Ο Φορντ γύρισε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, Μασκότ, το 1930, μετά από ένα χρόνο δημιουργίας μικρού μήκους βουβών ταινιών. Δε χρησιμοποίησε ήχο μέχρι το Η Λεγεώνα των Δρόμων (1932).[11]
Το 1932, σκηνοθέτησε μια από τις πρώτες ταινίες που γυρίστηκαν για τους Εβραίους στην Παλαιστίνη, την «Sabra».[12][12]
Όταν ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Φορντ δραπέτευσε στη Σοβιετική Ένωση και συνεργάστηκε στενά με τον Γέζι Μπόσακ για τη δημιουργία μιας κινηματογραφικής μονάδας για τον υποστηριζόμενο από τη Σοβιετική Ένωση Λαϊκό Στρατό της Πολωνίας στην ΕΣΣΔ. Η μονάδα ονομαζόταν Czołówka Filmowa Ludowego Wojska Polskiego (ή απλά Czołówka, «αιχμή του δόρατος»).[11]
Μετά τον πόλεμο, ο Φορντ διορίστηκε επικεφαλής της ελεγχόμενης από την κυβέρνηση Film Polski και είχε τεράστια κυριαρχία σε ολόκληρη την κινηματογραφική βιομηχανία της χώρας. Στη διαδικασία συσσώρευσης εξουσίας, κατήγγειλε έναν συνάδελφο σκηνοθέτη, τον Γέζι Γκαμπριέλσκι στη σοβιετική μυστική αστυνομία του ΛΕΕΥ, κατηγορώντας τον για «αντιδραστικές» και «αντισημιτικές» απόψεις, που οδήγησαν στη σύλληψη και βασανιστήρια του Γκαμπριέλσκι.[13] Ο Φορντ και μια ομάδα συναδέλφων του Κομμουνιστικού Κόμματος Πολωνίας ανοικοδόμησαν το μεγαλύτερο μέρος της υποδομής παραγωγής ταινιών της χώρας. Ο Ρόμαν Πολάνσκι έγραψε στη βιογραφία του γι΄ αυτούς: «Περιλάμβαναν μερικούς εξαιρετικά ικανούς ανθρώπους, κυρίως τον Αλεξάντερ Φορντ, βετεράνο μέλος του κόμματος, ο οποίος τότε ήταν ορθόδοξος σταλινικός.[…] Ο πραγματικός μεσίτης εξουσίας κατά την αμέσως μεταπολεμική περίοδο ήταν ο ίδιος ο Φορντ, ο οποίος ίδρυσε μια μικρή δική του κινηματογραφική αυτοκρατορία». Για τα επόμενα 20 χρόνια, ο Φορντ υπηρέτησε ως καθηγητής στην κρατική Εθνική Σχολή Κινηματογράφου του Λοτζ (Państwowa Wyższa Szkoła Filmowa). Μνημονεύεται ίσως περισσότερο για τη σκηνοθεσία του πρώτου μεταπολεμικού ντοκιμαντέρ Majdanek - cmentarzysko Europy (Μαϊντάνεκ – το νεκροταφείο της Ευρώπης) και της ταινίας μεγάλου μήκους Ιππότες του Τευτονικού Τάγματος (1960), βασισμένη σε ένα ομώνυμο μυθιστόρημα του Πολωνού συγγραφέα Χένρικ Σιενκιέβιτς.[11]
Ο Φορντ, ένας αυτοπροσδιοριζόμενος κομμουνιστής, χρησιμοποίησε τις ταινίες του για να «εκφράσει κοινωνικά μηνύματα στην οθόνη», όπως στα ντοκιμαντέρ του: το βραβευμένο Legion ulicy, (Λεγεώνα του δρόμου, 1932) και Τα παιδιά πρέπει να γελούν (1936). Το μεταπολεμικό Η Όγδοη Ημέρα της Εβδομάδας (1958) απορρίφθηκε από τους λογοκριτές του κομμουνιστικού κόμματος κατά τον Πολωνικό Οκτώβριο . Ο Φορντ συνέχισε να κάνει ταινίες στην Πολωνία μέχρι την πολωνική πολιτική κρίση του 1968. Κατηγορούμενος για αντισοσιαλιστική δραστηριότητα και αποκλεισμένος από το Κομμουνιστικό Κόμμα, ο Φορντ μετανάστευσε στο Ισραήλ όπου έζησε για τα επόμενα δύο χρόνια. Αργότερα μετακόμισε στη Δανία και τελικά εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Φορντ έκανε δύο ακόμη ταινίες μεγάλου μήκους, όπου και οι δύο ήταν εμπορικές και κριτικές αποτυχίες. Το 1973, γύρισε μια κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, Ο Πρώτος Κύκλος, μια δανο-σουηδική παραγωγή που εξιστορούσε τη φρίκη του σοβιετικού γκουλάγκ. Το 1975 γύρισε το Ο Μάρτυρας, μια αγγλόφωνη, ισραηλινο-γερμανική συμπαραγωγή βασισμένη στην ηρωική ιστορία του Δρ. Γιάνους Κόρτσακ. Ο Φορντ μπήκε στη μαύρη λίστα από την πολωνική κομμουνιστική κυβέρνηση ως πολιτικός αποστάτης και έγινε άτομο χωρίς νομική οντότητα στις σύγχρονες συζητήσεις και αναλύσεις της πολωνικής κινηματογραφικής παραγωγής. Αυτοκτόνησε σε ξενοδοχείο της Φλόριντα στις 4 Απριλίου 1980.[14]
↑Richard Taylor, Nancy Wood, Julian Graffy, Dina Iordanova (2019). The BFI Companion to Eastern European and Russian Cinema. Bloomsbury. σελ. 1947. ISBN978-1838718497.CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)