Η κατασκευή του μουσείου ξεκίνησε το 1910 και συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια του Α´ Παγκοσμίου Πολέμου και κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής ύφεσης στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Ο στόχος της κατασκευής του ήταν να εξυπηρετήσει ως χώρος φιλοξενίας για τις αρχαιότητες από τη Μικρά Ασία και Μέση Ανατολή για τις οποίες δεν υπήρχε διαθέσιμος χώρος στα άλλα μουσεία της πόλης. Το οικοδόμημα σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Άλφρεντ Μέσελ (Alfred Messel) και Λούντβιχ Χόφμαν (Ludwig Hoffmann) και η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1930.[1]
Το μουσείο υπέστη σοβαρές φθορές κατά τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς του Βερολίνου στον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πολλά από τα εκθέματα του είχαν προφυλαχθεί επαρκώς, ωστόσο το 1945 με την πτώση του Βερολίνου στον Σοβιετικό στρατό πολλά από τα εκθέματα τα οποία παρέμεναν ελεύθερα τοποθετημένα στους χώρους του μουσείου πάρθηκαν από τους Σοβιετικούς. Έως το 1958 πολλά από τα εκθέματα αυτά επιστράφηκαν από την Σοβιετική Ένωση στην Ανατολική Γερμανία, ωστόσο αρκετά παρέμειναν στη Ρωσία στο μουσείο Πούσκιν της Μόσχας και στο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης. Τα εκθέματα που παρέμειναν στο δυτικό Βερολίνο μεταφέρθηκαν στο παλάτι του Σαρλότενμπουργκ (Schloss Charlottenburg) έως το 1995.[3]
Το 2014 τα περισσότερα τμήματα του μουσείου σταμάτησαν την λειτουργία τους λόγω εκτεταμένων εργασιών ανακαίνισης, με την προγραμματισμένη επαναλειτουργία τους να προορίζεται για το 2019.[4][5]
Ενότητες
Συλλογή Αρχαιοτήτων
Η συλλογή αρχαιοτήτων (Antikensammlung) χρονολογείται από την εποχή των εκλεκτόρων των πριγκίπων (Kurfürsten) του Βραδεμβούργου και την συλλογή αρχαιοτήτων τους. Το κύριο σώμα των αντικειμένων προήλθε από την εξαγορά της συλλογής ενός Ρωμαίου αρχαιολόγου το 1698, και οι αρχαιότητες έγιναν διαθέσιμες στο κοινό το 1830 όταν φιλοξενήθηκαν στο Άλτες Μουζέουμ. Ο αριθμός των εκθεμάτων αυξήθηκε σύντομα με επιπλέον προσθήκες από τα ανασκαφικά ευρήματα των γερμανικών αρχαιολογικών αποστολών σε Ολυμπία, Σάμο, Πέργαμο, Μίλητο, Πριήνη, Μαγνησία του Μαιάνδρου, και Κύπρο.[2]
Το σύνολο των εκθεμάτων αποτελείται από έργα τέχνης από την αρχαϊκή, κλασική, ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, όπως γλυπτά, μωσαϊκά, επιγραφές, κοσμήματα και αγγεία. Τα κύρια εκθέματα στη συλλογή αρχαιοτήτων είναι ο βωμός της Περγάμου ο οποίος χρονολογείται από τον 2ο αιώνα π.Χ. και η ζωοφόρος του με μήκος 113 μέτρων αναπαριστά την γιγαντομαχία, και η πύλη της αγοράς της Μιλήτου η οποία χρονολογείται στη ρωμαϊκή περίοδο.[2]
Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης
Το κύριο σώμα των εκθεμάτων ισλαμικής τέχνης (Museum für Islamische Kunst) προήλθε από το μουσείο Μπόντε τα ισλαμικά εκθέματα του οποίου μεταφέρθηκαν στο μουσείο Περγάμου το 1950.[2]
Τα αντικείμενα προέρχονται από μια ευρεία χρονολογική περίοδο από τον 8ο έως τον 19ο αιώνα, και από μια εξίσου ευρεία γεωγραφική περιοχή από την Ισπανία έως και την Ινδία. Το κύριο έκθεμα του μουσείο Ισλαμικής τέχνης είναι η πρόσοψη της Μσχάτα (Mshatta facade) η οποία αποτελεί μέρος ενός ημιτελούς παλατιού στην έρημο νοτίως του Αμμάν στην Ιορδανία. Η κατασκευή δωρίστηκε από τον Οθωμανό σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίντ Β´ προς τον Γερμανό αυτοκράτορα Κάιζερ Γουλιέλμο Β´. Μέρη της πρόσοψης και τμήματα της συνολικής κατασκευής παραμένουν στην Ιορδανία.
Ένα άλλο σημαντικό έκθεμα είναι η αίθουσα του Χαλεπίου, η οποία αποτελούσε την αίθουσα υποδοχής στο σπίτι ενός εμπόρου του Χαλεπίου στη Συρία, και η οποία χρονολογείται στην Οθωμανική περίοδο.[6]