Ο Αλέξανδρος Κοντόσταυλος (1789-1865) ήταν Έλληνας τραπεζίτης και πολιτικός.
Βιογραφικά στοιχεία
Γεννήθηκε στη Χίο και καταγόταν από αρχοντική οικογένεια με ρίζες στο Βυζάντιο. Στάλθηκε για σπουδές στη Μπολόνια και τη Βιέννη και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Δραστηριοποιήθηκε ενεργά στον χώρο της ναυτιλίας, ανοίγοντας τον πρώτο ελληνικό εμπορικό οίκο στο Λονδίνο το 1817. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία στην Τεργέστη και βοήθησε την επανάσταση μεταφέροντας τρόφιμα και πολεμοφόδια με τα πλοία του.[3]
Το 1823 ήλθε ο ίδιος στην Ελλάδα ως εκπρόσωπος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου. Επιστρέφοντας μετά από μια διετία στην Αυστρία, συνελήφθη από τις αυστριακές αρχές ως ύποπτος και εκτοπίστηκε όπου και κατέφυγε στην Αγγλία. Από εκεί το 1826, στάλθηκε από την προσωρινή κυβέρνηση της Ελλάδας στην Αμερική για να επιβλέψει τη ναυπήγηση δύο ατμοκίνητων φρεγατών. Τελικά ναυπηγήθηκε μόνο η φρεγάτα Ελλάς, γι' αυτό και κατηγορήθηκε ότι καταχράστηκε δημόσιο χρήμα. Το 1828, διορίστηκε από τον Καποδίστρια μέλος της οικονομικής επιτροπής και στάλθηκε στη Μάλτα, απ' όπου και αγόρασε από τους Ιππότες της Μάλτας τα μηχανήματα του πρώτου νομισματοκοπείου, με τα οποία κόπηκαν στην Αίγινα τα πρώτα ελληνικά νομίσματα του Φοίνικα, το Εθνικό Νομισματοκοπείο στην Αίγινα.[3]
Επί Όθωνα, και συγκεκριμένα την εποχή της αντιβασιλείας, κατηγορήθηκε για διαφθορά τόσο κατά τη ναυπήγηση των πλοίων όσο και κατά την αγορά του νομισματοκοπείου. Καταδικάστηκε τελικά να επιστρέψει 174.000 δραχμές. Η καταδίκη αυτή τον οδήγησε να φύγει στην Κωνσταντινούπολη.[3] Μετά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 επέστρεψε στην Ελλάδα όπου μετά την επανάληψη της δίκης αποκαταστάθηκε πλήρως. Στη συνέχεια άρχισε να πολιτεύεται στην Κάρυστο, όπου και εκλέχθηκε βουλευτής κατ' επανάληψη.[4] Το 1855, για να αποκαταστήσει ευρύτερα τη φήμη του, δημοσίευσε το κείμενο «Περί των εν Αμερική ναυπηγηθεισών και του εν Αιγίνει νομισματοκοπείου». Επί κυβέρνησης Δημητρίου Βούλγαρη ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών από τις 5 Οκτωβρίου του 1855 μέχρι τις 2 Ιουλίου του 1856, και από τον Δεκέμβριο του 1856 μέχρι τον Ιούλιο του 1857, διετέλεσε πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων.
Η οικία του βρισκόταν στο μέρος που είναι σήμερα η Παλαιά Βουλή ενώ διατηρούσε οικία στην Αίγινα και στην Εύβοια, όπου κατείχε σημαντικές εκτάσεις.[5] Το 1834 φιλοξένησε προσωρινά τον Όθωνα. Γιος του ήταν ο Αλέξανδρος Α. Κοντόσταυλος, διπλωμάτης και πολιτικός, εγγονή του η Αγγελική Κοντοσταύλου, Μεγάλη Κυρία της Βασιλικής Αυλής και δισέγγονή του, η Ελένη Κοντοσταύλου-Νικολοπούλου. Απεβίωσε στην Αθήνα το 1865.