Γεννήθηκε στην (ή κοντά στη) Γάνδη. Καταγράφεται ως μέλος στην εκεί Συντεχνία του Αγίου Λουκά, ως "Δάσκαλος", το 1467. Το επόμενο έτος έλαβε μέρος στη διακόσμηση της πόλης της Μπρυζ για τον εορτασμό των γάμων του Καρόλου του Τολμηρού και της Μαργαρίτας της Υόρκης. Κατασκεύασε εραλδικές διακοσμήσεις για τη βασιλική είσοδο (joyeuse entrée) του Καρόλου στη Γάνδη το 1469 και αργότερα το 1472. Έγινε πρύτανης της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά της Γάνδης από το 1464 ως το 1476.
Πιθανόν το 1478 ο Χούγκο εισήλθε στο Ρόοντ Κλόοστερ, μια μονή στο Άουντερχεμ (Oudergem) κοντά στις Βρυξέλλες, ανήκοντας στον κλάδο των Αυγουστινιακών μοναχών Windesheim Congregation και δίδαξε εκεί ως frater conversus. Συνέχισε να ζωγραφίζει και παρέμεινε στη μονή ως τον θάνατό του, το 1482. Το 1480 κλήθηκε στο Λέουβεν για να αξιολογήσει τις Σκηνές Δικαιοσύνης που είχε αφήσει ημιτελή ο Ντίρικ Μπάουτς, καθώς απεβίωσε το 1475. Λίγο διάστημα μετά από αυτό ο Χούγκο, επιστρέφοντας με άλλα μέλη της μονής από ταξίδι στην Κολωνία, έπεσε σε μελαγχολία με αυτοκτονικές τάσεις, διακηρύσσοντας τον εαυτό του ως καταραμένο. Ο Χούγκο συνήλθε από την ασθένειά του και απεβίωσε εκεί. Η παραμονή του στο Ρόοντ Κλόοστερ καταγράφεται στο χρονικό του συναδέλφου του μοναχού Γκασπάε Οφχάους (Gaspar Ofhuys).
[13] Μια αναφορά του Γερμανού ιατρού Χιερόνυμους Μύντσερ (Hieronymus Münzer) χρονολογούμενη το 1495, σύμφωνα με την οποία ένας ζωγράφος από τη Γάνδη είχε περιπέσει σε μελαγχολία στην προσπάθειά του να φτιάξει κάτι αντάξιο του τριπτύχου της Γάνδης είναι πιθανόν να αναφέρεται στον Χούγκο.
Έργο
Το πλέον διάσημο έργο του που επιζεί είναι το Τρίπτυχο του Πορτινάρι, που σήμερα βρίσκεται στην Πινακοθήκη Ουφίτσι της Φλωρεντίας. Πρόκειται για τρίπτυχο που του ανατέθηκε, για λογαριασμό της εκκλησίας του Σαν Ετζίντιο (San Egidio) του νοσοκομείου Santa Maria Nuova της Φλωρεντίας, από τον Τομμάσο Πορτινάρι (Tommaso Portinari) , τον διευθυντή του υποκαταστήματος της Τράπεζας των Μεδίκων στη Μπρυζ. Το τρίπτυχο έφθασε στη Φλώρεντία το 1483, προφανώς αρκετά μετά την ολοκλήρωσή του από τον φαν ντερ Χους. Ως η μεγαλύτερη εικόνα φλαμανδικής τέχνης που μπορούσε κανείς να δει στη Φλωρεντία, επαινέθηκε πολύ. Ο Τζόρτζιο Βαζάρι στους "Βίους" του τού 1550 αναφέρεται σε αυτόν ως "Ugo d'Anversa". Αυτή είναι και η μόνη τεκμηρίωση για την πατρότητα του έργου. Οι άλλες εργασίες που του αποδίδονται βασίζουν την απόδοση αυτή στις στυλιστικές ομοιότητες, όταν συγκρίνονται με αυτό το τρίπτυχο.[14]
Μετά τον θάνατο του Χούγκο, το τρίπτυχο εσφαλμένα αποδόθηκε σε άλλους καλλιτέχνες, περιλαμβανομένων και των Αντρέα ντελ Καστάνιο (Andrea del Castagno) και Ντομένικο Βενετσιάνο (Domenico Veneziano).[13] Οι δύο αυτοί καλλιτέχνες είχαν ζωγραφίσει τις νωπογραφίες γύρω από το τρίπτυχο, αλλά δεν είχαν ασχοληθεί με τη σχεδίασή του. Το 1824 ο Καρλ Φρίντριχ Σίνκελ (Karl Friedrich Schinkel) αναγνώρισε το τρίπτυχο ως εργασία του Χούγκο, αλλά η θεωρία αυτή έγινε δεκτή πολύ αργότερα.[13]
Ο Χούγκο φαίνεται ότι κατέλιπε μεγάλο αριθμό σχεδίων και είτε από αυτά είτε από τα ίδια τα έργα του οι οπαδοί του δημιούργησαν μεγάλο αριθμό αντιγράφων από συνθέσεις που δεν έχουν επιζήσει "δια χειρός" του.[15] Ένα σχέδιο του "Ιακώβ και της Ραχήλ" που υπάρχει στην πινακοθήκη της εκκλησίας του Χριστού στην Οξφόρδη πιστεύεται ότι είναι σπάνιο αντίτυπο που έφτιαξε ο ίδιος. Εκεί υπάρχουν, επίσης, δυο ζωγραφισμένες κεφαλές, θραύσμα από μεγαλύτερο έργο του.
Πλάκα στον τοίχο της μονής Rood Klooster στο Άουντερχεμ.[16]
↑Η επιγραφή αναγράφει: "In Memoriam Frater Hugo van der Goes 1420 Rubea - Vallis 1482 Pictor Hugo Van der Goes humatus hic quiescit dolet ars, cum similem sibi modo nescit vixit tempore CAROLI AUDACIS ibidem factus monachus, ad maiorem dei gloriam."