Η βυζαντινή ήττα του 1071 επέτρεψε την εισβολή στην Ανατολία των Σελτζούκων του Αλπ Αρσλάν. Ο Φιλάρετος συγκέντρωσε, τότε, τις φρουρές των ανατολικών συνόρων, οι οποίες περιελάμβαναν αριθμό Αρμενίων, με την βοήθεια, μεταξύ άλλων, του Γαβριήλ στη Μελιτηνή και του Βασιλείου Αποκάπη στην Έδεσσα. Η μακρά σε χρονικό διάστημα αντίσταση της οποίας ο ίδιος ηγήθηκε οδήγησε στη σύσταση ενός κρατιδίου υπό κατ'όνομα βυζαντινή κυριαρχία[5]. Η συγκεκριμένη αυτόνομη ηγεμονία εκτεινόταν σχεδόν επί του συνόλου της Κιλικίας (με, μεταξύ άλλων, τις πόλεις Ταρσό, Μοψουεστία και Ανάζαρβο), της Αντιόχειας, της Ευφρατησίας, καθώς και του νοτιοδυτικού άκρου της Μεγάλης Αρμενίας, ενώ, για σύντομο διάστημα, στα εδάφη της συμπεριλήφθηκαν και η ανατολική Καππαδοκία και η Κύπρος[1].
Υπό τον Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα, ο Φιλάρετος κλήθηκε να αντιμετωπίσει την αντίσταση ορισμένων εκ των συμπατριωτών του (οι οποίοι υπάγονταν στην Αρμένικη Αποστολική Εκκλησία), όπως ο Απελγαρίπ Αρτσρουνί και ο Βασάκ Παχλαβουνί, καθώς και, αναμφίβολα, ο Τορνίκ του Σασούν[3]. Οι σχέσεις του με την Κωνσταντινούπολη άρχισαν να βελτιώνονται παρά μόνον μετά το 1078, κατά την διάρκεια της περιόδου βασιλείας του Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη ο οποίος και αναγνώρισε επισήμως[6] την αυτόνομη διακυβέρνησή του επί των αποκομμένων από την Αυτοκρατορία, λόγω των Σελτζούκων, εδαφών[7].
Η ιδρυθείσα από τον Φιλάρετο ηγεμονία ήταν, ωστόσο, σύντομης διάρκειας[1], ενώ τα εδάφη της σταδιακά κατελήφθησαν, παρά μια προσωρινή μεταστροφή προς το Ισλάμ[5]. Συγκεκριμένα, η Αντιόχεια κατελήφθη, το 1084, από τον Σουλεϊμάν Α΄, Σουλτάνο του Ρουμ[9], ενώ το 1086 ξεκίνησε προέλαση των Μεγάλων Σελτζούκων[6], οι οποίοι κατέλαβαν την Έδεσσα το 1087[10].
Αρκετοί εκ των αξιωματικών του, ωστόσο, πέτυχαν να αντισταθούν, όπως ο Γαβριήλ, ο Τορός και ο Βασίλειος ο Κλέφτης, ενώ οι Ρουπενίδες υποχώρησαν, από την πλευρά τους, προς τα κιλικιακά όρη, όπου και ίδρυσαν μια πρωτογενή μορφή του μελλοντικού Αρμενικού Βασιλείου της Κιλικίας, του οποίου πρόδρομος ήταν, έμμεσα, και ο ίδιος ο Φιλάρετος[5].
Η ακριβής ημερομηνία του θανάτου του Φιλάρετου δεν είναι βέβαιη: παρά το γεγονός πως η τελευταία αναφορά στο όνομά του εντός των πηγών γίνεται το 1086, ο Ντεντεγιάν ορίζει ως πιθανή ημερομηνία θανάτου του το 1090[11] και ο Σενέ το 1092[12].
Μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα
Οι σχέσεις του Φιλάρετου με το Βυζάντιο, η πίστη του προς τον Ρωμανό Δ΄, καθώς και τα προβλήματα που συνάντησε ο Μιχαήλ Ζ΄ τον καθιστούν αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, κυμαινόνενη μεταξύ του πιστού στρατηγού και του στασιαστή[13]. Η χαλκηδονιακή πίστη του οδήγησε, επίσης, στην απόρριψή του από ορισμένους εκ των Αρμενίων, όπως ο Ματθαίος της Εδέσσης ο οποίος τον χαρακτηρίζει, μεταξύ άλλων, ως « πρωτότοκο υιό του Εωσφόρου »[14].
↑(Αγγλικά) Nina G. Garsoïan, « The problem of Armenian integration into the Byzantine Empire », στο: Hélène Ahrweiler και Angeliki E. Laiou (επιμ.), Studies on the internal diaspora of the Byzantine Empire, Harvard University Press, Cambridge, 1998 ISBN 978-0-88402-247-3, σ. 103.
↑Jean-Claude Cheynet (επιμ.), Le monde byzantin, τόμος Β': L'Empire byzantin (641-1204), Συλλογή. « Nouvelle Clio — L'histoire et ses problèmes », Presses universitaires de France, Paris, 2006 ISBN 978-2-13-052007-8, σ. 49.
↑(Αγγλικά) Christopher MacEvitt, The Crusades and the Christian World of the East — Rough tolerance, University of Pennsylvania Press, Philadelphie, 2007 ISBN 978-0-8122-4050-4, σ. 66.
↑Gérard Dédéyan, « Les princes arméniens de l'Euphratèse et l'Empire byzantin (fin xie-milieu xiie siècle) », στο: L'Arménie et Byzance, Publications de la Sorbonne, Paris, 1996 ISBN 978-2859443009, σ. 79-88.
↑Jean-Claude Cheynet, « Les Arméniens de l'Empire en Orient de Constantin X à Alexis Comnène (1059-1081) », στο: L'Arménie et Byzance, Publications de la Sorbonne, Paris, 1996 ISBN 978-2859443009, σ. 67-78.
↑Άννα Κομνηνή, Η Αλεξιάδα, Βιβλίο ΣΤ΄, 9. Η Άννα Κομνηνή του αναγνωρίζει σοφία και ανδρεία.
↑(Αγγλικά) J.B. Segal, Edessa: The Blessed City, Gorgias Press, Piscataway, 2005 ISBN 978-1593331931, σ. 221.