Η πόλη βρίσκεται περίπου 22 χλμ από τη Μεσόγειο Θάλασσα, σε εύφορη, καλά αρδευόμενη πεδιάδα. Σήμερα έχει πληθυσμό 217.000 κατοίκους (2012), από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν μητρική γλώσσα την Τουρκική. Ωστόσο υπάρχει και αραβόφωνη μειονότητα[2].
Θεωρείται πολυπολιτισμική πόλη, με δραστήριες θρησκευτικές μειονότητες Αλεβιτών και Χριστιανών Καθολικών και Ορθοδόξων, καθώς και Εβραίων, που συνυπάρχουν χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα με τη σουνιτική πλειοψηφία[2][3]. Πολλούς Τούρκους επισκέπτες ελκύει η ιδιαίτερη κουζίνα της πόλης, με πολλαπλές επιρροές από τη Μέση Ανατολή, την Κεντρική Ασία και τη Βόρεια Αφρική[3].
Στις 6 Φεβρουαρίου 2023, η πόλη υπέστη σοβαρές ζημιές από δύο ισχυρούς σεισμούς με επίκεντρο το Καχραμάνμαρας. Ορισμένες από τις ιστορικές τοποθεσίες, συμπεριλαμβανομένης της εκκλησίας του Αγίου Παύλου, έχουν καταστραφεί.[4] Οι σεισμοί κατέστρεψαν πολλές γειτονιές της πόλης και άφησαν χιλιάδες άστεγους. Ο αριθμός των νεκρών στην επαρχία Hatay, που περιλαμβάνει την Αντάκια, υπολογίστηκε σε πάνω από 20.000.[5]
Οι άνθρωποι κατέλαβαν την περιοχή της Αντιόχειας από τη Χαλκολιθική εποχή (6η χιλιετία π.Χ.), όπως αποκαλύπτουν οι αρχαιολογικές ανασκαφές στο Αλαλάχ, μεταξύ άλλων.
Από τις «Πράξεις των Αποστόλων», Κεφάλαιο 11, Εδάφιο 26:
«Όταν τον βρήκε, τον έφερε στην Αντιόχεια. Εκεί συμμετείχαν στις συνάξεις της εκκλησίας για έναν ολόκληρο χρόνο και δίδαξαν πολύν κόσμο. Και στην Αντιόχεια για πρώτη φορά ονομάστηκαν οι μαθητές του Ιησού Χριστιανοί».
Περίοδος Ρασιντούν
Το 637, κατά τη βασιλεία του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ηρακλείου, η Αντιόχεια κατακτήθηκε από το Χαλιφάτο Ρασιντούν στη Μάχη της Σιδηράς Γέφυρας. Η πόλη έγινε γνωστή στα Αραβικά ως أنطاكية (ʾAnṭākiya). Καθώς το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών δεν μπόρεσε να διεισδύσει στο ανατολικό οροπέδιο της Μικράς Ασίας, η Αντιόχεια βρέθηκε στην πρώτη γραμμή των συγκρούσεων μεταξύ δύο εχθρικών αυτοκρατοριών για τα επόμενα 350 χρόνια, με αποτέλεσμα η πόλη να υποστεί μεγάλη παρακμή. Μετά την πτώση των Ομεϋαδών, η Αντιόχεια έγινε μέρος της Αυτοκρατορίας των Αββασιδών (εκτός από μια σύντομη κυριαρχία των Τουλουνιδών[6]), των Ιχσιδιδών και των Χαμδανιδών.
Η Πολιορκία της Αντιόχειας από τους Σταυροφόρους μεταξύ Οκτωβρίου 1097 και Ιουνίου 1098 κατά την Πρώτη Σταυροφορία οδήγησε στην πτώση της. Οι Σταυροφόροι προκάλεσαν σημαντικές καταστροφές, περιλαμβανομένης μιας σφαγής του πληθυσμού της, τόσο Χριστιανών όσο και Μουσουλμάνων.[2] Μετά τη νίκη τους επί των Σελτζούκων που έφτασαν για να σπάσουν την πολιορκία, ο Βοημούνδος Α΄ έγινε άρχοντας της πόλης.[2] Παρέμεινε η πρωτεύουσα του Λατινικού Πριγκιπάτου της Αντιόχειας για σχεδόν δύο αιώνες.
Το 1268 έπεσε στον ΑιγύπτιοΜαμελούκο σουλτάνο Μπαϊμπάρς μετά από άλλη πολιορκία. Ο Μπαϊμπάρς προχώρησε σε σφαγή του χριστιανικού πληθυσμού.[8] Εκτός από τις καταστροφές του πολέμου, η πόλη έχασε τη σημασία της λόγω της μετακίνησης των εμπορικών οδών προς την Ανατολική Ασία πιο βόρεια μετά τις Μογγολικές κατακτήσεις του 13ου αιώνα. Η Αντιόχεια δεν ανέκαμψε ποτέ ως μεγάλη πόλη, με μεγάλο μέρος του ρόλου της να περνά στο λιμάνι της Αλεξανδρέττας.
Οθωμανική Πόλη
Η πόλη αποτέλεσε αρχικά κέντρο του Σαντζακίου της Αντιόχειας, μέρος του Εγιαλετίου της Δαμασκού. Αργότερα έγινε κέντρο του Σαντζακίου της Αντιόχειας στο Εγιαλέτι του Χαλεπίου και τελικά καζάς του ίδιου σαντζακίου στο Βιλαέτι του Χαλεπίου.
Το 1822 (και πάλι το 1872), η Αντιόχεια επλήγη από σεισμό και υπέστη ζημιές. Όταν ο Αιγύπτιος στρατηγός Ιμπραήμ Πασάς εγκατέστησε την έδρα του στην πόλη το 1835, είχε μονάχα περίπου 5.000 κατοίκους. Παρά τις ελπίδες για ανάπτυξη μέσω του Σιδηροδρόμου της Κοιλάδας του Ευφράτη, το σχέδιο αυτό δεν υλοποιήθηκε ποτέ.
Εποχή Γαλλικής Εντολής και Τουρκικής Προσάρτησης
Η Αντιόχεια ήταν μέρος του Σαντζακίου της Αλεξανδρέττας κατά την Εντολή για τη Συρία και τον Λίβανο, μέχρι που έγινε το Κράτος του Χατάι το 1938, μετά από τουρκική πίεση.[9] Μια αραβική εθνικιστική εφημερίδα της πόλης, που διηύθυνε ο Ζάκι αλ-Αρσούζι, έκλεισε από τους Τούρκους. Στις 30 Μαΐου 1938, ένας Άραβας σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια ταραχής από πλήθος Τούρκων.[10] Στις 7 Ιουλίου 1938, ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στην Αντιόχεια.[10] Η προσάρτηση του Χατάι από την Τουρκία το 1939 προκάλεσε την έξοδο Χριστιανών και Αλεβιτών ανατολικά προς τη Γαλλική Εντολή.
Αξιοθέατα
Πολλά από τα παλιά κτήρια έχουν εξαφανιστεί, αποτέλεσμα της ταχύτατης ανάπτυξης που γνώρισε η πόλη τις τελευταίες δεκαετίες. Τα κύρια αξιοθέατά της είναι:
Οι καταρράκτες στο προάστειο Χαρμπιγιέ (αρχαία Δάφνη)[3].
Το οθωμανικής εποχής τέμενος Habib-i Neccar, το αρχαιότερο τζαμί στην Αντάκια. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης και, κατά τη μουσουλμανική παράδοση, περιέχει στο δεύτερο υπόγειό του τον τάφο του σημαντικότερου αγίου του Ισλάμ, του Χαμπίμπ-ι Νεκάρ (Χαμπίμπ ο μαραγκός). Η πρωιμότερη περιγραφή του τάφου προέρχεται από τον 10ο αι.[12]
Η εκκλησία του Αγίου Πέτρου
Ο ναός αυτός βρίσκεται στην περιοχή της αρχαίας πόλης της Αντιόχειας, στη δυτική όχθη του ποταμού Ορόντη, στους δυτικούς πρόποδες του όρους Χατζ (Hac) ή Σταυρίν (αρχ. Σίλπιον). Μεταξύ του 2ου και 4ου αι. μ.Χ., η Αντιόχεια είχε μεγαλώσει τόσο που η εκκλησία αυτή κατέληξε να βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Χτίστηκε στη σπηλιά όπου δίδαξε ο Απόστολος Πέτρος και είναι μονόχωρη με πλάτος 9,5 μ., μήκος 13μ και ύψος 7μ. Δεν είναι γνωστό πότε ανεγέρθηκε αλλά διάφορες ενδείξεις συγκλίνουν προς την άποψη ότι συνέβη κατά την εποχή της εμφάνισης των πρώτων Χριστιανών στην πόλη. Στην αρχική της μορφή ήταν ένας θολωτός χώρος σκαλισμένος σε πελώριο βράχο, με πρωιμότερη πιθανή χρονολόγηση το 38-39 μ.Χ, γεγονός που, αν αληθεύει την καθιστά πιθανώς τον πρώτο καθεδρικό χριστιανικό ναό στην ιστορία.[10]
Αργότερα προστέθηκαν πέτρινοι τοίχοι και δύο κίονες, μεγαλώνοντας το οικοδόμημα και χωρίζοντάς το σε τρία κλίτη. Η δυτική πρόσοψη χτίστηκε από Καπουτσίνους μοναχούς, τον 19ο αι. αλλά υπάρχουν ίχνη τα οποία δείχνου πως προϋπήρχε εκεί προστώο. Η πρόσοψη αυτή είναι κατασκευασμένη σε τοπικό αρχιτεκτονικό στυλ, με τριπλή διάταξη, από πελεκημένη πέτρα, με 3 εισόδους από τις οποίες η κεντρική είναι μεγαλύτερη. Το προαύλιο, από πελεκητή πέτρα, η Αγία Τράπεζα και το ανάγλυφο με τον Απόστολο Πέτρο είναι πρόσφατης εποχής. Το 1963, ο Πάπας την ανακήρυξε τόπο προσκυνήματος. Το 2005, το τουρκικό κράτος ανακήρυξε την εκκλησία προστατευόμενη πολιτισμική κληρονομιά. Στις 15/04/2011 μπήκε στη λίστα των υποψήφιων μνημείων παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ.[10]
↑ 2,02,12,22,32,4Timmerman, Leman 2009, σελ. 80. Σφάλμα αναφοράς: Μη έγκυρη ετικέτα <ref> • όνομα " :0 " ορίζεται πολλές φορές με διαφορετικό περιεχόμενο
↑ 10,010,110,210,3De Giorgi, Andrea U.· Eger, A. Asa (2021). Antioch: A History (στα Αγγλικά). London: Routledge. σελίδες 504–505. ISBN9781317540410.Σφάλμα αναφοράς: Μη έγκυρη ετικέτα <ref> • όνομα " :1 " ορίζεται πολλές φορές με διαφορετικό περιεχόμενο