Έγινε αγορανόμος καθέδρας (curule aedile) το 253 π.Χ., ενώ ως πρόξενος το 249 του δόθηκε η διοίκηση τού ρωμαϊκού στόλου κατά τον Α΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο. Έχασε τη μάχη της Δρεπάνας εναντίον των Καρχηδονίων, αφού αγνόησε έναν κακό οιωνό: σύμφωνα με τον Βαλέριο Μάξιμο, τον Σουητόνιο[10] και τον Κικέρωνα, [11] όταν οι ιερές όρνιθες αρνήθηκαν να φάνε, ο Κλαύδιος τα πέταξε στη θάλασσα λέγοντας: «Bibant, quoniam edere nollent» (Να πιούν, αφού να φάνε δεν θέλουν). Ανακλήθηκε στη Ρώμη και διετάχθη να διορίσει έναν δικτάτορα: η υποψηφιότητα για τον υφιστάμενό του Μάρκο Κλαύδιο Γκλικία απορρίφθηκε. Δικάστηκε για ανικανότητα και ασέβεια, αποφεύγοντας τη θανατική ή σωματική τιμωρία λόγω διπλού κινδύνου και αντ' αυτού τού επιβλήθηκε πρόστιμο 120.000 ασσάρια, 1.000 για κάθε πλοίο που είχε χάσει η Ρώμη στη μάχη εναντίον της Καρχηδόνας. [12] Απεβίωσε αμέσως μετά, πιθανώς από αυτοκτονία.