland. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο(xls) στις 25 Ιανουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2014.
↑«Hyperforin». Hyperforin. University of Alberta. 30 June 2013. «Hyperforin is found in alcoholic beverages. Hyperforin is a constituent of Hypericum perforatum (St John's Wort) Hyperforin is a phytochemical produced by some of the members of the plant genus Hypericum, notably Hypericum perforatum (St John's wort). The structure of hyperforin was elucidated by a research group from the Shemyakin Institute of Bio-organic Chemistry (USSR Academy of Sciences in Moscow) and published in 1975. Hyperforin is a prenylated phloroglucinol derivative. Total synthesis of hyperforin has not yet been accomplished, despite attempts by several research groups. Hyperforin has been shown to exhibit anti-inflammatory, anti-tumor, antibiotic and anti-depressant functions (PMID 17696442 , 21751836 , 12725578 , 12018529 ) 1. Arachidonate 5-lipoxygenase ...Specific function: Catalyzes the first step in leukotriene biosynthesis, and thereby plays a role in inflammatory processes ... 2. Prostaglandin G/Η synthase 1 ... General function: Involved in peroxidase activity».
↑«Topical application of St. John's wort (Hypericum perforatum)». Planta Med.80 (2-3): 109–20. 2014. doi:10.1055/s-0033-1351019. PMID24214835. «Anti-inflammatory mechanisms of hyperforin have been described as inhibition of cyclooxygenase-1 (but not COX-2) and 5-lipoxygenase at low concentrations of 0.3 µmol/L and 1.2 µmol/L, respectively [52], and of PGE2 production in vitro [53] and in vivo with superior efficiency (ED50 = 1 mg/kg) compared to indomethacin (5 mg/kg) [54]. Hyperforin turned out to be a novel type of 5-lipoxygenase inhibitor with high effectivity in vivo [55] and suppressed oxidative bursts in polymorphonuclear cells at 1.8 µmol/L in vitro [56]. Inhibition of IFN-γ production, strong downregulation of CXCR3 expression on activated T cells, and downregulation of matrix metalloproteinase 9 expression caused Cabrelle et al. [57] to test the effectivity of hyperforin in a rat model of experimental allergic encephalomyelitis (EAE). Hyperforin attenuated the symptoms significantly, and the authors discussed hyperforin as a putative therapeutic molecule for the treatment of autoimmune inflammatory diseases sustained by Th1 cells.».
↑ 4,04,1Klemow KM, Bartlow A, Crawford J, Kocher N, Shah J, Ritsick M (2011). «Chapter 11: Medical Attributes of St. John's Wort (Hypericum perforatum)». Στο: Benzie IFF, Sissi WG, επιμ. Herbal Medicine Biomolecular and Clinical Aspects (2nd έκδοση). CRC Press. ISBN9781439807163. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2014.CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
↑Rose, F (2006). The wild flower key. Frederick Warne. ISBN9780723251750.
↑Zobayed SMA, Afreen F, Goto E, Kozai T (2006). «Plant–Environment Interactions: Accumulation of Hypericin in Dark Glands of Hypericum perforatum». Annals of Botany98 (4): 793–804. doi:10.1093/aob/mcl169.
↑Stace, C.A. (2010). New flora of the British isles (Third έκδοση). Cambridge, U.K.: Cambridge University Press. ISBN9780521707725.
↑Watt, John Mitchell; Breyer-Brandwijk, Maria Gerdina: The Medicinal and Poisonous Plants of Southern and Eastern Africa 2nd ed Pub. E & S Livingstone 1962
↑ 19,019,119,219,3«Hypericum perforatum (St John's Wort): a non-selective reuptake inhibitor? A review of the recent advances in its pharmacology». J. Psychopharmacol. (Oxford)15 (1): 47–54. 2001. doi:10.1177/026988110101500109. PMID11277608.
↑«Efficacy and acceptability of pharmacological treatments for depressive disorders in primary care: systematic review and network meta-analysis». Ann Fam Med13 (1): 69–79. February 2015. doi:10.1370/afm.1687. PMID25583895. «In network meta-analysis, tricyclic and tetracyclic antidepressants (TCAs), selective serotonin reuptake inhibitors (SSRIs), a serotonin-noradrenaline reuptake inhibitor (SNRI; venlafaxine), a low-dose serotonin antagonist and reuptake inhibitor (SARI; trazodone) and hypericum extracts were found to be significantly superior to placebo, with estimated odds ratios between 1.69 and 2.03. There were no statistically significant differences between these drug classes. Reversible inhibitors of monoaminoxidase A (rMAO-As) and hypericum extracts were associated with significantly fewer dropouts because of adverse effects compared with TCAs, SSRIs, the SNRI, a noradrenaline reuptake inhibitor (NRI), and noradrenergic and specific serotonergic antidepressant agents (NaSSAs). ... TCAs and SSRIs have the most solid evidence base. Further agents (hypericum, rMAO-As, SNRI, NRI, NaSSAs, SARI) showed some positive results, but limitations of the currently available evidence makes a clear recommendation on their place in clinical practice difficult.».
↑Dörks, M; Langner, I; Dittmann, U; Timmer, A; Garbe, E (August 2013). «Antidepressant drug use and off-label prescribing in children and adolescents in Germany: results from a large population-based cohort study.». European child & adolescent psychiatry22 (8): 511–8. doi:10.1007/s00787-013-0395-9. PMID23455627.
↑«Antidepressant use in children and adolescents in Germany». J Child Adolesc Psychopharmacol16 (1-2): 197–206. February–April 2006. doi:10.1089/cap.2006.16.197. PMID16553540.
↑Borrelli, F; Izzo, AA (December 2009). «Herb-drug interactions with St John's wort (Hypericum perforatum): an update on clinical observations.». The AAPS journal11 (4): 710–27. doi:10.1208/s12248-009-9146-8. PMID19859815.
↑ 39,039,1Rossi, S, επιμ. (2013). Australian Medicines Handbook (2013 έκδοση). Adelaide: The Australian Medicines Handbook Unit Trust. ISBN978-0-9805790-9-3.
↑«Biologically active and other chemical constituents of the herb of Hypericum perforatum L». Pharmacopsychiatry30 Suppl 2 (Suppl 2): 129–34. 1997. doi:10.1055/s-2007-979533. PMID9342774.
↑«Hypericin and pseudohypericin specifically inhibit protein kinase C: possible relation to their antiretroviral activity». Biochem. Biophys. Res. Commun.165 (3): December 1989. 1989. doi:10.1016/0006-291X(89)92730-7. PMID2558652.
↑«Inhibition of human cytochromes P450 by components of Ginkgo biloba». J. Pharm. Pharmacol.56 (8): 1039–1044. 2004. doi:10.1211/0022357044021. PMID15285849.
↑«Inhibition of fatty acid synthase by amentoflavone reduces coxsackievirus B3 replication». Arch. Virol.157 (2): 259–269. 2012. doi:10.1007/s00705-011-1164-z. PMID22075919.
↑«Fatty acid synthase inhibition by amentoflavone suppresses HER2/neu (erbB2) oncogene in SKBR3 human breast cancer cells». Phytother Res27 (5): 713–720. 2013. doi:10.1002/ptr.4778. PMID22767439.
↑«Semisynthetic preparation of amentoflavone: A negative modulator at GABA(A) receptors». Bioorg. Med. Chem. Lett.13 (14): 2281–4. 2003. doi:10.1016/s0960-894x(03)00434-7. PMID12824018.
↑«Apigenin, a component of Matricaria recutita flowers, is a central benzodiazepine receptors-ligand with anxiolytic effects». Planta Med.61 (3): 213–216. 1995. doi:10.1055/s-2006-958058. PMID7617761.
↑«Anticancer mechanism of apigenin and the implications of GLUT-1 expression in head and neck cancers». Future Oncol9 (9): 1353–1364. 2013. doi:10.2217/fon.13.84. PMID23980682.
↑«Selective inhibition of the cytochrome P450 isoform by hyperoside and its potent inhibition of CYP2D6». Food Chem. Toxicol.59: 549–553. 2013. doi:10.1016/j.fct.2013.06.055. PMID23835282.
↑«Antifungal activity of camptothecin, trifolin, and hyperoside isolated from Camptotheca acuminata». J. Agric. Food Chem.53 (1): 32–37. 2005. doi:10.1021/jf0484780. PMID15631505.
↑«Hyperoside protects primary rat cortical neurons from neurotoxicity induced by amyloid β-protein via the PI3K/Akt/Bad/Bcl(XL)-regulated mitochondrial apoptotic pathway». Eur. J. Pharmacol.672 (1-3): 45–55. 2011. doi:10.1016/j.ejphar.2011.09.177. PMID21978835.
↑«Anti-inflammatory activity of hyperoside through the suppression of nuclear factor-κB activation in mouse peritoneal macrophages». Am. J. Chin. Med.39 (1): 171–181. 2011. doi:10.1142/S0192415X11008737. PMID21213407.
↑«A case series of a luteolin formulation (NeuroProtek®) in children with autism spectrum disorders». Int J Immunopathol Pharmacol25 (2): 317–323. April–June 2012. PMID22697063.
↑«Luteolin, a non-selective competitive inhibitor of phosphodiesterases 1-5, displaced [3H]-rolipram from high-affinity rolipram binding sites and reversed xylazine/ketamine-induced anesthesia». Eur. J. Pharmacol.627 (1-3): 269–275. 2010. doi:10.1016/j.ejphar.2009.10.031. PMID19853596.
↑«Inhibitory effects of flavonoids on phosphodiesterase isozymes from guinea pig and their structure-activity relationships». Biochem. Pharmacol.68 (10): 2087–2094. 2004. doi:10.1016/j.bcp.2004.06.030. PMID15476679.
↑«A review on plant-based rutin extraction methods and its pharmacological activities». J Ethnopharmacol150 (3): 805–817. 2013. doi:10.1016/j.jep.2013.10.036. PMID24184193.
↑Jaikang, C; Niwatananun, K; Narongchai, P; Narongchai, S; Chaiyasut, C (August 2011). «Inhibitory effect of caffeic acid and its derivatives on human liver cytochrome P450 3A4 activity». Journal of Medicinal Plants Research5 (15): 3530–3536.
↑Hou, J; Fu, J; Zhang, ZM; Zhu, HL. «Biological activities and chemical modifications of caffeic acid derivatives». Fudan University Journal of Medical Sciences38 (6): 546–552. doi:10.3969/j.issn.1672-8467.2011.06.017.
↑«Antihypertensive effects and mechanisms of chlorogenic acids». Hypertens. Res.35 (4): 370–374. 2012. doi:10.1038/hr.2011.195. PMID22072103.
↑«Quantitative phytochemical analyses of six hypericum species growing in slovenia». Planta Med.65 (4): 388–90. 1999. doi:10.1055/s-2006-960798. PMID17260265.
(Αγγλικά) British Herbal Medicine Association Scientific Committee (1983). British Herbal Pharmacopoeia. West Yorkshire: British Herbal Medicine Association. ISBN 0-903032-07-4.