Το Όουενσμπόρο (αγγλ.Owensboro) είναι πόλη των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στην πολιτεία Κεντάκυ, έδρα[6] της Κομητείας Ντέιβις. Ο πληθυσμός της πόλεως στην απογραφή του 2020 ήταν 60.183 κάτοικοι, αυξημένος κατά 5,1% σε σχέση με την προηγούμενη απογραφή, και την καθιστά την τέταρτη μεγαλύτερη πόλη του Κεντάκυ. Βρίσκεται περίπου 170 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Λούισβιλ και αποτελεί τον βασικό οικισμό της Μητροπολιτικής περιοχής του Όουενσμπόρο, η οποία έχει πληθυσμό 116.506 κατοίκους[7] (2020). Η πόλη είναι κτισμένη σε μια καμπή του ποταμού Οχάιο, στα σύνορα με την πολιτεία Ιντιάνα — το Όουενσμπόρο απέχει μόλις 60 χιλιόμετρα από τη σημαντική πόλη Έβανσβιλ της Ιντιάνα.
Ιστορία
Τα ίχνη καταυλισμών Ινδιάνων στην περιοχή χρονολογούνται στο 10000 π.Χ.. Ωστόσο μετά από μια σειρά αποτυχημένων εξεγέρσεών τους, υποκινημένων από τους Βρετανούς, οι τελευταίοι Ινδιάνοι, της φυλής Σώνη, υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν την περιοχή λίγα χρόνια μετά τη λήξη της Αμερικανικής Επαναστάσεως, οπότε εγκαταστάθηκαν λευκοί Αμερικανοί, με πρώτο στη συγκεκριμένη τοποθεσία του μελλοντικού Όουενσμπόρο τον William Smeathers ή Smothers το 1797. Η πρώτη ονομασία του οικισμού που δημιουργήθηκε εκεί ήταν Γιέλοου Μπανκς (= κίτρινες όχθες»), αλλά το 1817 ιδρύθηκε επισήμως ως πόλη, παίρνοντας το όνομα Όουενσμπόρο (τότε με τη γραφή Owensborough), προς τιμή του συνταγματάρχη Έιμπραχαμ Όουεν (Abraham Owen ή Abram Owen, 1769-1811), που είχε σκοτωθεί σε μάχη εναντίον των Ινδιάνων. Το 1893 η επίσημη γραφή της ονομασίας απλοποιήθηκε σε Owensboro.[8]
Στα τέλη του αιώνα η πόλη απέκτησε παράδοση στην απόσταξη κυρίως ουίσκι μπέρμπον. Από την άλλη, η Owensboro Wagon Company, που ιδρύθηκε το 1884, ήταν μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες κατασκευής κλειστών αμαξών σε όλη τη χώρα. Το 1903 αναφέρεται ότι στην πόλη υπήρχαν αρκετές εγκαταστάσεις επεξεργασίας καπνών και καπναποθήκες.[9]
Στις 14 Αυγούστου 1936 το κέντρο του Όουενσμπόρο απέκτησε την παντοτινή «διάκριση» της τοποθεσίας όπου έλαβε χώρα ο τελευταίος δημόσιοςαπαγχονισμός στην ιστορία των ΗΠΑ: Ο 26χρονος Αφροαμερικανός Rainey Bethea καταδικάσθηκε και απαγχονίσθηκε για τον βιασμό και τη δολοφονία της εβδομηντάχρονης Lischa Edwards. Η ατμόσφαιρα θύμιζε λαϊκό πανηγύρι, με πλανόδιους πωλητές χοτ ντογκ και μεγάλο πλήθος κόσμου, που περιελάμβανε μικρά παιδιά και πολλούς δημοσιογράφους.[10] Σημειωτέον ότι η εκτέλεση εποπτευόταν από σερίφη θηλυκού γένους, τη Φλόρενς Σουμέικερ Τόμσον. Προτού εκπνεύσει ο Bethea, το πλήθος είχε ήδη αρχίσει να σκίζει τα ρούχα του καταδίκου για σουβενίρ. Μετά την αμηχανία που προκάλεσε (και) αυτό, το Κοινοβούλιο του Κεντάκυ έσπευσε να καταργήσει τις δημόσιες εκτελέσεις.[11]