Ο Γεωργιάδης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14 Σεπτεμβρίου του 1923. Το 1942 ξεκίνησε σπουδές αρχιτεκτονικής[4] στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όπου μεταξύ άλλων είχε καθηγητή τον Χατζηκυριάκο Γκίκα. Αποφοίτησε από το Πολυτεχνείο το 1946. Συγχρόνως με τις ακαδημαϊκές σπουδές του γράφτηκε στη δραματική σχολή Ρώτα όπου παρακολούθησε το 1943-4 μαθήματα σκηνογραφίας με καθηγητή τον Αντώνη Φωκά. Τη διετία 1946-8 παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής και σκηνογραφίας με καθηγητές τον Τσαρούχη, τον Γαΐτη και άλλους. Τον Μάρτη του 1948 έκανε την πρώτη ατομική του έκθεση και το 1952 έλαβε μέρος στην «Πανελλήνιο ομαδική Καλλιτεχνική Έκθεση». Στο θέατρο Ρέξ έκανε το 1951 τη πρώτη του σκηνογραφική απόπειρα . Από το 1948 έως το 1952 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία, μαζί με τον παιδικό του φίλο Μίνω Βολανάκη.
Το 1952-1953, έχοντας λάβει την υποτροφία Fullbright, συνέχισε με σπουδές αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Το 1953 επιμελείται τα σκηνικά και τα κοστούμια για το μπαλέτο GriGri, στη Ν. Υόρκη. Με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου πηγαίνει στο Λονδίνο, όπου σπουδάζει ζωγραφική και σκηνογραφία στη Σχολή Καλών Τεχνών Σλέϊντ[5] του University College London από το 1953 έως το 1955. Το 1954 κάνει την πρώτη του σκηνογραφική/ενδυματολογική δουλειά για παράσταση του University College London.
Συνεργασία με Κέννεθ Μακμίλλαν
Το 1955 παίρνει το πρώτο βραβείο σκηνογραφίας της σχολής του και γνωρίζεται με τη Νινέτ ντε Βαλουά, διευθύντρια του ιστορικού θεάτρου Sadler’s Wells και πρωθιέρεια του αγγλικού μπαλέτου, η οποία θα τον φέρει σε επαφή με τον 25χρονο χορογράφο Κένεθ Μακμίλαν. Αυτή η γνωριμία σηματοδότησε την αρχή μιας εξαιρετικά γόνιμης επαγγελματικής συνεργασίας μεταξύ του Γεωργιάδη και του Μακμίλαν, η οποία επρόκειτο να διαρκέσει για περισσότερες από τρεις δεκαετίες. Η πρώτη τους παράσταση ήταν το μπαλέτο Χοροί κοντσέρτου σε μουσική Ιγκόρ Στραβίνσκι[6]. Η μεγαλοπρέπεια των σκηνικών του Γεωργιάδη συνδυαζόταν με έναν μαγικό τρόπο με την άνεση και την πρακτικότητα που επιβαλλόταν στις παραστάσεις μπαλέτου για την ανεμπόδιστη κίνηση των χορευτών. Το 1958 η Σχολή Καλών Τεχνών Σλέϊντ τον προσέλαβε ως καθηγητή σκηνογραφίας, θέση που κράτησε για 30 χρόνια, επηρεάζοντας έτσι μια ολόκληρη γενιά σκηνογράφων.
Μετά την πρώτη τους επιτυχημένη συνεργασία το 1955 οι δυο προικισμένοι αυτοί καλλιτέχνες, ο Γεωργιάδης και ο Μακμίλλαν, δημιούργησαν μερικές από τις πιο σπουδαίες παραγωγές μπαλέτου, τις οποίες παρουσίασαν είτε στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου[7] είτε σε άλλες λυρικές σκηνές όπως της Ν. Υόρκης, της Στουτγάρδης και της Λισαβόνας. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν τα μπαλέτα Las Hermanas (1963), Ρωμαίος και Ιουλιέτα (1965), Μανόν (1974), Μάγιερλινγκ (1978), Ορφέας (1982) και Ο πρίγκιπας της παγόδας (1989). Πολλές από αυτές τις παραγωγές συνεχίζουν να ανεβαίνουν μέχρι τις μέρες μας σε πολλά λυρικά θέατρα ανά την υφήλιο, όπως τις οραματίστηκαν και τις δούλεψαν οι δυο αυτοί χαρισματικοί άνθρωποι.
Συνεργασία με Ρούντολφ Νουρέγιεφ
Μια άλλη σημαντική συνεργασία στην πορεία της καριέρας του Γεωργιάδη, όσον αφορά στο μπαλέτο, ήταν με τον Νουρέγιεφ. Πρωτοσυνεργάστηκαν στο μπαλέτο Ρωμαίος και Ιουλιέτα (1965), που χορογράφησε ο Μακμίλλαν και στο οποίο τους ομώνυμους ρόλους είχαν ο Νουρέγιεφ και η Μαργκότ Φοντέιν. Έκτοτε δούλεψαν μαζί σε πολλά άλλα μπαλέτα, στα οποία ο Νουρέγιεφ έκανε και τις χορογραφίες, η συνεργασία τους δε ενισχύθηκε όταν ο Νουρέγιεφ έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής του μπαλέτου της Όπερας του Παρισιού. Μαζί, αναβίωσαν με αριστουργηματικό τρόπο μερικά από τα σπουδαία κλασικά μπαλέτα του 19ου αιώνα όπως την Ωραία Κοιμωμένη (1966), τον Καρυοθραύστη (1968), και την Ραϋμόντα (1972).
Μετά τον θάνατο του Μακμίλλαν το 1992 και του Νουρέγιεφ το 1993, ο Γεωργιάδης δεν εργάστηκε πια σε καμία παράσταση μπαλέτου.
Κινηματογραφικές συνεργασίες
Αν και φανατικός κινηματογραφόφιλος, ο Γεωργιάδης εργάστηκε πολύ λίγο για το σινεμά. Το 1971 υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια της ταινίας Τρωάδες του Μιχάλη Κακογιάννη, με πρωταγωνίστριες την Κάθριν Χέπμπορν, τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ και την Ειρήνη Παππά. Στην ταινία Νιζίνσκι του 1980 επιμελήθηκε τα σκηνικά και τα κοστούμια μόνο στις σκηνές του μπαλέτου.
Συνεργασίες σε όπερα και πρόζα, στην Αθήνα
Στην Ελλάδα η πρώτη του σκηνογραφική δουλειά ήταν το 1976 στην όπερα του ΝτονιτσέττιΆννα Μπολένα, που ανέβηκε αρχικά στο Ηρώδειο[8] και έκτοτε παρέμεινε στο ρεπερτόριο της Λυρικής Σκηνής με την ίδια σκηνογραφία[3]. Στη συνέχεια συνεργάστηκε με την ΕΛΣ για άλλες 2 όπερες. Από το 1986 έως το 1989 σκηνογράφησε 3 έργα για τον θίασο της Κάτιας Δανδουλάκη, το Όπως με θέλεις, το Ανατόλ σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασέν και το Να ντύσουμε τους γυμνούς σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Το 1995 εργάστηκε στο ανέβασμα της Τραβιάτας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών[9] και το 1999 την δική του υπογραφή είχαν τα σκηνικά και τα κοστούμια της όπερας Αντιγόνη[10] του Μίκη Θεοδωράκη, η παγκόσμια πρεμιέρα της οποίας δόθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών[3]. Την τελευταία του δουλειά, τις Βάκχες δεν πρόλαβε να την δει, γιατί πέθανε πριν το ανέβασμα του έργου[11].
Εκθέσεις
Μολονότι η σκηνογραφία και η ενδυματολογία ήταν η κύρια ασχολία του, ο Γεωργιάδης δεν έπαψε ποτέ να ζωγραφίζει. Αυτό το αποδεικνύουν και οι πολλές εκθέσεις στις οποίες έχει λάβει μέρος. Το 1954 συμμετείχε σε ομαδική έκθεση ζωγραφικής στο Λονδίνο. Το 1959 παρουσίασε μια ατομική έκθεση στο Λονδίνο και την ίδια χρονιά έλαβε μέρος και σε μια ομαδική. Από τότε συνέχισε να εκθέτει τα έργα του σε τακτά χρονικά διαστήματα στο Λονδίνο, σε άλλες πόλεις της Μεγάλης Βρετανίας, στη Ζυρίχη, στο Βερολίνο, στην Ιταλία, στη Γαλλία και στην Ελλάδα (1964-ατομική έκθεση Γκαλερί «Μέρλιν», 1975-ατομική έκθεση Γκαλερί Ζουμπουλάκη κ.ά.). Άξια μνείας και η συμμετοχή του στο Ελληνικό Περίπτερο της 33ης Μπιενάλε της Βενετίας[12]. Στα πρώιμα έργα του δούλεψε πάνω σε κολάζ αφηρημένων αρχιτεκτονικών σχημάτων ενώ τα τελευταία χρόνια επικεντρώθηκε στον στυλιζαρισμένο ρεαλισμό ως σχόλιο για την ανθρώπινη βαρβαρότητα[13]. Από το 1957 συμμετείχε επίσης σε πολλές εκθέσεις σκηνογραφίας στην Αγγλία, στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ελλάδα, στην Ιαπωνία και στις Η.Π.Α..
Τιμητικές διακρίσεις
Το 1971 ο Γεωργιάδης έγινε ένας από τους συνιδρυτές της Εταιρείας Βρετανών Σκηνογράφων (The Society of British Theatre Designers). Το 1983 τιμήθηκε με το Βραβείο για το «Μεγαλύτερο επίτευγμα μπαλέτου το 1982» από την αγγλική εφημερίδα Evening Standard για τη δουλειά του στα μπαλέτα Ορφέας και Τρικυμία. Το 1984 έλαβε τιμητική διάκριση από την Βασίλισσα Ελισάβετ για την προσφορά του στην Τέχνη και ονομάστηκε Διοικητής του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (Commander of the British Empire, C.B.E.). Η Ελληνική Πολιτεία τον τίμησε το 1996 με το Τάγμα του Φοίνικα. Το 1997 εκλέχθηκε Αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Οι δημιουργίες του, τόσο στη σκηνή όσο και στον καμβά, μπορούν να χωριστούν σε 4 περιόδους, σύμφωνα με τα δικά του λεγόμενα σε συνεντεύξεις[15] αλλά και εξετάζοντας το έργο του με κριτική ματιά.
Ζωγραφική περίοδος 1955-1962
Τα σκηνικά του και τα κοστούμια ήταν πολύχρωμα, με ζωηρά, φωτεινά, εξωτικά χρώματα, αυτό που ο ίδιος περιέγραφε ως «Φωβιστική παλέτα». Αυτή η πανδαισία χρωμάτων μπορεί να ήταν εις βάρος της αρχιτεκτονικής μορφής αλλά έδινε εξαιρετική ένταση στις σκηνογραφίες του. Συχνή ήταν η χρήση ενός βαθυκίτρινου χρώματος που ανακαλούσε στη μνήμη το ζεστό μεσογειακό φως. Με αυτό το βαθύ κίτρινο μαζί με ένα έντονο βαθύ μπλε δημιούργησε το εκθαμβωτικό σκηνικό του μπαλέτου Χοροί κοντσέρτου.
Αρχιτεκτονική περίοδος 1962-1971
Από το 1961 εγκαταλείπει σιγά σιγά το δισδιάστατο ζωγραφικό φόντο και αναζητά σκηνογραφικές λύσεις σε αρχιτεκτονικές δομές. Σκαλιά, αψιδωτές πύλες, κατασκευές σε 2 επίπεδα, διπλές σειρές κιόνων, αγάλματα, κάγκελα και καγκελόπορτες έρχονται να πλουτίσουν τα σκηνικά του. Η πρώτη απόπειρα γίνεται στο θεατρικό έργο Η νεκρή βασίλισσα και η τάση εδραιώνεται την επόμενη χρονιά στο ανέβασμα του Ιούλιου Καίσαρα.
Συμβολισμός 1972-1980
Στην περίοδο του συμβολισμού ή του επιλεκτικού ρεαλισμού (όπως τον είχε ονομάσει ο ίδιος) στα σκηνικά του επικρατεί ένα είδος μινιμαλισμού. Λίγα, συγκεκριμένα αντικείμενα επιλέγονται για να περιγράψουν μια σκηνή, δρώντας συγχρόνως ως σύμβολα. Η πρώτη μαρτυρία αυτής της περιόδου είναι η δουλειά του στο μπαλέτο Ραϋμόντα, σε χορογραφία Νουρέγιεφ. Μολονότι η σκηνογραφία καταλήγει να είναι λιτή, τα κοστούμια που σχεδιάζει είναι εξαιρετικά πολυτελή, λεπτομερή και ιστορικά ακριβή. Τα κοστούμια του σχολιάζουν την πλοκή του κάθε έργου με έναν ιδιαίτερα ευφυή τρόπο. Για παράδειγμα, στο μπαλέτο Μάγιερλινγκ, οι 5 γυναίκες που πλαισιώνουν τον κεντρικό ήρωα είναι έτσι ντυμένες που να τονίζονται οι ιδιαιτερότητές τους και οι σχέσεις τους μαζί του, κάτι καθόλου εύκολο, αφού ήταν όλες κυρίες της βιεννέζικης Αυλής και άρα ακολουθούσαν έναν κοινό ενδυματολογικό κώδικα[16].
Μεταμοντερνισμός 1981-2001
Στα τελευταία είκοσι χρόνια της καλλιτεχνικής του πορείας ακολουθεί μια πρακτική αφαίρεσης, τα σκηνικά γίνονται ακόμη περισσότερο λιτά και σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις αφήνει τη σκηνή εντελώς απογυμνωμένη. Δίνει έμφαση στο συμβολικό χαρακτήρα των μεμονωμένων αντικειμένων του ντεκόρ, δημιουργώντας σκηνές σχεδόν υπερρεαλιστικές, έτσι ώστε να τονίζεται η διαχρονικότητα του έργου.
Δημιουργίες
Μπαλέτο
1955 Χοροί κοντσέρτου[17] σε χορογραφία Μακμίλαν, θέατρο Sadler’s Wells
1955 Η φωλιά των πουλιών σε χορογραφία Μακμίλαν, θέατρο Sadler’s Wells
1956 Υπνοβάτες σε χορογραφία Μακμίλαν, Βασιλική Όπερα Λονδίνου
1956 Fireworks σε χορογραφία Μακμίλαν, Βασιλική Όπερα Λονδίνου
1957 Χειμωνιάτικη νύχτα σε χορογραφία Μακμίλαν, Όπερα Λισαβόνας και Μετροπόλιταν Όπερα Ν. Υόρκης
1957 Το ταξίδι σε χορογραφία Μακμίλαν, θέατρο Φοίνιξ, Μπρόντγουεϊ, Ν. Υόρκη
1958 Το κτίσμα σε χορογραφία Μακμίλαν, Βασιλική Όπερα Λονδίνου
1958 Αγών σε χορογραφία Μακμίλαν, Βασιλική Όπερα Λονδίνου
1960 Η πρόσκληση (σε χορό) σε χορογραφία Μακμίλαν, Βασιλική Όπερα Λονδίνου
1962 Δάφνις και Χλόη σε χορογραφία Τζον Κράνκο, Κρατική Όπερα Στουτγάρδης