Ο Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας Αρέθας θεωρείται ένας από τους διαπρεπέστερους λογίους της Μεσοβυζαντινής περιόδου και από τους πρωτεργάτες της αναβίωσης των κλασικών σπουδών στο Βυζάντιο[1]. Οι κώδικες που δημιούργησε ο ίδιος, που περιείχαν τα σχόλιά του, θεωρούνται ότι διέσωσαν πολλά αρχαία κείμενα, συμπεριλαμβανομένων έργων του Πλάτωνα και των «εἰς ἑαυτόν» του Μάρκου Αυρηλίου[2][3].
Βίος
Ο Αρέθας γεννήθηκε στην Πάτρα γύρω στο 850[1]. Αφού σπούδασε αρχικά στη γενέτειρά του πρέπει να βρέθηκε σχετικά νωρίς στην Κωνσταντινούπολη, όπου και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ήταν μαθητής του Πατριάρχη Φωτίου. Σπούδασε στο Πανδιδακτήριο και πιθανότατα έγινε κληρικός μετά το 888. Το 903[4], επί Πατριάρχου Νικολάου Μυστικού, χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Καισαρείας. Λόγω της θέσης της Αρχιεπισκοπής του ως πρωτόθρονης του Πατριαρχείου, παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη κατά το μεγαλύτερο διάστημα.
Συμμετείχε ενεργά στην πολιτική της Αυλής και ενεπλάκη στη διαμάχη για το σκάνδαλο που δημιουργήθηκε όταν ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ προσπάθησε να παντρευτεί για τέταρτη φορά, αφού οι τρεις πρώτες του γυναίκες πέθαναν αφήνοντάς τον χωρίς κληρονόμο[5]. Παρά τη φήμη του ως μελετητή, ο Αρέθας περιγράφεται ως «... στενόμυαλος, κακός ... νοσηρά φιλόδοξος και απολύτως αδίστακτος...[6]».
Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκδότες κλασικών και εκκλησιαστικών κειμένων και θεωρείται κάτοχος μιας από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του καιρού του, αποτελούμενη από χιλιάδες έργα της κλασσικής αρχαιότητας και της πρωτοχριστιανικής περιόδου. Επιμελήθηκε και χρηματοδότησε τη μεταγραφή μεγάλου αριθμού χειρογράφων από τη Μεγαλογράμματη στη μικρογράματη γραφή, σε πολλά από τα οποία σώζονται ιδιόχειροι σχολιασμοί. Αν και το έργο του στερείται πρωτοτυπίας, θεωρείται εντούτοις πολύ σημαντικό γιατί διασώζει πολλά έργα που αλλιώς θα είχαν χαθεί. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί πως τα έργα των απολογητών του 2ου και του 3ου αιώνα σώζονται μόνο σε χειρόγραφα προερχόμενα από τη βιβλιοθήκη του. Προϊόντα του εργαστηρίου του βρίσκονται στις κυριότερες βιβλιοθήκες του κόσμου, όπως στο Βατικανό, το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Μόσχα και αλλού.
Συνέταξε σχόλια για την Αποκάλυψη, για τα οποία έκανε αξιοσημείωτη χρήση του παρόμοιου έργου του προκατόχου του, Ανδρέα Καισαρείας. Εκτυπώθηκε για πρώτη φορά το 1535 ως προσάρτημα των έργων του Οικουμένιου[7]. Ο Albert Ehrhard τείνει στην άποψη ότι έγραψε και άλλα σχόλια. Στο ενδιαφέρον του για την πρώιμη χριστιανική βιβλιογραφία, που του κέντρισε ίσως ο προκάτοχός του Ανδρέας, χρωστάμε τον Arethas Codex, μέσω του οποίου έχουν, σε μεγάλο βαθμό, φτάσει σε εμάς τα κείμενα σχεδόν όλων των προ-Νικαίας Ελλήνων χριστιανών απολογητών[8].
Είναι επίσης γνωστός ως σχολιαστής του Πλάτωνα και του Λουκιανού. Το περίφημο χειρόγραφο του Πλάτωνα (Codex Clarkianus), που μεταφέρθηκε από την Πάτμο στο Λονδίνο, αντιγράφηκε με εντολή του Αρέθα. Άλλα σημαντικά ελληνικά χειρόγραφα, π.χ. του Ευκλείδη[9], του ρήτορα Αριστείδη, και ίσως και του Δίονος του Χρυσοστόμου, οφείλονται σε αυτόν. Ο Καρλ Κρουμπάχερ τονίζει την αγάπη του για την αρχαία κλασική ελληνική φιλολογία και τις αρχικές πηγές της χριστιανικής θεολογίας.
Τα έργα του Αρέθα περιλαμβάνουν επίσης τις παλαιότερες γνωστές αναφορές «εἰς ἑαυτόν», που γράφτηκε περί το 175 μ.Χ. από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο[10]. Ο Αρέθας παραδέχεται ότι έχει σε μεγάλο βαθμό το έργο σε επιστολές του προς τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ Σοφό, καθώς και σε σχόλιά του στον Λουκιανό και τον Δίονα Χρυσόστομο. Στον Αρέθας πιστώνεται η επαναφορά των «εἰς ἑαυτόν» στο δημόσιο λόγο.
Μέχρι τον 19ο αιώνα, οι μελετητές πίστευαν ότι υπήρχε παλαιότερος Αρέθας, επίσης αρχιεπίσκοπος της Καισάρειας, ο οποίος είχε γράψει τα έργα για την Αποκάλυψη, γύρω στο έτος 540. Οι σύγχρονοι μελετητές πιστεύουν ότι αυτό είναι λανθασμένο, και υπήρχαν μόνο ένα Αρέθας[11].
↑L.D. Reynolds and Nigel G. Wilson, Scribes and Scholars 2η έκδ. (Oxford, 1974) σελ. 57
↑Gourinat, Jean-Baptiste (2 Απριλίου 2012). «Κεφάλαιο 27: Ethics». Στο: Marcel van Ackeren, επιμ. A Companion to Marcus Aurelius. Blackwell Companions to the Ancient World. John Wiley & Sons. σελ. 420. ISBN978-1-118-21984-3. Ανακτήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 2016.